Με βασικό της «ατού» την παραγωγή αγνού, βιολογικού προϊόντος, δηλαδή του γνωστού για τη γεύση του και τις θρεπτικές του ιδιότητες ελληνικού αλατιού, η εταιρεία «Ελληνικές Αλυκές ΑΕ», θυγατρική του «Υπερταμείου», έχει βάλει ως στόχους, μεταξύ άλλων, τη συνεχή βελτίωση της ποιότητας, την ανάδειξη των θετικών σημείων του εγχώριου προϊόντος, πάντα με σεβασμό προς το ευρύτερο περιβάλλον.
Η εταιρεία προς την κατεύθυνση αυτή έχει ένα σαφές πλεονέκτημα. Το περίφημο ελληνικό αλάτι δεν αποτελεί προϊόν χημικής επεξεργασίας και διαδικασίας, όπως συμβαίνει με πολλούς ανταγωνιστές του εξωτερικού. Αντιθέτως, στις «Ελληνικές Αλυκές» το αλάτι προκύπτει μέσω φυσικού τρόπου παραγωγής. Οι «Ελληνικές Αλυκές» παράγουν θαλασσινό αλάτι μέσω φυσικής διαδικασίας. Τα κύρια συστατικά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του είναι θάλασσα, αέρας και ήλιος χωρίς καμία προσθήκη χημικών ή άλλων πρόσθετων, σε αντίθεση με το ορυκτό αλάτι που παράγεται σε άλλες χώρες και απαιτεί χημική επεξεργασία. Αυτό το καθιστά ένα απολύτως φυσικό και βιολογικό προϊόν, κάτι που αναδεικνύεται και μέσω της υφής, της γεύσης και των θρεπτικών συστατικών του ελληνικού άλατος.
Οι «Ελληνικές Αλυκές ΑΕ» είναι μια Εταιρεία του Υπερταμείου, δηλαδή της ΕΕΣΥΠ. Ιδρύθηκε το 1988 με πρωταρχικό στόχο την οικονομική εξυγίανση των βιώσιμων αλυκών της χώρας, μέσω του εκσυγχρονισμού της λειτουργίας τους, έτσι ώστε η χώρα να καταστεί τουλάχιστον αυτάρκης σε σχέση με τις ανάγκες της σε πρωτογενές αλάτι. Η συμμετοχή της εταιρείας στην παραγωγή πρωτογενούς άλατος στην Ελλάδα ξεπερνά το 92% με την παραγωγή της εταιρείας να καλύπτει περίπου το 65% των αναγκών της χώρας ενώ το υπόλοιπο καλύπτεται μέσω εισαγωγών από τρίτες χώρες. Αποτελεί συνέχεια της προγενέστερης εταιρείας «Αλυκαί Μεσολογγίου» που είχε ιδρυθεί το 1978. Τον Ιανουάριου του 2018, το σύνολο των μετοχών της εταιρείας που κατείχε το Ελληνικό Δημόσιο (ποσοστό 55,19%) μεταβιβάστηκε στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Α.Ε, ευρύτερα γνωστή ως «Υπερταμείο».
Η εταιρεία εκμεταλλεύεται σχεδόν το σύνολο των αλυκών της χώρας και συγκεκριμένα τις αλυκές Μεσολογγίου-Αιτωλοακαρνανίας, Κίτρους-Πιερίας, Καλλονής-Λέσβου, Πολιχνίτου-Λέσβου, Αγγελοχωρίου-Θεσσαλονικής, Μέσης-Ροδόπης και Νέας Κεσσάνης-Ξάνθης.
Το έτος 2020, σε μια δύσκολη χρονικά λόγω πανδημίας, εμφάνισε κύκλο εργασιών 6,1 εκατ. ευρώ. Οι ήπιες καιρικές συνθήκες που επικράτησαν κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του 2020, δεν ευνόησαν τις πωλήσεις αλατιού για τη χρήση στον αποχιονισμό, όπως επίσης και η αναστολή κάποιων δραστηριοτήτων λόγω των μέτρων περιορισμού της πανδημίας. Η μέγιστη ετήσια δυναμικότητα παραγωγής πρωτογενούς άλατος ανέρχεται σε 240.000 τόνους και εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες. Οι 8 μονάδες καλύπτουν σε έκταση συνολικά πάνω από 25.000 τ.μ., με μεγαλύτερη αυτή στο Μεσολόγγι έκτασης 12.400 τ.μ. ενώ ακολουθούν οι μονάδες Κίτρους, Καλλονής, Μέσης με 3.000 τ.μ. και περίπου 2.000 τ.μ. (η τελευταία). Η καλλιεργητική περίοδος, δηλαδή το χρονικό διάστημα στο οποίο η διεργασία παραγωγής άλατος βρίσκεται σε εξέλιξη στην αλυκή, είναι ανάμεσα σε Μάρτιο και Οκτώβριο, αναλόγως των τοπικών μετεωρολογικών συνθηκών.
