Σε φάση υλοποίησης βρίσκεται το επενδυτικό πρόγραμμα της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, το οποίο αναμένεται να έχει θετικό πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο για το σύνολο της οικονομίας και σηματοδοτεί την απαρχή μιας νέας εποχής για το ελληνικό φάρμακο.
Ωστόσο, η υποχρηματοδότηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης οδηγεί σε επιβάρυνση των επιχειρήσεων, η οποία υπερβαίνει κάθε επιχειρηματική λογική και υπονομεύει την ολοκλήρωση των έργων, δηλώνει σε συνέντευξη που παραχώρησε στο insider.gr ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ), Θεόδωρος Τρύφων.
Παράλληλα, επισημαίνει ότι η ενεργειακή κρίση έχει επιφέρει μια μέση αύξηση στο κόστος παραγωγής που φτάνει και το 150%, θέτοντας σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα μιας σειράς οικονομικών, πλην όμως απαραίτητων για τους ασθενείς, φαρμάκων.
Ο πρόεδρος της ΠΕΦ, μιλά -μεταξύ άλλων- για τις προϋποθέσεις που θα ανοίξουν το δρόμο ώστε να καταστεί η Ελλάδα κόμβος έρευνας και παραγωγής φαρμάκων στη ΝΑ Ευρώπη, για τις κινήσεις που πρέπει να γίνουν προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις φαρμάκων στην ελληνική αγορά αλλά και για την ανάπτυξη του τομέα της βιοτεχνολογίας στη χώρα. Μόλις μερικές ημέρες πριν «κλείσει» το 2022 κάνει τον απολογισμό του έτους και αναφέρεται στις προσδοκίες της φαρμακοβιομηχανίας για το 2023.
Κύριε Τρύφων, η εγχώρια φαρμακοβιομηχανία υποστηρίζει ότι η Ελλάδα μπορεί να εξελιχθεί σε ευρωπαϊκό «hub» παραγωγής, έρευνας και καινοτομίας. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις προκειμένου να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες ανάπτυξής της;
Είναι δεδομένο ότι τo επενδυτικό πρόγραμμα των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών, ύψους 1,2 δις. ευρώ, που ήδη βρίσκεται σε φάση υλοποίησης, σηματοδοτεί την απαρχή μιας νέας εποχής για το ελληνικό φάρμακο. Οι επενδύσεις αυτές θωρακίζουν το σύστημα υγείας, διασφαλίζοντας την απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών στα φάρμακα, ενώ παράλληλα θα καλύψουν το χαμένο επενδυτικό έδαφος της προηγούμενης δεκαετίας, διαμορφώνοντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ανάδειξη της χώρας μας σε κόμβο για την έρευνα και παραγωγή φαρμάκων στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης.
Όμως, η ολοκλήρωση του επενδυτικού πλάνου των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών προϋποθέτει την ελάφρυνση της υπερβολικής φορολόγησης του κλάδου, που σήμερα κυμαίνεται στο 70% του τζίρου των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών. Οι τεράστιες επιβαρύνσεις των υποχρεωτικών εκπτώσεων rebate και επιστροφών clawback, διαμορφώνουν συνθήκες οριακής βιωσιμότητας για εκατοντάδες οικονομικά φάρμακα της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, ενώ ταυτόχρονα στερούν πολύτιμα κεφάλαια που σε άλλη περίπτωση θα επενδύονταν στην Ανάπτυξη.
Επίσης, σημαντικό θεωρούμε το πάγωμα των μειώσεων τιμών στα ήδη οικονομικά φάρμακα που κινδυνεύουν να αποσυρθούν, λόγω της ανεξέλεγκτης αύξησης του κόστους παραγωγής, μια εξέλιξη που δεν μπορούσε να προβλεφθεί όταν καθορίζονταν οι κανόνες της ανατιμολόγησης που ισχύουν σήμερα.
Τέλος, θεωρούμε πολύ σημαντική την επέκταση των επενδυτικών κινήτρων για τη φαρμακοβιομηχανία έως το 2026. Το πρόσφατο μέτρο του συμψηφισμού ενός μικρού μέρους του clawback με επενδύσεις σε υποδομές και έρευνα σημείωσε μεγάλη επιτυχία, καθώς οδήγησε στην κατάθεση δεκάδων επενδυτικών προτάσεων από ελληνικές και ξένες φαρμακοβιομηχανίες. Όμως, ο επενδυτικός προγραμματισμός, ειδικά των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών, εκτείνεται πέρα από τα χρονικά και οικονομικά όρια του μέτρου. Κατά συνέπεια, τα κίνητρα θα πρέπει να επεκταθούν αναλόγως, ώστε να καλύπτουν την πλήρη διάσταση των επενδύσεων.
