Αντοχές και ικανοποιητική επάρκεια κεφαλαίων παρά τη δραστική μείωση των κόκκινων δανείων, έχουν επιδείξει οι τέσσερις συστημικές τράπεζες. Ωστόσο, αν και σημαντικά πάνω από τα ελάχιστα απαιτούμενα όρια, ο δείκτης των κύριων βασικών εποπτικών κεφαλαίων τους παραμένει χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε την περασμένη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Σύμφωνα με τα συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία της ΕΚΤ για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα με ημερομηνία αναφοράς την 31η Μαρτίου 2022, ο μεσοσταθμικός δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (“CET 1 ratio”) διαμορφώθηκε σε 15,15% (31/3/2021: 15,68%) και ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (“return on equity”) σε 1,39% (31/3/2021: 1,87%).
Σημειώνεται ότι τα στοιχεία της ΕΚΤ αναφέρουν επίσης ότι το συνολικό ενεργητικό των πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυξήθηκε κατά 3,42% και διαμορφώθηκε σε 31,71 τρισ. ευρώ (31/3/2021: 30,45 τρισ. ευρώ). Την ίδια χρονική περίοδο, ο δείκτης δανείων σε καθυστέρηση μειώθηκε κατά 0,54% και διαμορφώθηκε σε 1,96% (31/3/2021: 2,5%).
Οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες ανάλωσαν κεφάλαια προκειμένου να μειώσουν κατακόρυφα μέσα στην τελευταία διετία τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους και να διαμορφώσουν τον δείκτη NPE στο 6,8% στο τέλος του α΄ εξαμήνου 2022. Η καθολική κατάκτηση μονοψήφιου δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ/NPE) ήρθε ένα εξάμηνο νωρίτερα από την καταληκτική προθεσμία που είχαν θέσει ως στόχο οι τράπεζες (τέλος 2022)
και πλέον στόχος είναι μέσα στην επόμενη διετία η σύγκλιση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Το τέρμα της διαδρομής αναμένεται το αργότερο το 2024, ενώ για τις τράπεζες που προηγήθηκαν στη μείωση του δείκτη ΜΕΑ κάτω του 10% ήδη από το 2021 (πρώτη το κατάφερε η Eurobank και ακολούθησε η Εθνική), η σύγκλιση του δείκτη με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο θα έρθει νωρίς το 2023.
Έχοντας επισημάνει στο παρελθόν την ανάγκη βελτίωσης της ποιότητας των κεφαλαίων τους στα οποία είναι αναλογικά μεγάλη η συμμετοχή κεφαλαίων από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις, στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2021 – 2022 η ΤτΕ αναφέρει ότι στο α΄ τρίμηνο 2022 οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας εμφάνισαν μικρή μείωση, ωστόσο παραμένουν σε ικανοποιητικό επίπεδο.
Σύμφωνα με όσα έδειξαν οι τράπεζες στα αποτελέσματα του α΄ εξαμήνου 2022, διαπιστώνονται τα εξής:
*με σειρά ανακοίνωσης αποτελεσμάτων
Η Eurobank είχε στο τέλος του α΄ εξαμήνου Δείκτη συνολικής κεφαλαιακής επάρκειας 17,0%, αυξημένο κατά 140 μ.β. σε ετήσια βάση από το α΄ εξάμηνο 2021 (15,6%). Ο Δείκτης FL CET1 (κύρια βασικά εποπτικά κεφάλαια με πλήρη εφαρμογή των απαιτήσεων της Βασιλείας ΙΙΙ) ανήλθε σε 14,0%, αυξημένος κατά 190 μ.β. έναντι του α΄ εξαμήνου 2021 (12,1%).
