Περίπου 10% πιο ακριβά θα πληρώνουν, κατά πως φαίνεται, οι Έλληνες την συνδρομητική τους τηλεόραση από την 1η Ιουλίου, δεδομένου ότι επανέρχεται το τέλος υπέρ του Δημοσίου που θα επιβαρύνει με επιπλέον 10% την αξία της συνδρομής, δηλαδή την τιμή συμπεριλαμβανομένου και του πάγιου τέλους που εισπράττεται υπέρ της επιχείρησης προ του φόρου προστιθέμενης αξίας..
Σύμφωνα με πληροφορίες, το οικονομικό επιτελείο δεν αποφάσισε την αναστολή του φόρου, ο οποίος είχε επιβληθεί για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2016 με τον νομό 4830/2021, ανεστάλη όμως με σχετική ρύθμιση από την 1η Οκτωβρίου 2020 έως και τα τέλη του τρέχοντος μήνα.
Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο ότι ο φόρος στην συνδρομητική θα βαρύνει τους καταναλωτές που διατηρούν συνδρομή στους εγχώριους παρόχους τηλεοπτικού συνδρομητικού περιεχομένου κι όχι σε διεθνείς πλατφόρμες που είναι διαθέσιμες στην χώρα μας, όπως Netflix, Disney+, Apple TV+, Amazon Prime κ.ά., δεδομένου ότι οι εν λόγω εταιρείες δεν διατηρούν παράρτημα στην χώρα μας με ελληνικό ΑΦΜ.
Αυτός είναι και ο λόγος οι εγχώριοι πάροχοι όλο το προηγούμενο διάστημα προχώρησαν σε συντονισμένες προσπάθειες ζητώντας την παράταση της αναστολής του τέλους έως και το 2023. Σε αυτό το πλαίσιο μάλιστα COSMOTE, VODAFONE και NOVA – WIND, δια μέσου της Ένωσης Εταιρειών Κινητής Τηλεφωνίας, απέστειλαν επιστολή στην ελληνική κυβέρνηση, χωρίς όμως κάποια επιτυχία, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι η εν λόγω πολιτική στρεβλώνει τον ανταγωνισμό.
«Όλες οι διεθνείς πλατφόρμες τυγχάνουν φορολογικής ασυλίας την ώρα που στους εγχώριους παρόχους επιστρέφει το τέλος υπέρ του Δημοσίου και μάλιστα σε μια περίοδο που οι καταναλωτές έρχονται αντιμέτωποι με πολλαπλές ανατιμήσεις. Με τον τρόπο αυτό ή η συνδρομητική τηλεόραση θα μετατραπεί σε είδος πολυτελείας ή οι νέοι συνδρομητές θα στραφούν στις διεθνείς εταιρείες» ανέφερε στέλεχος της εγχώριας τηλεπικοινωνιακής αγοράς μιλώντας στο insider.gr. «Κι αυτό την ώρα που η εγχώρια συνδρομητική τηλεόραση υπόκειται σε ΦΠΑ 24%, Τέλη Άδειας Δορυφορικής Τηλεόρασης 3% επί του ετήσιου τζίρου, Τέλος υπέρ ΕΔΟΕΑΠ 2% επί του ετήσιου τζίρου και εισφορά υπέρ οργανισμών συλλογικής διαχείρισης πνευματικών δικαιωμάτων και πάλι επί του ετήσιου τζίρου» όπως επισημαίνει.
Σύμφωνα με κύκλους της αγοράς, συνολικά υπολογίζεται πως στην τελική τιμή που πληρώνει ένας συνδρομητής κάθε μήνα, περίπου το 30% αντιστοιχεί σε φόρους, ποσοστό που θα προσεγγίσει το 40% όταν επιστρέψει το τέλος υπέρ του Δημοσίου. «Οι εν λόγω επιβαρύνσεις δημιουργούν συνθήκες μη υγιούς ανταγωνισμού, για τις ελληνικές πλατφόρμες οπτικοακουστικού περιεχομένου Over the Top, αφού καλούνται να προχωρήσουν σε γενναίες επενδύσεις για να προσφέρουν περιεχόμενο εξίσου ανταγωνιστικό με αυτό των ξένων παρόχων που δεν επιβαρύνονται το ίδιο φορολογικά» συμπληρώνουν.
Το νέο θα είναι δυσάρεστο τόσο για τους παρόχους όσο και για τους συνδρομητές, όχι όμως και για τα δημόσια έσοδα, αφού οι εγχώριοι πάροχοι αριθμούν συνολικά πάνω από 1,1 εκατ. συνδρομητές, βάσει των τελευταίων στοιχείων της ΕΕΤΤ.
Αυτός είναι ίσως και ο λόγος που ως πιθανό σενάριο εξυγίανσης της αγοράς δεν αποκλείεται η επιβολή οικονομικών υποχρεώσεων και σε ξένους παρόχους. Να θυμίσουμε ότι όπως επεσήμανε σε πρόσφατη απάντηση κοινοβουλευτικής ερώτησης, ο αρμόδιος υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, Γιάννης Οικονόμου, η Ελλάδα έχει την δυνατότητα να επιβάλλει οικονομικές υποχρεώσεις σε ξένους παρόχους που διαθέτουν υπηρεσίες κατά παραγγελία βίντεο στα ελληνικά, μετά και την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας 2018/1808. Οι εν λόγω υποχρεώσεις βέβαια προβλέπουν ετήσια συνεισφορά της τάξης του 1,5% επί του κύκλου εργασιών των διεθνών παρόχων από τη δραστηριότητα στην Ελλάδα, με στόχο είτε την παραγωγή ελληνικού οπτικοακουστικού περιεχομένου είτε την αγορά δικαιωμάτων σε ελληνικά οπτικοακουστικά έργα που δεν έχουν ακόμη κυκλοφορήσει, ενώ στις υποχρεώσεις αυτές περιλαμβάνονται κι εξαιρέσεις, αν για παράδειγμα οι πάροχοι έχουν μικρό μερίδιο στην αγορά ή χαμηλό τζίρο. Αντίστοιχα ωστόσο, η κυβέρνηση έχει το δικαίωμα μετά και την συμφωνία που υπεγράφη τον περασμένο Οκτώβριο με τον ΟΟΣΑ, να επιβάλει φορολογικό συντελεστή 15% στην κερδοφορία των πολυεθνικών επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση των ξένων παρόχων υπηρεσιών streaming, αρχής γενομένης από την 1η Ιανουαρίου 2023.