Πώς αναμένεται να «αποτυπωθούν» οι επενδύσεις αυτές στην ελληνική κοινωνία και την εθνική οικονομία με την ολοκλήρωσή τους;
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, οι επενδύσεις της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας αναμένεται ότι θα έχουν σημαντικό θετικό πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο για το σύνολο της οικονομίας, μέσω της ενίσχυσης των δημοσίων εσόδων, της τόνωσης της εξειδικευμένης απασχόλησης με καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, της αξιοποίησης του επιστημονικού μας κεφαλαίου και της βελτίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της χώρας μας.
Είναι, επίσης, σημαντικό να τονιστεί ότι η υλοποίηση των επενδύσεων της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας θα οδηγήσει στην περαιτέρω βελτίωση της εξωστρέφειας των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών, στην εδραίωση της χώρας μας στον χάρτη των φαρμακευτικών εξαγωγών και στο άνοιγμα νέων αγορών με σημαντικό εμπορικό ενδιαφέρον. Σημειώνεται ότι τα ελληνικά φάρμακα ήδη κυκλοφορούν σε 147 χώρες του κόσμου, ενώ σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του 2022, το φάρμακο εξακολουθεί να αποτελεί το δεύτερο εξαγώγιμο προϊόν της ελληνικής οικονομίας, θέση που διατηρεί σταθερά στην τελευταία πενταετία. Πρέπει να τονιστεί ότι το 70-80% των εσόδων των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών προέρχεται σήμερα από τις εξαγωγές, δραστηριότητα η οποία αποτελεί κα τη μόνη διέξοδο για τη διατήρηση της βιωσιμότητας τους.
Η ενεργειακή κρίση έχει πλήξει τους παραγωγικούς κλάδους. Πώς «μεταφράζεται» στη φαρμακοβιομηχανία και τι πρέπει να γίνει ούτως ώστε να περιοριστούν οι οποιεσδήποτε επιπτώσεις;
Η δραματική αύξηση του κόστους της ενέργειας απασχολεί έντονα το σύνολο των ευρωπαϊκών φαρμακοβιομηχανιών και φυσικά και τις ελληνικές. Πρέπει να σημειωθεί ότι η παραγωγή φαρμάκων περιλαμβάνει διαδικασίες που χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα υψηλή ενεργειακή κατανάλωση. Σύμφωνα με τις αρχικές μας εκτιμήσεις, η μέση αύξηση στο κόστος παραγωγής λόγω της αύξησης των τιμών ενέργειας και φυσικού αερίου κυμαίνεται μεταξύ 100% και 150%, ανάλογα με τη φαρμακοτεχνική μορφή των προϊόντων και την γραμμή παραγωγής. Δυστυχώς, όμως, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στο ενεργειακό κόστος αλλά αφορά και στο κόστος των πρώτων και βοηθητικών υλών, στο κόστος των υλικών συσκευασίας, στα μεταφορικά κόστη κλπ.
Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό αφενός με την καθήλωση των τιμών των φαρμάκων, λόγω της απαγόρευσης αυξήσεων, όπως προβλέπει η νομοθεσία, αφετέρου με την συνολική υπερφορολόγηση του κλάδου, θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα μιας σειράς οικονομικών προϊόντων, που όμως είναι απαραίτητα για τη θεραπεία των ασθενών. Έχουμε ενημερώσει εγκαίρως τα συναρμόδια υπουργεία για το συγκεκριμένο πρόβλημα και θεωρούμε ότι θα βρεθούν λύσεις, όπως άλλωστε έχουν κάνει όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές χώρες, προκειμένου να μην αναγκαστούν να μπουν σε λογικές μείωσης ή περικοπών στην φαρμακευτική παραγωγή. Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση του κόστους παραγωγής θα πρέπει να αξιολογηθεί στο πλαίσιο της επικείμενης ετήσιας γενικής ανατιμολόγησης, ώστε να διασφαλιστεί η διατήρηση της κυκλοφορίας των οικονομικών φαρμάκων που παράγουμε στη χώρα μας.
