Ισχυρές αντιστάσεις στη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων και στο γ΄ τρίμηνο του έτους, επέδειξαν τα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών.
Παρά τις επιπτώσεις του πληθωρισμού στο διαθέσιμο εισόδημα και της ανόδου των επιτοκίων, η κουλτούρα πληρωμών που χτίστηκε την τελευταία διετία διατηρείται αλώβητη και η πληρωμή της δόσης του δανείου είναι πλέον προτεραιότητα για τους δανειολήπτες. Την ίδια στιγμή, τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης προχωρούν σε πιο βιώσιμες ρυθμίσεις, μέσω των οποίων προσδοκούν την εξυγίανση προβληματικών δανείων, ύψους 10 – 15 δισ. ευρώ, τα οποία θα μπορέσουν να επιστρέψουν υγιή στο τραπεζικό σύστημα μέσα στα επόμενα 2 -3 χρόνια.
Αν και σε αυξημένη επιφυλακή, οι τραπεζίτες παραμένουν αισιόδοξοι για την ανθεκτικότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων και τη συγκράτηση νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Και αυτό, διότι παρά τις προκλήσεις του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, ακόμη και σε πρώιμους δείκτες των NPLs, όπως οι μικρές καθυστερήσεις σε στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, στα πρώτα δηλαδή δάνεια που επηρεάζονται σε μια κρίση, δεν καταγράφονται ανησυχητικά στοιχεία.
Στο πρόσφατο συνέδριο του Economist, οι τραπεζίτες στοιχειοθέτησαν την αισιοδοξία τους για την συγκράτηση των νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, όχι μόνο και στο τελευταίο τρίμηνο του 2022, αλλά και το 2023.
Όπως εκτίμησαν, το ότι δεν θα υπάρξει νέο κύμα NPLs στηρίζεται σε μια σειρά συνθηκών.
α) Τα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων έχουν μειωθεί σημαντικά ως ποσοστό στο ΑΕΠ της χώρας. Το ιδιωτικό χρέος που βρίσκεται στους ισολογισμούς των τραπεζών έχει μειωθεί από τα 250 δισ. ευρώ το 2008 σε 110 δισ. ευρώ στο τέλος του 2021 και από το 103% του ΑΕΠ, αντιστοιχεί πλέον στο 60% του ΑΕΠ. Τα στεγαστικά δάνεια αντιπροσωπεύουν το 17% του ΑΕΠ από 32% το 2008 και τα καταναλωτικά το 4% από 16% το 2008. Αυτό έχει συμβεί, καταρχάς γιατί οι τράπεζες μεταβίβασαν το προβληματικό κομμάτι του χαρτοφυλακίου τους σε οχήματα τιτλοποίησης μέσω του προγράμματος «Ηρακλής», μεταφέροντας ουσιαστικά εκτός ισολογισμού ένα μεγάλο κομμάτι δανεισμού. Παράλληλα, τα ελληνικά νοικοκυριά και σε μικρότερο βαθμό οι επιχειρήσεις ήταν απρόθυμες να πάρουν νέα δάνεια τα τελευταία χρόνια, λόγω της υψηλής αβεβαιότητας. Συνεπώς σήμερα τα δάνεια που έχουν χορηγήσει οι τράπεζες αντιπροσωπεύουν μικρότερο κομμάτι της οικονομίας, και μάλιστα αντιπροσωπεύουν το πιο υγιές και ανθεκτικό μέρος της.
β) Η «πάλη» του επιχειρηματικού κόσμου της χώρας με την κρίση των προηγουμένων ετών, έχει προσδώσει εμπειρία, αλλά και ανθεκτικότητα στις επιχειρήσεις. Οι ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν κατορθώσει να επιβιώσουν μετά από μια δεκαετή κρίση χρέους και μετά την κρίση της πανδημίας είναι εξαιρετικά ανθεκτικές, προσαρμοστικές και με υγιείς ισολογισμούς. Ακόμα και μικρομεσαίες εταιρίες έχουν επίπεδα καθαρού δανεισμού που δεν ξεπερνούν τις 3 με 4 φορές το EBITDA – που σημαίνει ότι τα δάνεια αυτά θα μπορούν να εξυπηρετηθούν, ακόμη και σε μια συρρίκνωση των περιθωρίων κερδοφορίας που αναπόφευκτα θα δούμε τους επόμενους μήνες λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους.
γ) Η ελληνική οικονομία αναμένεται να έχει, παρά τις αντιξοότητες, καλύτερη επίδοση από την υπόλοιπη Ευρωζώνη, με εκτιμώμενη άνοδο του ΑΕΠ άνω του 6% φέτος και 2-3% το 2023. Βασικοί μοχλοί ανάπτυξης αποτελούν η ισχυρή ώθηση από τον τουρισμό, η μικρότερη εξάρτηση σε ενέργεια προερχόμενη από τη Ρωσία, αλλά και τα σημαντικά κονδύλια που αναμένονται από ευρωπαϊκά προγράμματα και κινούνται στα 86 δισ. ευρώ
Την ίδια στιγμή, και οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα καταγράφουν εκρηκτική άνοδο, φτάνοντας στα 4,8 δισ. ευρώ το 2022 (+70% σε ετήσια βάση), με τις ΑΞΕ στο πεντάμηνο του 2022 να έχουν φτάσει στα 3,5 δισ.
δ) Η ελληνική κυβέρνηση, με τη συνδρομή των αυξημένων φορολογικών εισόδων έχει προβεί σε σημαντική επιδότηση του ρεύματος σε νοικοκυριά αλλά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα το 90% της αύξησης του ρεύματος να μην έχει περάσει στα νοικοκυριά. Ανάλογη υποστήριξη θα δοθεί και στους λογαριασμούς φυσικού αερίου τους επόμενους μήνες, και το σημαντικό είναι ότι ένα μεγάλο μέρος του κόστους χρηματοδοτείται από το ταμείο ενεργειακής μετάβασης και όχι από τον κρατικό προϋπολογισμό.
ε) Τέλος, οι ελληνικές τράπεζες είναι πολύ καλύτερα προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν άμεσα ένα δυνητικό κύμα ΝPLs και συνεργάζονται με servicers που διαθέτουν μεγάλη τεχνογνωσία, ώστε σήμερα ακόμα και δάνεια με μερικές μέρες καθυστέρησης μεταφέρονται άμεσα στους διαχειριστές για επικοινωνία και εξεύρεση λύσης με τον πελάτη.