Από τα πλέον γνωστά προϊόντα που «βγάζει» η εταιρεία είναι η Αφρίνα, η οποία παράγεται μόνο στην Αλυκή Μεσολογγίου λόγω των ιδανικών συνθηκών που επικρατούν εκεί και συλλέγεται αποκλειστικά με το χέρι μόνο από εξειδικευμένους εργάτες. Είναι η τοπική ονομασία για τον Ανθό του Άλατος ή Fleur de Sel και αποτελεί προϊόν των Αλυκών διαφέροντας ποιοτικά από το αλάτι, όπως ο βασιλικός πολτός από το μέλι. Η Αφρίνα συλλέγεται σε μορφή κρούστας με το χέρι, περιμετρικά των αλυκών, καθώς τα νερά της λιμνοθάλασσας στεγνώνουν. Είναι ουσιαστικά η πρώτη συγκομιδή των αλυκών. Η ιδιαίτερη γεύση και υφή της, σε συνδυασμό με την ανώτατη θρεπτική της αξία, την καθιστούν ένα υψηλής ποιότητας ελληνικό γαστρονομικό προϊόν, ενώ είναι πλούσια σε μέταλλα και ιχνοστοιχεία.
Ωστόσο, οι στόχοι της εταιρείας δεν περιορίζονται μόνο στη βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος, αντιθέτως, έχουν και περιβαλλοντική διάσταση. Αλλωστε, για την εταιρεία «στοίχημα» δεν αποτελεί μόνο η παραγωγή και ανταγωνιστικότητα του ελληνικού, βιολογικού και με φυσική επεξεργασία παραγόμενου αλατιού αλλά και η ταυτόχρονη προστασία του περιβάλλοντος.
Ο CEO της εταιρίας ,Αντώνης Δουμάνογλου, σχετικά με την περιβαλλοντική συνεισφορά της εταιρίας ανέφερε ότι «οι αλυκές δεν αποτελούν μόνον χώρους παραγωγής άλατος αλλά ταυτόχρονα είναι και σημαντικοί υγροβιότοποι. Το σύνολο των αλυκών υπάγεται στο δίκτυο προστασίας Natura ενώ μερικές, μεταξύ των οποίων και οι μεγαλύτερες, αποτελούν τμήματα ευρύτερων υγροτόπων που προστατεύονται από τη διεθνή σύμβαση Ramsar. Οι αλυκές Μεσολογγίου, Κίτρους και Μέσης αποτελούν τέτοιες περιπτώσεις. Για το λόγο αυτό, οι όποιες επεμβάσεις της Εταιρείας με σκοπό την αναβάθμιση των αλυκών από παραγωγική άποψη, γίνονται με γνώμονα την προάσπιση του περιβάλλοντος, αντλώντας από την προγενέστερα δημιουργημένη γνώση για την προστασία του. Και μέχρι τώρα, το στοίχημα έχει κερδηθεί».
Ένα επιπλέον στοιχείο που υπογραμμίζει τη μοναδικότητα των αλυκών και την προτίμησή τους από την περιοικούσα ορνιθοπανίδα, είναι το γεγονός ότι εδώ το κυνήγι απαγορεύεται αποτελεσματικότερα σε σχέση με το σύνολο των ευρύτερων υγροτόπων. Αναντίρρητα όμως, η οικολογική σημασία των αλυκών είναι σύμφυτη με το ορνιθολογικό τους ενδιαφέρον.
Εβδομήντα ένα είδη πουλιών παρατηρήθηκαν κατά το 1991 στους χώρους της αλυκής Μεσολογγίου, της πιο καλά μελετημένης από βιολογική άποψη ελληνικής αλυκής. Είκοσι πέντε από αυτά χαρακτηρίζονται ως απειλούμενα με εξαφάνιση ή πιθανώς απειλούμενα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ 20 προστατεύονται από ελληνικές, κοινοτικές ή διεθνείς συμβάσεις. Από τα παραπάνω είδη, 57 έκαναν συστηματική, περιστασιακή ή μόνιμη, χρήση των χώρων της αλυκής κατά την ίδια περίοδο, για ανάπαυση, τροφοληψία ή και ζευγάρωμα.
Ενδεικτικά είδη πτηνών που παρατηρούνται εντός των αλυκών είναι η αβοκέτα (Recurvirostra avosetta), το μαυροβουτηχτάρι (Podiceps nigricollis), ο θαλασσοσφυριχτής (Charadrius alexandrines), οι διάφορες σκαλίδρες (Calidris minuta, C. Ferruginea, C. Alpine), το γελογλάρονο (Gelochelidon nilotica), το ποταμογλάρονο (Sterna hirundo), και το νανογλάρονο (S. Albifrons), πολλά από τα οποία ανήκουν στον κατάλογο των απειλούμενων ειδών σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Υπ’ αυτή την έννοια, η αλυκή παύει να αποτελεί απλώς χώρο παραγωγής με στενά οικονομικά κριτήρια, αποτελώντας ταυτόχρονα ζωντανό μουσείο φυσικής ιστορίας.