Η φαρμακοβιομηχανία προσφέρει ως δωρεά τουλάχιστον ένα στα δυο κουτιά φαρμάκου, με την επιβολή του νόμου αλλά και προκειμένου να έχει τα φάρμακά του ο Έλληνας ασθενής, δήλωσε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), Ολύμπιος Παπαδημητρίου, στο πλαίσιο της εκδήλωσης του Συνδέσμου για την κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας, παρουσία του υπουργού Υγείας, Θάνου Πλεύρη.
Ο ίδιος σημείωσε ότι η συνθήκη αυτή εκλαμβάνεται από τους κρατούντες ως αδυναμία ή ως ένδειξη αντοχής για ακόμη μεγαλύτερη υπερφορολόγηση, υπογραμμίζοντας ότι η προβλεψιμότητα για τις επιχειρήσεις είναι πλήρως απούσα, ενώ η βιωσιμότητά τους ισορροπεί στην «κόψη του ξυραφιού».
«Η επιβολή ατεκμηρίωτου μεγέθους κλειστών προϋπολογισμών για τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη συμπλήρωσε μια δεκαετία -όπως και η θεσμοθέτηση του clawback- και η συνεισφορά της φαρμακοβιομηχανίας σε υποχρεωτικές επιστροφές όλα αυτά τα χρόνια έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα 10 δις Ευρώ. Tην τελευταία περίοδο έχει σε ετήσια βάση σχεδόν ισοφαρίσει τη συνεισφορά του δημοσίου για μια κοινωνική παροχή που είναι αποκλειστικά δημόσια. Εκτός από την παροχή φαρμάκων ασκούμε εξ ημισείας κοινωνική πολιτική με το κράτος», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Παπαδημητρίου τόνισε, ότι το πρόβλημα της υποχρηματοδότησης της δημόσιας υγείας είναι πολύ μεγάλο στη χώρα μας, με τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη ανά κεφαλή στην Ελλάδα να βρίσκεται σημαντικά χαμηλότερα από τον Ευρωπαϊκό Μέσο Όρο (στην Ελλάδα η Πολιτεία ξοδεύει πολύ λιγότερα χρήματα για το φάρμακο συγκριτικά με τις χώρες τόσο της Νότιας όσο και της Δυτικής Ευρώπης). Παράλληλα σημείωσε ότι, ενώ θεσπίστηκαν πολλά οριζόντια και πολλές φορές αντιφατικά μέτρα, απέτυχαν να ελέγξουν τη συνταγογράφηση και τη ζήτηση, με αποτέλεσμα η λύση του clawback να μεταβληθεί από δίχτυ ασφαλείας για την τήρηση του προϋπολογισμού σε εργαλείο χρηματοδότησης του συστήματος υγείας.
«Κουκούλωμα» της υπέρβασης το νέο μοντέλο διαπραγμάτευσης
Σύμφωνα με στοιχεία που παρέθεσε ο κ. Παπαδημητρίου, πέρυσι (2021) η εξωνοσοκομειακή κατανάλωση φαρμάκων αυξήθηκε κατά 10% και η νοσοκομειακή κατά 3% περίπου, αλλά η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη για τα χρόνια 2020-2021-2022 έμεινε αμετάβλητη. Αναγνώρισε, ωστόσο, ότι η εξαίρεση των εμβολίων από τη δαπάνη αποτελεί βήμα στη σωστή κατεύθυνση, το οποίο όμως δεν επαρκεί.
«Το clawback έχει παραταθεί μέχρι το 2025, και αναλώνεται περισσότερη φαιά ουσία από το υπουργείο υγείας για τον τρόπο επιμερισμού του παρά για τον περιορισμό του μεγέθους του. Την ίδια στιγμή προωθείται νομοθεσία για ακραίου χαρακτήρα διαπραγματεύσεις με στόχο τη μετατροπή της υπέρβασης σε έκπτωση που καταβάλλεται εκ των προτέρων και τελικά το «κουκούλωμα» της υπέρβασης με λογιστικά τεχνάσματα, ώστε να επιτευχθούν και οι σχετικοί στόχοι που έχουν συμπερηληφθεί στο RRF. Η πολιτεία δεν εννοεί να καταλάβει πως μείωση του clawback για τις επιχειρήσεις σημαίνει μείωση της υπερφορολόγησης που υφίστανται σήμερα και αγγίζει το 70% - πρωτοφανές επίπεδο – και όχι το πως θα τακτοποιηθεί ένα νούμερο στα λογιστικά του κράτους ενώ θα συνεχίσουν να καταλογίζονται θηριώδεις επιβαρύνσεις στις εταιρείες του χώρου του φαρμάκου», είπε ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ.
