Παρότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν υπεραποδώσει έναντι των ευρωπαϊκών τραπεζών κατά περίπου 25% από τις αρχές του έτους, αντανακλώντας κυρίως την ισχυρή δυναμική ανάκαμψης μετά τη ριζική εξυγίανση των ισολογισμών τους, εξακολουθούν να παραμένουν εκτός των «ραντάρ» των περισσότερων χαρτοφυλακίων, εξαιτίας του γεγονότος και των ανησυχιών που εγείρονται πως ενδέχεται να είναι πιο επιρρεπείς σε ένα σκηνικό πτώσης και κατάρρευσης, όπως αποτυπώθηκε στην προηγούμενη κρίση.
Αυτό επισημαίνει ο Alfredo Alonso, αναλυτής της Deutsche Bank υπεύθυνος για τις ελληνικές τράπεζες, τονίζοντας ωστόσο πως οι τέσσερις συστημικές θα μπορούσαν να διαμορφώσουν ένα αντίστροφο μότιβο από το ανωτέρω, καθώς έχουν ήδη αντιμετωπίσει μια μεγάλη αναδιάρθρωση και έχουν πλέον μια πιο στέρεα βάση (ειδικά η Εθνική Τράπεζα και η Eurobank) ενώ η εγχώρια οικονομία έχει επιδείξει μια σημαντική δυναμική υποστηριζόμενη και από την σταθερή κυβέρνηση.
Η Deutsche Bank επιβεβαιώνει την άποψή της ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν πρέπει να αγνοούνται πλέον από τους επενδυτές, αν και η σχετικά μικρή κεφαλαιοποίησή τους τις καθιστά ελαφρώς λιγότερο προσιτές για τα μεγάλα funds που μπορούν να επενδύσουν σε αυτές.
Τα αυξανόμενα επιτόκια ενίσχυσαν τα καθαρά έσοδα από τόκους και, παρά το γεγονός ότι είναι πιθανότατα πιο βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα από ό,τι σε άλλες χώρες (ταχύτερη ανατιμολόγηση των δανειακών χαρτοφυλακίων), η αύξηση του όγκου αποτελεί τον ξεκάθαρο νικητή και έναν σπάνιο «μοχλό» στην υπόλοιπη Ευρώπη, υποστηρίζοντας έτσι συνολικά τα έσοδα. Το κόστος χρηματοδότησης (τόσο από τις καταθέσεις όσο και από την χονδρική) θα μπορούσε να είναι ο κύριος «μοχλός» για μια ήπια σταθεροποίηση μέχρι το 2024. Συνεπώς, οι συνολικές επιδόσεις τους αναμένεται να συνεχίσουν να βελτιώνονται εξαιτίας της συνολικής ισχύος των εσόδων, του ελέγχου του κόστους (ακόμη στηριζόμενο από τα περαιτέρω αποτελεσματικά μέτρα) και, ιδιαίτερα, τον σχετικά περιορισμένο αντίκτυπο στις προβλέψεις χάρη στην ανθεκτική ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών.
Oι φόβοι για ένα χτύπημα εν μέσω μιας οικονομικής ύφεσης φαίνεται να αποτελούν την κύρια προειδοποίηση των επενδυτών προς τις ελληνικές τράπεζες, αλλά η Deutsche Bank διαπιστώνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της εξυγίανσης είτε έχει ολοκληρωθεί, είτε βρίσκεται σε μια «τροχιά» προς αυτό το στάδιο. Με μονοψήφιους δείκτες NPEs για τον κλάδο, ο γερμανικός οίκος εκτιμά ότι οι πιθανές αντιξοότητες στην οικονομία αναμένεται να οδηγήσουν σε ελαφρώς χειρότερες προβλέψεις από τις τελευταίες εκτιμήσεις του (αύξηση κατά 11% περίπου το 2022 και κατά 7% περίπου το 2023 - 24 αντίστοιχα, οδηγώντας σε σε ένα κόστος κινδύνου (CoR) στις 65 μονάδες βάσης το 2024). Αυτό φαίνεται διαχειρίσιμο, με έναν περιορισμένο κίνδυνο, ειδικά για τις τράπεζες με υψηλότερα επίπεδα κάλυψης (Εθνική Τράπεζα και Eurobank).
Οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας παραμένουν ισχυρές – υψηλότερες από ό,τι στις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες – υποστηριζόμενες από τη σταθερή τουριστική ανάκαμψη το 2022 και την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με τη ζήτηση ωστόσο να είναι πιθανό να επιβραδυνθεί ως αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών, την πίεση από ενεργειακό κόστος και το γενικότερο κλίμα οικονομικής αβεβαιότητας. Σε γενικές γραμμές, το σχέδιο προβλέπει επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις συνολικού ύψους άνω των 30 δισ. ευρώ έως το 2026, με 18 δισ. ευρώ να χρηματοδοτούνται από στο σκέλος των επιχορηγήσεων και τα υπόλοιπα από δάνεια. Οι προσδοκίες είναι ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια συνολική νέα ζήτηση δανεισμού έως και 40% περίπου του συνολικού όγκου, αν και η Deutsche Bank εκτιμά ότι ο αντίκτυπος θα είναι μικρότερος και πιο «συγκεντρωμένος» προς τα τελευταία χρόνια του προγράμματος.
Επιπλέον, αν και το κόστος των καταθέσεων αναμένεται να αυξηθεί όσο τα επιτόκια αυξάνονται τάχιστα, οι αυξήσεις που έχουν ήδη παρατηρηθεί είχαν έναν αμελητέο αντίκτυπο μέχρι στιγμής. Ωστόσο, παρά το αρκετά χαμηλό beta των καταθέσεων, οι ελληνικές τράπεζες φαίνεται να παραμένουν αρκετά επιφυλακτικές όσον αφορά τον αντίκτυπο (ακόμα και αναφέροντας ένα beta της τάξεως του 70% - 80% στο μέλλον). Ο γερμανικός οίκος θεωρεί ότι αυτό είναι πιθανώς αρκετά αρνητικό, καθώς βλέπει πολλά ζητήματα που θα μπορούσαν να καθυστερήσουν ένα ταχύτερο pass through rate.
Από την άλλη, η κεφαλαιακή τους θέση δεν φαίνεται πλέον να αποτελεί μια απειλή, με την Τράπεζα Πειραιώς να υστερεί, αλλά να απολαμβάνει ένα γρήγορο και άμεσο βαθμό ανάκαμψης. Η Deutsche Bank διαπιστώνει ότι τα «pushbacks» από το DTC που εξακολουθούν να αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του εγγυημένου κεφαλαίου είναι εντελώς αβάσιμα, αν και αναγνωρίζει ότι το μόνο ζήτημα που θα μπορούσε να προκύψει είναι μια πιθανή επιβάρυνση στο σκέλος των μερισμάτων.
Τιμές στόχοι - Αύξηση σε Πειραιώς
Συνολικά, ο γερμανικός οίκος διατηρεί τη σύσταση «buy» για την Εθνική Τράπεζα με τιμή στόχο στα 5,10 ευρώ (αμετάβλητη) και την Alpha Bank στα 1,55 ευρώ (αμετάβλητη), και τη σύσταση «hold» για τη Eurobank με τιμή στόχο στα 1,45 ευρώ (αμετάβλητη) και την Τράπεζα Πειραιώς («hold») στα 1,80 ευρώ από 1,60 ευρώ προηγουμένως.
Ο οίκος προτιμά την Alpha Bank εξαιτίας του καλύτερου risk-reward και την Εθνική Τράπεζα, όντας η πιο σταθερή επιλογή σε μια λογική τιμή, ενώ σημειώνει πως η Eurobank παραμένει μια σταθερή επιλογή και η καταλληλότερη για να αντέξει σε ένα πιο αρνητικό οικονομικό πλαίσιο έναντι των υπολοίπων (εκτός της Εθνικής). Υπό κανονικές συνθήκες, οι βελτιώσεις αναμένεται να συνεχιστούν στη βάση της πορείας της οικονομιας, αλλά και με την υποστήριξη του διεθνούς σκέλους δραστηριότητων της. Ωστόσο, τα περιθώρια ανόδου παραμένουν περιορισμένα, καθώς διαπραγματεύεται σχετικά κοντά με αρκετές άλλες τράπεζες στη νότια Ευρώπη.
