Τους φρενήρεις ρυθμούς με τους οποίους αναπτύχθηκε το ηλεκτρονικό εμπόριο στη χώρα, αρχής γενομένης τα πανδημίας, αποτυπώνουν τα προσφάτως δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΕΤΤ για την αγορά των ταχυδρομικών υπηρεσιών, υποδεικνύοντας αύξηση της τάξης του 32% στην διακίνηση μικροδεμάτων η οποία συνοδεύτηκε κι από αύξηση κατά 20% στα αντίστοιχα έσοδα.
Για την ακρίβεια σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΕΤΤ την πρώτη πανδημική χρονιά διακινήθηκαν 72 εκατ. δέματα και μικροδέματα, 32,7% περισσότερα από το 2019. Τα έσοδα από την εν λόγω διακίνηση έφτασαν τα 338,7 εκατ. ευρώ, αυξανόμενα κατά 19,9% σε σχέση με το 2019. Η άνοδος είναι ακόμα πιο σημαντική αν σκεφτεί κανείς ότι τα έσοδα από τα δέματα και τα μικροδέματα αντιπροσωπεύουν το 57% των συνολικών εσόδων του ταχυδρομικού κλάδου, με τους φακέλους να εισφέρουν πλέον μόλις το 43% των συνολικών εσόδων, παρότι μάλιστα αποτελούν το 78% των διακινούμενων αντικειμένων.
Η ανοδική πορεία που καταγράφει η εν λόγω αγορά τα τελευταία χρόνια με αποκορύφωμα την πανδημία ακολουθήθηκε κι από αύξηση του αριθμού των παικτών της. Για την ακρίβεια το 2020 δραστηριοποιήθηκαν στην ελληνική ταχυδρομική αγορά 591 επιχειρήσεις, δηλαδή 75 περισσότερες σε σχέση με το 2019. Ειδικότερα, στον τομέα των καθολικών υπηρεσιών, δραστηριοποιήθηκε ο Φορέας Παροχής Καθολικής Υπηρεσίας (ΕΛΤΑ) και εννέα ιδιωτικές επιχειρήσεις, που είναι κάτοχοι Ειδικής Άδειας παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών ενώ οι 591 κατείχαν Γενική Άδεια και δραστηριοποιήθηκαν στην παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών. Ο κύκλος εργασιών των προαναφερθέντων επιχειρήσεων το 2020 διαμορφώθηκε στα 645 εκατ. ευρώ από 637 εκατ. το 2019.
Την ίδια χρονιά, οι επιχειρήσεις ταχυμεταφορών με γενική άδεια παρουσίασαν βελτίωση του κύκλου εργασιών τους κατά 17% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, (379 εκατ. ευρώ το 2020 από 324 εκατ ευρώ το 2019) χάρη στην αύξηση της ζήτησης που έφερε η πανδημία. Τα έσοδα αντίστοιχα έφτασαν τα 428,2 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 16,2% σε σχέση με το 2019 και διακίνησαν 106 εκατ. αντικείμενα, περισσότερα κατά 25,9% από το 2019. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά το πλήθος των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην αγορά ταχυμεταφορών, ο μεγαλύτερος όγκος των ταχυδρομικών αντικειμένων δηλαδή το 87,7% διακινήθηκε από μόλις 6 επιχειρήσεις, οι οποίες και εισέπραξαν το 83,8% των εσόδων.
Στην περίπτωση των εννέα επιχειρήσεων με ειδική άδεια, οι οποίες διακίνησαν 46 εκατ. αντικείμενα (5,4% λιγότερα σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά) τα έσοδα ανήλθαν σε 18,4 εκατ. ευρώ καταγράφοντας πτώση της τάξης του 11,7% σε σχέση με το 2019.
