Την αλλαγή του επιχειρηματικού κλίματος και τις ευνοϊκές επενδυτικές προοπτικές της Ελλάδας που διαφοροποιείται θετικά εν μέσω της αντίξοης διεθνούς συγκυρίας, επεσήμαναν στους επενδυτές στο Λονδίνο, μιλώντας στο Ελληνικό Επενδυτικό Συνέδριο που συνδιοργανώνουν το Ελληνικό Χρηματιστήριο και η Morgan Stanley, οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι των τεσσάρων συστημικών τραπεζών.
Καθώς η γεωπολιτική αστάθεια ρίχνει τη σκιά της στη μακροοικονομική εικόνα σε παγκόσμιο επίπεδο, η ελληνική οικονομία σημείωσε ισχυρές επιδόσεις και βρίσκεται σε ευνοϊκότερη θέση να διαχειριστεί εξωτερικούς κλυδωνισμούς, τόνισαν οι Έλληνες τραπεζίτες. Για το 2022, η ελληνική οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ανάπτυξη της τάξεως ή και υψηλότερα του 6%, ενώ το 2023 το ελληνικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,8% ή ακόμα και 2%,τρεις φορές πάνω από το μέσο όρο στην ευρωζώνη. Παράλληλα, η αναμενόμενη επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα από το νέο έτος (προβλέπεται πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ) και η αξιοσημείωτη πτώση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ την διετία 2022 και 2023 (ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αποκλιμακωθεί από 194,5% το 2021 σε 169,1% το 2022 και περαιτέρω σε 161,6% το 2023) εκτιμάται ότι θα μειώσουν τον κίνδυνο χώρας και λειτουργούν ως κίνητρο για την προσέλκυση επενδύσεων.
Όπως είπαν οι τραπεζίτες, οι επενδύσεις που αναμένεται να πραγματοποιηθούν, πρωτίστως στο πλαίσιο υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, θα αποτελέσουν τον κινητήριο μοχλό της οικονομικής μεγέθυνσης το 2023. Οι τραπεζίτες αναφέρθηκαν στην αξιοσημείωτη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος την τελευταία τριετία. Με βάση την έκθεση του Economist Intelligence Unit, η Ελλάδα αναφέρεται ως η πιο βελτιωμένη χώρα μεταξύ 82 οικονομιών, κινούμενη ανοδικά κατά 16 θέσεις στη σχετική κατάταξη.
Επιπλέον, η κατάταξη της χώρας μας στον δείκτη διεθνούς φορολογικής ανταγωνιστικότητας βελτιώθηκε κατά τέσσερις θέσεις το 2021, καταλαμβάνοντας την 29η θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Οι Έλληνες τραπεζίτες έδωσαν έμφαση στην ισχυρή ανοδική δυναμική που παρουσιάζουν οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ), οι οποίες αναμένεται να καταγράψουν νέο ιστορικό υψηλό το 2022, ξεπερνώντας την επίδοση του 2021 που ήταν η υψηλότερη των τελευταίων 20 ετών ως ποσοστό του ΑΕΠ (2,9%).
Αναφερόμενοι στις αναπτυξιακές προοπτικές, οι τραπεζίτες σημείωσαν την σημαντική εισροή επενδυτικών κεφαλαίων που αναμένεται το 2023, τόσο μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, όσο και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Σύμφωνα με το Προσχέδιο Κρατικού Προϋπολογισμού 2023, προβλέπεται για το επόμενο έτος η διάθεση πόρων του ΠΔΕ ύψους 8,3 δισ. ευρώ, ενώ από το Ταμείο Ανάκαμψης η Ελλάδα αναμένεται να εισπράξει το 2023 συνολικά 5,6 δισ. ευρώ (3,5 δισ. με την μορφή επιδοτήσεων και 2,1 δισ. ευρώ με την μορφή δανείων). Ο συνολικός προϋπολογισμός των 372 έργων που έχουν ενταχθεί, μέχρι στιγμής, στο σκέλος των επιδοτήσεων του Εθνικού Σχεδίου ανέρχεται σε 13,5 δισ. ευρώ. Όσον αφορά στο δανειακό σκέλος, μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, είχαν υποβληθεί 210 επενδυτικά σχέδια συνολικού προϋπολογισμού 8,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 112 προέρχονται από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ενώ η συμμετοχή του τραπεζικού τομέα αντιστοιχεί στο 1/3 του προϋπολογισμού (2,7 δισ. ευρώ).
Το 2022 θα είναι η πρώτη χρονιά μετά το 2009 που οι νέες ακαθάριστες επενδύσεις παγίων θα ξεπεράσουν τις αποσβέσεις και το κεφαλαιακό απόθεμα θα αυξηθεί, τόνισαν οι Έλληνες τραπεζίτες, επισημαίνοντας ότι πλέον η κλαδική διάρθρωση των επενδύσεων έχει αρχίσει να αλλάζει προς όφελος δραστηριοτήτων υψηλότερης γνώσης και προστιθέμενης αξίας. Όπως είπαν, τομείς που θα προσελκύσουν επενδύσεις και που σταδιακά αλλάζουν το υπόδειγμα ανάπτυξης της χώρας είναι αυτοί των υποδομών, real estate, και αστικών αναπλάσεων, της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών και της ψηφιακής αναβάθμισης, του τουρισμού και της βιομηχανίας.
Οι CEOs αναφέρθηκαν και στην πρόοδο που έχουν σημειώσει οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες, επιτυγχάνοντας δραστική μείωση των κόκκινων δανείων τους την τελευταία διετία και κινούμενες πλέον σε μονοψήφιους δείκτες NPE που θα συγκλίνουν στον μέσο ευρωπαϊκό όρο το 2024. Μίλησαν για την βελτίωση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος, την ικανότητά του να αυξήσει την πιστωτική του επέκταση παρά την διεθνή κρίση, τον μετασχηματισμό του, την διατήρηση ισχυρής κεφαλαιακής θέσης και την παραγωγή κερδοφορίας.