Τα αποτελέσματα για την χρήση του πρώτου εξαμήνου ανακοίνωσε η Interlife Ασφαλιστική, με τα καθαρά έσοδα να σημειώνουν πτώση κατά 50% στα 18,953 εκατ. ευρώ από 38,326 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περυσινή περίοδο και η εταιρεία να εμφανίζει ζημιές μετά φόρων της τάξης των 12,571 εκατ. ευρώ στο εξάμηνο του 2022 σε σχέση με κέρδη μετά φόρων ύψους 10,471 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περυσινή περίοδο.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας, τα έσοδα από δουλευμένα μικτά ασφάλιστρα και συναφή έσοδα διαμόρφωσαν μεν άνοδο στα 37,86 εκατ. ευρώ έναντι 33,95 εκατ. την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, τα καθαρά δουλευμένα ασφάλιστρα διαμορφώθηκαν σε 34,86 εκατ. ευρώ έναντι 31,58 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, αλλά η εταιρεία εμφάνισε ζημιές ύψους 18,89 εκατ. ευρώ από αποτίμηση χρηματοοικονομικών στοιχείων έναντι κερδών ύψους 2,231 εκατ. ευρώ πέρυσι.
Όπως ανακοίνωσε η εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών, η εταιρεία «αύξησε την Παραγωγή Μικτών Δεδουλευμένων Ασφαλίστρων κατά 11,56%.
Επιπλέον, η σχέση συμμετοχής στην Παραγωγή Ασφαλίστρων μεταξύ των Εγγεγραμμένων Ασφαλίστρων του κλάδου Αστικής Ευθύνης Οχημάτων και των Λοιπών Κλάδων κατά Ζημιών, διαμορφώθηκε σε 54%/46% (έναντι 57%/43% για το αντίστοιχο διάστημα του έτους 2021).
Ο πόλεμος της Ουκρανίας και ο υψηλός πληθωρισμός παγκοσμίως, σε συνδυασμό με την αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες τόσο της Ευρωπαϊκής
Ένωσης όσο και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, δημιούργησαν το παράδοξο στις αγορές παγκοσμίως να δέχονται ισχυρότατες πιέσεις τόσο τα ομόλογα όσο και οι μετοχές, με αποτέλεσμα την υψηλή μεταβλητότητα για ιδιαίτερα μακρά περίοδο.
Αποτέλεσμα αυτού ήταν η πτώση του χαρτοφυλακίου των χρηματοοικονομικών στοιχείων κατά 10,25% κατά τη διάρκεια του εξαμήνου καταγράφοντας απώλειες ύψους 16.714.437 € ενώ το συνολικό επενδυτικό αποτέλεσμα ήταν ζημίες ύψους 16.296.425 €.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό της απώλειας είναι κατά πολύ μικρότερο του συνδυασμένου δείκτη αναφοράς. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η διοίκηση της Εταιρείας, με τη συνδρομή της Επιτροπής Επενδύσεων, αύξησε σημαντικά το ποσοστό των διαθεσίμων στο 33% επί του συνόλου του επενδυτικού
χαρτοφυλακίου (και στο 35,36% μετά το look through των αμοιβαίων κεφαλαίων).