Τέλος στην περίπτωση των ΕΛΤΑ, που είναι ο Φορέας Καθολικής Υπηρεσίας έως και το 2028, ο κύκλος εργασιών παρουσίασε πτώση κατά 15% σε σχέση με το 2019, εξαιτίας της υποκατάστασης της επιστολικής αλληλογραφίας με την ηλεκτρονική, της πτώσης της διεθνούς αλληλογραφίας, αλλά και των δυσχερειών που προκάλεσε η πανδημία στις συναλλαγές με φυσική παρουσία και στις διεθνείς μεταφορές. Έτσι ο κύκλος εργασιών έφτασε τα 266 εκατ. ευρώ από 313 εκατ. ευρώ το 2019 συνεχίζοντας την φθίνουσα πορεία που παρατηρήθηκε ήδη από το 2018 - ο κύκλος εργασιών έφτανε τα 325 εκατ ευρώ. Τα έσοδα στην περίπτωση των ΕΛΤΑ έφτασαν το 2020 τα 149,9 εκατ. ευρώ από 174,3 εκατ. ευρώ το 2019 επηρεαζόμενα κι από την αναπροσαρμογή της αναλογιστικής μελέτης. Η συγκεκριμένη αναπροσαρμογή έγινε λόγω της υποχρεωτικής τήρησης από τα ΕΛΤΑ, ως επιχείρηση κοινής ωφέλειας, του ορίου των 15.000 ευρώ κατ’ ανώτατο όριο, της αποζημίωσης απόλυσης προσωπικού λόγω συνταξιοδότησης.
Στην ανοδική πορεία των επιχειρήσεις ταχυμεταφορών με γενική άδεια συνέβαλε η διακίνηση των δεμάτων και μικροδεμάτων αλλά και το διασυνοριακό εμπόριο. Για την ακρίβεια οι εταιρείες ταχυμεταφορών διακίνησαν το 96,9% των δεμάτων και μικροδεμάτων με τα ΕΛΤΑ, να διακινούν μόλις το 3,1% της εν λόγω αγοράς λαμβάνοντας το 6,3% των αντίστοιχων εσόδων. Η συνθήκη ωστόσο θα μπορούσε να αλλάξει σταδιακά δεδομένου και του ψηφιακού μετασχηματισμού στον οποίο προχωρούν τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, το τελευταίο διάστημα.
Αντίστοιχα θετικά στην δραστηριότητα των επιχειρήσεων ταχυμεταφορών επέδρασε και το διασυνοριακό εμπόριο, με τις αποστολές προς το εξωτερικό να εισφέρουν το 19% των εσόδων των επιχειρήσεων αυτών και το 14% να προέρχεται από τις διανομές αντικειμένων που προήλθαν από το εξωτερικό. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μεγαλύτερός όγκος των ταχυδρομικών αντικειμένων που διακινηθήκαν από το εξωτερικό προς την Ελλάδα προήλθε από την ΕΕ (61%) και την Ασία (28%), ενώ οι αποστολές των ταχυδρομικών αντικειμένων προς το εξωτερικό, είχαν ως προορισμό κυρίως την ΕΕ (58%) και τις ΗΠΑ-Καναδά́ (16%).
Το υπόλοιπο 67% των εσόδων της ελληνικής ταχυδρομικής αγοράς το 2020 προήλθε από τη διακίνηση ταχυδρομικών αντικειμένων εντός της χώρας. Το μεγαλύτερο μέρος των ταχυδρομικών αντικειμένων διακινήθηκε από την Αττική́ (72%) και τη Μακεδονία (12%) προς το εσωτερικό και το εξωτερικό. Οι ίδιες περιοχές ήταν και οι δημοφιλέστεροι προορισμοί των αντικειμένων που διακινήθηκαν στο εσωτερικό και από το εξωτερικό. Συγκεκριμένα, προς την Αττική διακινήθηκε το 42% των αντικειμένων και προς τη Μακεδονία το 17%.
Η μεγάλη στροφή των καταναλωτών στις ηλεκτρονικές αγορές και η ανάγκη να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες, μετά το «έμφραγμα» των πρώτων μηνών, οδήγησαν τις επιχειρήσεις του κλάδου σε μια σειρά επενδύσεων μέσα στο 2020. Επενδύσεις στη μηχανογραφική αναβάθμιση και υποστήριξη λειτουργιών με νέες τεχνολογίες, η κατασκευή και υποστήριξη σύγχρονων κέντρων διαλογής, καθώς και έκτακτες δαπάνες και επενδύσεις για την αντιμετώπιση των συνθήκων της πανδημίας, οδήγησαν σε αύξηση του πάγιου εξοπλισμού κατά μέσο όρο 11%.