Ολοκληρώθηκε η κατάθεση των παρατηρήσεων και σχολίων του ΙΕΝΕ στο πλαίσιο της συμμετοχής του στη Δημόσια Διαβούλευση του ΥΠΕΝ για τον Εθνικό Κλιματικό Νόμο, έπειτα από ενδελεχή προετοιμασία σε επίπεδο Επιστημονικών Επιτροπών.
Όπως αναφέρει το Ινστιτούτο στα εισαγωγικά του σχόλια, «η υιοθέτηση του πρώτου Εθνικού Κλιματικού Νόμου αποτελεί αναμφίβολα βήμα προς την ορθή κατεύθυνση, αφού μέσα από τις διατάξεις του δίνεται επιπροσθέτως προώθηση στην απολιγνιτοποίηση του ενεργειακού συστήματος, στις υποδομές της χώρας και στις ΑΠΕ. Ωστόσο, το παρόν νομοσχέδιο, αν και προβλέπει χρήσιμες καινοτομίες για την πορεία προς την ενεργειακή μετάβαση, παρουσιάζει αδυναμίες, οι οποίες δύνανται να αποτελέσουν σοβαρά εμπόδια στην πορεία αυτή και κυρίως στη δίκαιη εξέλιξή της».
Όπως παρατηρεί το Ινστιτούτο, «η Ελλάδα αποκτά συγκεκριμένο πλαίσιο για την ευθυγράμμιση της εθνικής πολιτικής με τους στόχους του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νόμου για μείωση των εκπομπών κατά 55% έως το 2030 και τη μετάβαση σε κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι το Σχέδιο Νόμου ξεπερνάει σε σημεία τη φιλοδοξία της ΕΕ, ενώ αποτυγχάνει να δημιουργήσει ένα αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο που να προσφέρει ίσες ευκαιρίες σε όλες τις τεχνολογίες που έχουν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν στη μετάβαση».
Αναφορικά με την πρόταση του νόμου για δέσμευση της Ελλάδας για κατάργηση της πώλησης οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης, ήδη από το 2030, το ΙΕΝΕ θεωρεί ότι μια τέτοια κίνηση είναι πρώιμη σε σχέση με τις εξελίξεις στην ΕΕ και τους ρυθμούς ανάπτυξης του εθνικού δικτύου υποδομών. Παράλληλα, αγνοεί τα οφέλη των ανανεώσιμων καυσίμων που μπορούν να μειώσουν άμεσα τις εκπομπές από το σύνολο των οδικών μεταφορών (επιβατικά, φορτηγά, μη οδικά κινητά μηχανήματα), συμπληρωματικά με την ηλεκτροκίνηση. Το ΙΕΝΕ κρίνει ότι είναι σκόπιμο να διατηρηθεί η πώληση νέων αυτοκινήτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης και μετά το 2030, με την προϋπόθεση ότι τα οχήματα θα χρησιμοποιούν υγρά καύσιμα χαμηλού άνθρακα. Έτσι, θα ανοίξει και ο δρόμος για τη μείωση εκπομπών σε τομείς των μεταφορών για τους οποίους δεν υπάρχουν εναλλακτικές τεχνολογικές λύσεις, όπως η αεροπορία, η ναυτιλία, οι βαριές μεταφορές αλλά και η βιομηχανική αλυσίδα αξίας. Δυστυχώς, ο Κλιματικός Νόμος τους αγνοεί παντελώς τους παραπάνω τομείς μεταφορών, εστιάζοντας αποσπασματικά μόνο στα επιβατικά οχήματα, ενώ θα έπρεπε να θέσει και για αυτούς στόχους μείωσης εκπομπών και κίνητρα ανάπτυξης ανανεώσιμων καυσίμων, σε αντιστοιχία με την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Ακόμα ένα σημείο που αναδεικνύει το ΙΕΝΕ αφορά το φυσικό αέριο ως το προνομιακό μεταβατικό καύσιμο, παραβλέποντας τη χρήση του ως μίγματος με το τοπικά παραγόμενο βιομεθάνιο και το υδρογόνο, αφού δεν περιλαμβάνονται διατάξεις για τη σταδιακή μείωση της συμμετοχής του φυσικού αερίου στα μίγματα και συνεπώς αύξηση της συμμετοχής του βιομεθανίου και του υδρογόνου. Παράλληλα, όπως παρατηρεί το ΙΕΝΕ, το νομοσχέδιο δεν περιλαμβάνει διατάξεις που να ευνοούν την περαιτέρω ανάπτυξη της κυκλικής οικονομίας μέσω της παραγωγής του βιομεθανίου και από υπολείμματα του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας (γεωργία - κτηνοτροφία) και χρήσης του ως τοπικά παραγομένου ανανεώσιμου καυσίμου, ενώ αναφορικά με τη συλλογή και χρήση του διοξειδίου του άνθρακα δεν υπάρχει ουδεμία μνεία στην εφαρμογή συστημάτων Carbon Capture and Storage (CCUS), τα οποία μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στον περιορισμό ή και τον μηδενισμό των εκπομπών που προέρχονται από την παραγωγή ηλεκτρισμού και από τη βιομηχανία.
