Υπό τη στενή παρακολούθηση των εποπτικών αρχών βρίσκεται ο πληθωριστικός κίνδυνος και οι επιπτώσεις του στον πιστωτικό κίνδυνο και στον κίνδυνο αποτίμησης στοιχείων ενεργητικού των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Στην κοινή έκθεσή τους για την εκτίμηση των κινδύνων που αντιμετωπίζει ο χρηματοπιστωτικός τομέας το 2022, οι τρεις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές (EBA, EIOPA και ESMA - ESAs) επισημαίνουν ότι οι κίνδυνοι παραμένουν αυξημένοι, με τους πιστωτικούς κινδύνους και τους κινδύνους αποτίμησης να παραμένουν ανησυχητικοί, σε συνδυασμό με αναδυόμενους κινδύνους, όπως συγκεκριμένα ο αντίκτυπος του αυξανόμενου πληθωρισμού. Όπως αναφέρουν, οι αποτιμήσεις σε ορισμένα τμήματα της αγοράς προκαλούν υψηλή ευαισθησία των χρηματοπιστωτικών αγορών σε οποιοδήποτε απροσδόκητο αρνητικό νέο. Επιπλέον, οι γεωπολιτικές εντάσεις έχουν αυξήσει περαιτέρω τον κίνδυνο στον κυβερνοχώρο. Ο κίνδυνος κυβερνοεπιθέσεων και οι συνέπειές τους παραμένει βασική ευπάθεια για τον χρηματοπιστωτικό τομέα της ΕΕ, ο οποίος πρέπει να ενισχύσει την ανθεκτικότητά του στον κυβερνοχώρο.
Ειδικότερα στον τραπεζικό τομέα, οι εποπτικές αρχές τονίζουν ότι η ποιότητα του ενεργητικού θα πρέπει να είναι αντικείμενο προσεκτικής διαχείρισης. Το μερίδιο των ταξινομημένων δανείων στο στάδιο 2 (σ.σ. στο stage 2 ταξινομούνται εξυπηρετούμενα πιστωτικά ανοίγματα για τα οποία έχει υπάρξει σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου σε σύγκριση με την αρχική αναγνώριση) στο πλαίσιο του Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου Αναφοράς (ΔΠΧΑ 9) ήταν 8,7% το γ΄τρίμηνο του 2021, σημαντικά υψηλότερο από πριν την πανδημία (6,8% το δ΄ τρίμηνο του 2019), ωστόσο, άρχισε να υποχωρεί αργά τα τελευταία τρίμηνα. Όσον αφορά στα δάνεια που υπόκεινται σε σχήματα εγγυήσεων του Δημοσίου ή βρίσκονται σε καθεστώς μορατόριουμ, αυξανόμενο μέρος τους ταξινομήθηκε στο στάδιο 2 ή ως μη εξυπηρετούμενα. Όπως επισημαίνουν οι επόπτες, και στις δύο αυτές κατηγορίες δανείων σημειώθηκε αύξηση στην ταξινόμηση δανείων στο stage 2, ειδικότερα στο 33,6% για τα δάνεια που βρίσκονται σε αναστολή πληρωμής (μορατόριουμ) και στο 20,1% για τα δάνεια που έχουν κρατικές εγγυήσεις. Ο όγκος των ληξιπρόθεσμων δανείων έχει επίσης αυξηθεί κατά 10% μεταξύ δ΄ τριμήνου 2020 και γ΄ τριμήνου 2021. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ορισμένους τομείς που επηρεάζονται περισσότερο από την πανδημία, όπως π.χ. τα καταλύματα και οι υπηρεσίες εστίασης, καθώς και η ψυχαγωγία και η αναψυχή, αυξήθηκε κατά την πανδημία, αλλά άρχισε να μειώνεται στο τελευταίο τρίμηνο του 2021. Συνδυαστικά με το μειούμενο μερίδιο των δανείων του σταδίου 2 και τον σταθεροποιητικό όγκο των ρυθμισμένων δανείων, οι ενδείξεις αυτές μπορεί να υποδεικνύουν ότι η επιδείνωση της ποιότητας ενεργητικού μπορεί να έχει αμβλυνθεί, συμπεριλαμβανομένων των τομέων που επηρεάζονται περισσότερο από την πανδημία. Απαιτεί, ωστόσο, συνεχή στενή παρακολούθηση υπό το πρίσμα των συνεχιζόμενων μεσοπρόθεσμων κινδύνων.
Η ευπάθεια των τραπεζών στον πληθωρισμό και η πιθανή αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων είναι δύο σημαντικοί παράγοντες για την αξιολόγηση του κινδύνου από τους επόπτες στο τρέχον οικονομικό περιβάλλον. Οι εποπτικές αρχές σημειώνουν ότι οι πληθωριστικές πιέσεις ενδέχεται να προκαλέσουν πρόσθετες μεσομακροπρόθεσμες προκλήσεις εάν μεταφραστούν σε υψηλότερα επιτόκια που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την εξυπηρέτηση του χρέους επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Επίσης τονίζεται ως σημαντικό για τις τράπεζες και τις εποπτικές αρχές να εξετάζουν τους κινδύνους που απορρέουν από δανεισμό για αγορά ακινήτων, καθώς και την πιθανότητα απότομης ανατιμολόγησης του κινδύνου στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι τράπεζες θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα νέα δάνεια που χορηγούν είναι κατάλληλης πιστωτικής ποιότητας, έχουν την κατάλληλη τιμολόγηση και διατηρούν συνετά πιστωτικά πρότυπα. Οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να αξιολογούν και να παρακολουθούν την ευαισθησία των τραπεζών στις κινήσεις των επιτοκίων και να εξετάζουν μέτρα για τον περιορισμό της ανάληψης υπερβολικού κινδύνου.
Η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ) δημοσίευσε προχθές και την ετήσια έκθεσή της για τις ελάχιστες απαιτήσεις για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL) των τραπεζών. Πρόκειται για το επίπεδο των κεφαλαίων επαρκούς ποιότητας που πρέπει να εκδίδουν οι τράπεζες σε εξωτερικούς επενδυτές και που αποσκοπούν στη δημιουργία «μαξιλαριών» που θα επιτρέψουν την απορρόφηση των ζημιών και την ανακεφαλαιοποίησή τους σε περίπτωση αποτυχίας, έτσι ώστε να ελαχιστοποιείται η χρήση κεφαλαίων του Δημοσίου για τη διάσωση των τραπεζών.
Η Έκθεση δείχνει πρόοδο στο κλείσιμο των ελλείψεων MREL, από τον Δεκέμβριο του 2020, η οποία προέρχεται κυρίως από τα μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα.
Ειδικότερα, αναφέρεται ότι 110 όμιλοι παρουσίασαν έλλειμμα 67,6 δις. ευρώ έναντι των στόχων MREL που είχαν οριστεί για τον Ιανουάριο του 2024 για τις περισσότερες από αυτές. Αυτό το ποσό είναι μειωμένο από 115 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2019 σε συγκρίσιμη βάση. Το έλλειμμα για άλλες τράπεζες και άλλα συστημικά σημαντικά ιδρύματα κάτω των 50 δισ. ευρώ παραμένει σε μεγάλο βαθμό σταθερό στα 30 δισ. ευρώ. Οι μικρότερες τράπεζες έχουν κάνει μικρότερη πρόοδο στο κλείσιμο του ελλείμματός τους και αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι σε αρκετές δικαιοδοσίες οι αποφάσεις MREL εκδόθηκαν το 2018 ή το 2019.
Όσον αφορά τον ενδιάμεσο στόχο του Ιανουαρίου 2022, το έλλειμμα ήταν περιορισμένο. Από τον Δεκέμβριο του 2020, όλα τα παγκόσμια συστημικά σημαντικά ιδρύματα είχαν ήδη επιτύχει τον ενδιάμεσο στόχο τους και μόνο 38 από τους 260 ομίλους εξυγίανσης είχαν έλλειμμα 13,3 δισ. ευρώ.
Όσον αφορά το εσωτερικό MREL – το οποίο επιτρέπει τη μεταβίβαση της ικανότητας απορρόφησης ζημιών από τη μητρική οντότητα σε θυγατρικές – μόνο 62 όμιλοι από ένα δείγμα 128 παρουσίασαν εσωτερικό έλλειμμα MREL ύψους 36 δισ. ευρώ.