Έχοντας αυξήσει κατά 5% έως 10% τις εκτιμήσεις της για τα καθαρά έσοδα των ελληνικών τραπεζών για το σύνολο του 2023, μετά και από την αλλαγή «πλεύσης» που σήμανε η Κριστίν Λαγκάρντ στο «καράβι» της Ευρωζώνης για τα επιτόκια, η Morgan Stanley, θέτει μια πιο bullish προοπτική για τον κλάδο, με τις αναθεωρημένες τιμές στόχοι να υποδηλώνουν ένα upside 4% - 12%.
Ο αμερικανικός οίκος είχε επισημάνει πως η δυνατότητα ενίσχυσης της δανειοδοτικής ικανότητας των τραπεζών θα αποτελέσει το βασικό «μοχλό» του «recovery story». Έτσι, σε ό,τι αφορά αυτό το σκέλος, σημειώνει ότι υπάρχουν θετικά δείγματα για τα δάνεια των νοικοκυριών. Τα καταναλωτικά δάνεια έχουν εισέλθει σε θετικό έδαφος από τον Αύγουστο του 2021, με βασικό «οδηγό» τα στεγαστικά, ενώ ο Δεκέμβριος του 2021 ήταν ο πρώτος μήνας οριακά θετικής έκδοσης νέων επιχειρηματικών δανείων (+3% σε ετήσια βάση).
Η Morgan Stanley, αποτιμά θετικά την αύξηση των στεγαστικών δανείων για την Eurobank, η οποία είναι η περισσότερο εκτεθειμένη σε αυτό το τμήμα που αντιστοιχεί στο 29% των δανειακών της χαρτοφυλακίων, έναντι 25% - 20% για την Alpha Bank και την Τράπεζα Πειραιώς. Επιπλέον, ενώ οι μακροοικονομικοί δείκτες όπως η βιομηχανική παραγωγή, ο σχηματισμός παγίου κεφαλαίου και ο δείκτης PMI παρουσιάζουν θετικές ανοδικές τάσεις, αυτό δεν έχει ακόμη μεταφραστεί σε ανάκαμψη της αύξησης των επιχειρηματικών δανείων.
Οι στόχοι που έχουν θέσει, οι ελληνικές τράπεζες υποδηλώνουν μια καθαρή αύξηση των δανειοδοτήσεων κατά 10 δισ. ευρώ έως το 2024. Με βάση το βασικό σενάριο του αμερικανικού οίκου, οι τράπεζες θα αυξήσουν τα δάνειά τους κατά 6 - 8 δισ. ευρώ, υποδηλώνοντας μέση ετήσια αύξηση CAGR, 5% - 6%.
Το «bull case» σενάριο κάνει λόγο για μέση ετήσια αύξηση κατά 7% - 9%, ήτοι 9-10 δισ. ευρώ. Η υπόθεση για χαμηλότερη αύξηση των δανειοδοτήσεων μεταφράζεται σε μια πιο ισχνή μέση αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους έως το 2024 σε σύγκριση με το guidance των τραπεζών, αλλά ευθυγραμμίζεται με το βασικό σενάριο, όπου επίσης ενσωματώνει μια μικρότερη πίεση στα καθαρά περιθώρια τόκων (NIM). Με τα δανειακά χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών να στρέφονται προς τα επιχειρηματικά στο 63% - 74% του συνόλου, η Morgan Stanley «βλέπει» την επιτάχυνση της αύξησης τους λόγω των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης τα επόμενα τρίμηνα ως ένα βασικό θετικό «καταλύτη».
Ο αμερικανικός οίκος θέτει παράλληλα το ερώτημα εάν τα NPLs των συστημικών τραπεζών μπορούν να συγκλίνουν στα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα (περίπου 2% - 3% έως το 2024), όπως υποδηλώνεται άλλωστε και από τους στόχους της Alpha (περίπου 2%) και Πειραιώς (κάτω από 3%). Πηγαίνοντας λίγο πίσω, το κατώτατο όριο για τα NPLs των ελληνικών τραπεζών ήταν περίπου 5% κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2007, το οποίο επίσης συνέπεσε με την κορύφωση του κύκλου του real estate και χαμηλού επιπέδου ανεργίας στο 7,5% περίπου.
Αυτό οδηγεί στην πιο συντηρητικό σενάριο για δείκτες NPEs περίπου στο 6% για τις ελληνικές τράπεζες έως το 2024, καθώς το «bull case» βασίζεται στο 4% - 5% δείκτες NPEs μέχρι το τέλος του 2024. Αυτό μεταφράζεται επίσης σε υψηλότερες εκτιμήσεις για το CoR του αμερικανικού οίκου έναντι των στόχων.
Ο οίκος αναγνωρίζει έναν αριθμό παραγόντων που θα πρέπει να υποστηρίζουν τα NPLs σε αυτόν τον κύκλο, συμπεριλαμβανομένου i) της απομόχλευσης στον κύκλο με χαμηλότερα επίπεδα χρέους των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, ii) πιο συντηρητικές δανειοδοτικές και πιο ενεργητικές πολιτικές διαχείρισης του χρέους iii) νέος Πτωχευτικός που τέθηκε σε ισχύ το 2021 και iv) ισχυρές μακροοικονομικές προοπτικές.
Παράλληλα, το ενδιαφέρον θα στραφεί και στον όποιο σχηματισμό NPLs που θα προκύψει τα επόμενα τρίμηνα καθώς λήγουν τα προγράμματα στήριξης που σχετίζονται με την πανδημία.
Το προτιμώμενο «play» στη Eurobank
Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, το προτιμώμενο «play» στο «story» ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας εντοπίζεται στη Eurobank. Όπως αναφέρει, η τράπεζα είχε καταγράψει τη μεγαλύτερη πρόοδο στο κομμάτι της εξυγίανσης του ισολογισμού της, με δείκτη NPE στο 7,3% περίπου και δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων, ROTE στο 7,4% περίπου. Με την εξυγίανση του ισολογισμού της να έχει καλυφθεί σε μεγάλο βαθμό, η Eurobank αντιμετωπίζει τις λιγότερο αντίξοες συνθήκες στο σκέλος των λειτουργικών εσόδων από μειώσεις NPEs, ενώ προσφέρει ανοδικά περιθώρια στη βάση της μακροοικονομικής ανάκαμψης. Με συνολικό δείκτη κεφαλαίου στο 15,4% στο εννεάμηνο του 2021, η Eurobank είναι η πρώτη από τις ελληνικές τράπεζες που εξετάζει με τον SSM την επανέναρξη της διανομής μερισμάτων κατά το 2023, κάτι που είναι πιθανό να αποτελέσει ένα θετικό «καταλύτη» για τη μετοχή.