Οι παρατηρήσεις και τα σχόλια του ΙΕΝΕ αναφέρονται επίσης στη μείωση των εκπομπών από τα κτήρια, στην εγκατάσταση και χρήση καυστήρων πετρελαίου θέρμανσης και στην αγορά των οδικών καυσίμων και των καυσίμων θέρμανσης τα οποία θα χρειαστούν οπωσδήποτε και μετά το 2030, καθώς ο κλάδος θα χρειαστεί να συμβάλλει στη μετάβαση μέσω της ανάπτυξης ανανεώσιμων καυσίμων σε ευρεία κλίμακα. Για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητο ένα καθεστώς στήριξης με στόχους, κίνητρα και ένα σταθερό επενδυτικό περιβάλλον, αντίστοιχο με αυτού που απολαμβάνει η ηλεκτροκίνηση.
Τέλος, υπογραμμίζεται η απουσία λεπτομερούς ανάλυσης των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων, λαμβάνοντας υπόψη τον αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά, το κόστος υποδομών, την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, τις κοινωνικές επιπτώσεις στις ευάλωτες ομάδες, έτσι ώστε να εξασφαλισθεί μια δίκαιη μετάβαση για κάθε πολίτη σε κάθε άκρη της χώρας. Δυστυχώς, δεν υπάρχει αναφορά στην αναγκαιότητα για λεπτομερή ανάλυση.
Στο πλαίσιο της ανωτέρω διαβούλευσης του ΥΠΕΝ, ο Πρόεδρος του Ινστιτούτου, Κωστής Σταμπολής, δήλωσε: «Ο σχολιασμός του ΙΕΝΕ του ανωτέρω πολύ σημαντικού νομοθετικού πλαισίου αποτελεί προϊόν συλλογικής προσπάθειας μέσω της δραστηριοποίησης των Επιστημονικών Επιτροπών του Ινστιτούτου. Από τις οκτώ Επιστημονικές Επιτροπές του ΙΕΝΕ συμμετείχαν ενεργά: η Επιτροπή Ηλεκτρισμού, η Επιτροπή Φυσικού Αερίου-Βιομεθανίου & Υδρογόνου, η Επιτροπή Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, η Επιτροπή Ενεργειακής Αποδοτικότητας, η Επιτροπή Υδρογονανθράκων, έρευνα και παραγωγή (upstream) και η Επιτροπή Διύλισης, Αποθήκευσης και Εμπορίας Πετρελαιοειδών (downstream). Οι ανωτέρω Επιτροπές επεξεργαστήκαν το συγκεκριμένο νομοσχέδιο η κάθε μία ξεχωριστά στον τομέα της αρμοδιότητάς της και διατύπωσαν συγκεκριμένες παρατηρήσεις και σχόλια, ενώ το συνολικό κείμενο επιμελήθηκε η μόνιμη Ερευνητική Ομάδα του ΙΕΝΕ. Είναι η πρώτη φορά που υπήρξε τόσο ευρεία κινητοποίηση των Επιστημονικών Επιτροπών του Ινστιτούτου, οι οποίες δούλεψαν συστηματικά και συνέβαλαν αποτελεσματικά στη διατύπωση συγκεκριμένων, ρεαλιστικών και ιδιαίτερα εποικοδομητικών προτάσεων».