Η Τράπεζα Πειραιώς, από την άλλη, αποτελεί ίσως την πιο ευχάριστη έκπληξη των τελευταίων ετών, καθώς οι καλύτερες προοπτικές κερδοφορίας από τα έσοδα, και ιδιαίτερα η αύξηση των κεφαλαιακών της επιπέδων (αν και πολύ χαμηλά), έχουν ενισχύσει την απήχηση και την προβολή της μετοχής. Ωστόσο, παρά τις σημαντικές βελτιώσεις, η Deusche Bank εξακολουθεί να εκτιμα ότι είναι μια πιο «binary» επιλογή μεταξύ των άλλων, καθώς τα κεφάλαιά της μπορεί να μην επαρκούν στην περίπτωση μια ξαφνικής οικονομικής επιδείνωσης κάτι που πιθανότατα δεν θα δικαιολογούσε μια αύξηση κεφαλαίου, αλλά μάλλον την ανάγκη να θυσιαστεί η ανάπτυξη (και επομένως η κερδοφορία) για τη διατήρηση του κεφαλαίου.
Η Deutsche Bank στέκεται επίσης στα εξής:
- Ο λόγος δανείων προς καταθέσεις (LTD) έχει υποχωρήσει σημαντικά τα τελευταία χρόνια, λόγω της απομόχλευσης και της αύξησης των λογαριασμών καταθέσεων. Όσο η αύξηση των δανείων αναμένεται να παραμείνει ισχυρή, ο λόγος θα πρέπει να αυξάνεται σταδιακά, αν και εξακολουθεί να συνεπάγεται μια σημαντική υπέρβαση ρευστότητας.
- Συνολικά, η ρευστότητα παραμένει ισχυρή για βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις, με κύριο μέλημα τη λήξη του TLTRO III. Από αυτή την οπτική, από το τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους ο δείκτης LCR παρέμεινε αρκετά υψηλός στις περισσότερες τράπεζες – ειδικά στην Εθνική, η οποία έχει επίσης χαμηλό δείκτη LTD. Σε κάθε περίπτωση, η Deutsche Bank αναγνωρίζει ότι η λήξη του προγράμματος TLTRO της ΕΚΤ θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρόκληση για ορισμένες τράπεζες, με την Alpha Bank να είναι η πιο εκτεθειμένη ως προς το σκέλος της έλλειψη ρευστότητας (αν θεωρήσουμε τα 13 δισ. ευρώ από το TLTRO μια από τις κύριες πηγές ρευστότητας). Από αυτή την άποψη, η Τράπεζα Πειραιώς αναμένεται να βρεθεί στη δεύτερη θέση ως προς τις τράπεζες που θα επηρεαστούν περισσότερο. Από την άλλη, η Eurobank και ιδιαίτερα η Εθνική δεν αναμένεται να αντιμέτωπίσουν προβλήματα έχοντας μια σημαντική πλεονάζουσα ρευστότητα μετά το repayment του TLTRO. Ο γερμανικός οίκος θεωρεί ότι αυτό το γεγονός ως το πιο πιθανό έναυσμα για μια σημαντική αύξηση στο κόστος των καταθέσεων και, ως εκ τούτου, διατηρεί μια επιφυλακτικότητα ως προς την αύξηση του κόστους των καταθέσεων. Ωστόσο, εάν δεν παρατηρηθούν ενδείξεις σημαντικού ανταγωνισμού και η μετακύλιση στους πελάτες παραμείνει χαμηλή, αναγνωρίζει ότι θα μπορούσε να αποτελέσει μια «κινητήρια» δύναμη για την υπεραπόδοση των καθαρών εσόδων από τόκους.