Δυσμενείς αλλαγές στο επενδυτικό clawback
Αναφορικά στο «επενδυτικό clawback», σημείωσε ότι η ένταξή στο πλαίσιο του RRF έφερε σημαντικές, δυσμενείς αλλαγές, πολλές από τις οποίες είναι αμφίβολο αν τις επέφερε το ίδιο το πλαίσιο ή αν ήταν επιλογές του υπουργείου Ανάπτυξης:
• Πλέον μόλις το ένα τέταρτο των υποβαλλόμενων δαπανών για κλινικές μελέτες μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να συμψηφιστεί με clawback ενώ παλαιότερα, θεωρητικά θα μπορούσε έως και το 100%.
• Όλα τα νέα προτζεκτ κλινικών μελετών που ξεκίνησαν στην περίοδο 2020-2021 είναι εκτός του νέου πλαισίου ανεξάρτητα αν συνεχίζονται στα επόμενα χρόνια.
• Καταργήθηκε ο επιμερισμός των κονδυλίων προς συμψηφισμό κατά 50%-50% μεταξύ των δαπανών Ε&Α και δαπανών επενδυτικών σχεδίων ανάπτυξης, γεγονός που εξασφάλιζε μια στοιχειώδη ισορροπία μεταξύ των δυο τομέων.
• Καταργήθηκε η δυνατότητα για τις αλλοδαπές μητρικές επιχειρήσεις να επενδύουν σε δαπάνες Ε&Α στην Ελλάδα απευθείας από το εξωτερικό και το ποσό αυτό να συμψηφίζεται με το clawback της θυγατρικής τους στην Ελλάδα.
«Για άλλη μια φορά ως χώρα δημιουργήσαμε ένα πλαίσιο για να προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις και το αθετήσαμε μέσα σε δυο χρόνια. Έτσι, δεν έρχονται επιπλέον κλινικές μελέτες – μια δραστηριότητα που είναι ο ορισμός της άμεσης ξένης επένδυσης (Foreign Direct Investment) όταν χρηματοδοτούνται από τις διεθνείς εταιρείες που έχουν και την μεγαλύτερη δραστηριότητα στον τομέα αυτόν. Η στήριξη της τοπικής φαρμακοβιομηχανίας είναι επιτακτική ανάγκη, αλλά είναι λάθος να γίνεται εις βάρος της διεθνούς, εφόσον είναι γνωστό πως το απαραίτητο για τον ασθενή φάρμακο δεν έχει πατρίδα.
Απαιτείται εδώ και τώρα ένα διαφορετικό πλαίσιο κινήτρων για τις κλινικές μελέτες σε σχέση με το clawback, πιθανόν με χρηματοδότηση από εθνικούς πόρους – όπως μας δείχνει και το επιτυχημένο παράδειγμα της Πορτογαλίας», υπογράμμισε ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ.
Επιπλέον επενδύσεις με ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις
Όπως επεσήμανε ο κ. Παπαδημητρίου, ο κλάδος του φαρμάκου είναι ένας κλάδος στρατηγικής σημασίας για τη χώρα μας με ισχυρό οικονομικό αποτύπωμα και πολλές αναπτυξιακές δυνατότητες.
Σε μια προσπάθεια να υποστηρίξει την προσέλκυση επενδύσεων στο χώρο του φαρμάκου, ο ΣΦΕΕ, υποστήριξε την κατάρτιση ενός εγχειριδίου προς υποψήφιους επενδυτές, από την εταιρεία Deloitte, με τίτλο “The Pharmaceutical Investment Handbook for Greece”. Είναι μια προσπάθεια να αναδειχθούν και να μεγιστοποιηθούν οι θετικοί παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη χώρα ώστε να υλοποιηθούν περισσότερες επενδύσεις στο χώρο του φαρμάκου. Η Ελλάδα θεωρείται ελκυστικός προορισμός για τους επενδυτές λόγω του σταθερού πολιτικού περιβάλλοντος και των θετικών οικονομικών προοπτικών. Διαθέτει ποιοτικές υποδομές, εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό σε χαμηλό κόστος και ώριμο οικοσύστημα καινοτομίας.
Ο πρόεδρος του Συνδέσμου τόνισε ότι οι επενδύσεις που υλοποιούν ή έχουν ανακοινώσει αρκετές φαρμακευτικές εταιρίες (Pfizer/digital hub στη Θεσσαλονίκη, Boehringer-Ingellheim, ΕΛΠΕΝ, DEMO κ.λπ.) , διεθνείς και Ελληνικές δείχνουν ότι υπάρχει έδαφος και διάθεση, σημειώνοντας ότι αν και η πολιτεία αναγνωρίσει την ασύμμετρη πίεση που ασκεί στον κλάδο και υλοποιήσει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και ρεαλιστική χρηματοδότηση θα ανοίξει ο δρόμος για πολύ περισσότερες επενδυτικές κινήσεις.