Στην Εθνική Τράπεζα ο δείκτης CET1 και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας μετά την πλήρη εφαρμογή του ΔΛΠΧ9 διαμορφώθηκαν σε 15,0% και 16,1% αντίστοιχα, υποστηριζόμενοι από την οργανική κερδοφορία της Τράπεζας (+50μ.β.), η οποία απορρόφησε την αύξηση των σταθμισμένων στοιχείων του Ενεργητικού λόγω των υψηλών εκταμιεύσεων δανείων στο τρίμηνο (-30μ.β.) και τις αυξημένες αναταράξεις στις αγορές ομολόγων που επηρεάζουν μερικώς την αποτίμηση ομολόγων σε εύλογη αξία μέσω των λοιπών συνολικών εσόδων.
Η οριστικοποίηση της στρατηγικής συνεργασίας με την EVO Payments, η οποία αναμένεται το δ’ τρίμηνο 2022, θα ενισχύσει τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας περαιτέρω κατά 60 μ.β. περίπου, διαμορφώνοντας το δείκτη CET1 και το Συνολικό Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας μετά την πλήρη εφαρμογή του ΔΛΠΧ9 σε 15,6% και 16,7% αντίστοιχα.
Στην Alpha Bank ο Δείκτης Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1, με πλήρη εφαρμογή της Βασιλείας ΙΙΙ (FL CET1), διαμορφώθηκε σε 11,7% (από 10,9% στο τέλος Μαρτίου 2022), λαμβάνοντας υπόψη τη θετική επίπτωση στα Σταθμισμένα για τον Κίνδυνο Στοιχεία του Ενεργητικού (RWAs) από συναλλαγές, σύμφωνα με τον επιχειρησιακό σχεδιασμό. Στο τέλος Ιουνίου 2022, η Κεφαλαιακή βάση ανήλθε σε 5,4 δισ. ευρώ, ενώ ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας (Total Capital Ratio) ανήλθε σε 15,1%, αυξημένος κατά 10 μονάδες βάσης σε τριμηνιαία βάση.
Η αύξηση προέκυψε από τη θετική επίπτωση κατά 26 μονάδες βάσης από συναλλαγές και κατά 22 μονάδες βάσης από την οργανική κερδοφορία του τριμήνου, τα οποία αντισταθμίστηκαν μερικώς από την αρνητική επίπτωση κατά 3 μονάδες βάσης από το χαμηλότερο αποθεματικό των ομολόγων, που αποτιμώνται στην εύλογη αξία και καταχωρούνται στην Καθαρή Θέση (FVOCI), την αρνητική επίπτωση κατά 9 μονάδες βάσης από την εφαρμογή της απόσβεσης των φορολογικών απαιτήσεων, καθώς και -12 μονάδες βάσης από την αύξηση των Σταθμισμένων για τον Κίνδυνο Στοιχείων του Ενεργητικού, ενώ αρνητική ήταν η επίπτωση κατά 11 μονάδες βάσης από λοιπά εποπτικά στοιχεία.
Λαμβάνοντας υπόψη τη θετική επίπτωση στα Σταθμισμένα για τον Κίνδυνο Στοιχεία του Ενεργητικού (RWAs), που εκτιμάται ότι θα προκύψει από τις συναλλαγές, ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας (Total Capital Ratio) του Ομίλου διαμορφώνεται σε 16%.
Ο αντίστοιχος Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας με πλήρη εφαρμογή της Βασιλείας ΙΙΙ ανήλθε τον Ιούνιο 2022 σε 13,9% ή σε 14,7%, λαμβανομένης υπόψη της προαναφερθείσας θετικής επίπτωσης των RWAs.
Στην Τράπεζα Πειραιώς ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας fully loaded Common Equity Tier 1 (CET1) του Ομίλου διαμορφώθηκε στο 9,5% στο τέλος Ιουνίου 2022, ενώ σε επίπεδο pro-forma ο δείκτης διαμορφώθηκε στο 10,2%, έχοντας απορροφήσει όλο το κόστος της εξυγίανσης του χαρτοφυλακίου NPEs. O συνολικός δείκτης κεφαλαίων διαμορφώθηκε στο 15,8% (pro-forma στο 16,7%), υψηλότερα από τις συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις.