Παρά την αστάθεια των τελευταίων δύο ετών, ως απόρροια της πανδημίας και προσφάτως της αύξησης του ενεργειακού κόστους, του κόστους κατασκευής και των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία, οι προσδοκίες για την ελληνική αγορά ακινήτων παραμένουν θετικές. Αφενός η διαφαινόμενη πολύ καλή πορεία του τουρισμού και αφετέρου η προοπτική για άμβλυνση της γεωπολιτικής αστάθειας σε εύλογο χρονικό διάστημα, συντηρούν τις θετικές μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προσδοκίες γεγονός που αποτυπώνεται στις αξίες και τις χαμηλές αναλογικά αποδόσεις των ακινήτων εισοδήματος. Αυτό αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδας σε σημείο της Έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δόθηκε χτες στη δημοσιότητα.
- Διαβάστε επίσης: TτΕ: Κόκκινα δάνεια, χαμηλή οργανική κερδοφορία και ποιότητα κεφαλαίων οι τρεις προκλήσεις για τις τράπεζες
Επίσης, όπως σημειώνεται, παρά το γεγονός ότι η σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για περιορισμό των προγραμμάτων χορήγησης άδειας διαμονής σε επενδυτές (χρυσή βίζα ή χρυσό διαβατήριο), ενδέχεται να επηρεάσει εν μέρει τη ζήτηση, εκτιμάται ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον θα παραμείνει έντονο ειδικά για συγκεκριμένες προνομιακές θέσεις στο λεκανοπέδιο της Αττικής και σε περιοχές με τουριστικά χαρακτηριστικά.
Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι οι τιμές απέχουν ακόμη σημαντικά από το ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί πριν τη δημοσιονομική κρίση. Με βάση το δείκτη τιμών διαμερισμάτων που καταρτίζει η Τράπεζα της Ελλάδος για το σύνολο της χώρας, η υψηλότερη τιμή του δείκτη παρατηρήθηκε το έτος 2008 (101,7) και στη συνέχεια ακολούθησε μία σταθερά καθοδική πορεία, για να καταγραφεί η χαμηλότερη τιμή το 2017 (59). Έκτοτε, ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων καταγράφει σταθερά ανοδική πορεία, ανερχόμενος σε 72,1 το 2021. Να σημειωθεί ότι το 2021 σημαντική αύξηση κατά 26,5% σημείωσαν οι επενδύσεις σε κατοικίες, ενώ οι άλλες κατασκευές επίσης αυξήθηκαν κατά 4,8%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ υπενθυμίζεται ότι ο ρυθμός αύξησης των τιμών των διαμερισμάτων επιταχύνθηκε το 2021 στο 7,1% σε ετήσια βάση, έναντι 4,5% το 2020. Μάλιστα, το δ΄ τρίμηνο του 2021 οι τιμές των διαμερισμάτων για το σύνολο της χώρας αυξήθηκαν κατά 9,1% συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2020. Για το 2021, υψηλότερο ετήσιο ρυθμό αύξησης των τιμών παρουσιάζουν τα νεόδμητα διαμερίσματα έναντι των παλαιών (ηλικίας άνω των πέντε ετών), όπου καταγράφηκαν αυξήσεις 7,4% και 6,9%, αντίστοιχα. Από την ανάλυση των στοιχείων κατά γεωγραφική περιοχή προκύπτει πως η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφηκε, για το σύνολο του 2021, στην Αθήνα (9,1%).
Όσον αφορά στο ευρύτερο μάκρο περιβάλλον, μεταξύ πολλών άλλων, σημειώνεται ότι η ελληνική οικονομία προβλέπεται το 2022 να συνεχίσει να αναπτύσσεται, αλλά με χαμηλότερο ρυθμό. Η έξαρση της οικονομικής αβεβαιότητας λόγω του υψηλού και επίμονου πληθωρισμού, αλλά και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, μετριάζει τις προσδοκίες των οικονομικών μονάδων και επηρεάζει αρνητικά τις αποφάσεις τους. Η κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά αν και η αρνητική επίδραση του πληθωρισμού στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών θα περιορίσει την αύξηση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης. Το αυξημένο κόστος παραγωγής και η χαμηλότερη κατανάλωση ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων και, μαζί με τη γενικευμένη αβεβαιότητα, να οδηγήσουν σε αναβολή ή και ματαίωση επενδυτικών αποφάσεων. Στον αντίποδα των αρνητικών αυτών παραμέτρων, το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) αναμένεται μέσα στο 2022 να χρηματοδοτήσει την υλοποίηση σημαντικών επενδυτικών έργων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, συμβάλλοντας θετικά στη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης.
Για το 2022, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών θα δεχθεί προκλήσεις λόγω της απόσυρσης των περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης, των πληθωριστικών πιέσεων και των γεωπολιτικών εξελίξεων που προκαλούν αβεβαιότητα στις καταναλωτικές και επενδυτικές αποφάσεις. Εντούτοις, υπάρχουν παράγοντες που εξακολουθούν να επιδρούν θετικά, γεγονός που αντανακλάται στο ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας που προβλέπεται για το 2022 και στην ενίσχυση της απασχόλησης από την ανθεκτικότητα μεμονωμένων κλάδων, όπως η οικοδομική δραστηριότητα και οι εξαγωγές.