Πρόσφατα η Πολιτεία έλαβε επιπλέον μέτρα για την αντιμετώπιση των ελλείψεων φαρμάκων από την ελληνική αγορά. Θεωρείτε ότι είναι αρκετά για να εξαλειφθεί το μείζον και διαχρονικό αυτό πρόβλημα ή απαιτούνται περαιτέρω κινήσεις;
Πράγματι, οι ελλείψεις φαρμάκων αποτελούν ένα διαχρονικό πρόβλημα του οποίου τα βαθύτερα αίτια βρίσκονται στις πολύ χαμηλές τιμές των φαρμάκων στη χώρα μας. Το γεγονός αυτό δημιουργεί κίνητρο για παράλληλες εξαγωγές, συχνά χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη διασφάλιση της επάρκειας των φαρμάκων στην εγχώρια αγορά. Πρέπει να τονιστεί ότι το βασικό αίτιο των ελλείψεων αφορά στις χαμηλές τιμές που ισχύουν στη χώρα μας, γεγονός που οδηγεί μια σειρά από εισαγόμενα φάρμακα να φεύγουν στο εξωτερικό με παράλληλο εμπόριο. Επίσης, πολλά εισαγόμενα φάρμακα έρχονται με μικρότερες ποσότητες σε σχέση με τις ανάγκες των ασθενών. Ακόμη, η αύξηση του κόστους παραγωγής, λόγω του πληθωρισμού και του αυξημένου ενεργειακού κόστους, οδηγεί αρκετά παλαιά φάρμακα στο όριο της βιωσιμότητας, με αποτέλεσμα την περιορισμένη διαθεσιμότητα τους ή ακόμη και την αναγκαστική απόσυρσή τους, μια τάση που αναμένεται εντονότερη το 2023.
Θεωρούμε ότι το κράτος θα πρέπει να κινηθεί άμεσα ώστε να αποτρέψει την εμφάνιση τέτοιων φαινομένων, προχωρώντας στην παροχή αυξήσεων στα παλαιά φάρμακα που σήμερα κινδυνεύουν λόγω του πληθωρισμού, στον εξορθολογισμό της άμεσης και έμμεσης υπερφορολόγησης της φαρμακοβιομηχανίας. Επίσης, σημαντική κρίνεται η υλοποίηση και στη χώρα μας του νέου συστήματος κωδικοποίησης και ιχνηλάτησης των φαρμάκων και το οποίο αναμένεται να οδηγήσει στον εξορθολογισμό των παράλληλων εξαγωγών, ώστε να διασφαλίζεται η επάρκεια της φαρμακευτικής αγοράς.
Η οικονομική κρίση άφησε πίσω την ανάπτυξη της βιοτεχνολογίας στην Ελλάδα. Ήδη, όμως, γίνονται κάποια βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του τομέα και τι «καρπούς» θα μπορούσε να αποφέρει;
Είναι δεδομένο ότι υπάρχουν ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες που ήδη προετοιμάζουν την είσοδο τους στο πεδίο των βιοτεχνολογικών θεραπειών. Η χώρα μας διαθέτει ένα αξιόλογο επιστημονικό δυναμικό, ενώ οι φαρμακοβιομηχανίες ήδη επενδύουν σε εξοπλισμό και τεχνολογία. Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι το σημείο-κλειδί βρίσκεται στη διαμόρφωση ενός κατάλληλου πλαισίου ερευνητικής και αναπτυξιακής πολιτικής για τη συνεργασία του Πανεπιστήμιου και των φορέων έρευνας με τη φαρμακοβιομηχανία.
To πλαίσιο αυτό προϋποθέτει τη διαμόρφωση μιας εθνικής ερευνητικής ατζέντας με μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους, την σταδιακή αύξηση της χρηματοδότησης της ερευνητικής δραστηριότητας των Πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων, τη στήριξη ταλαντούχων ερευνητών και ερευνητικών ομάδων, την αξιοποίηση του ερευνητικού δυναμικού των Πανεπιστημίων. Ακόμη, είναι απαραίτητος ο σχεδιασμός ενός ολοκληρωμένου πλαισίου φορολογικών κινήτρων για δαπάνες Ε&Α και η υπέρβαση των σημερινών γραφειοκρατικών αγκυλώσεων, μέσω ενιαίων απλοποιημένων διαδικασιών, τη μεγαλύτερη διαχειριστική ευελιξία των ΕΛΚΕ κλπ.
Οδεύοντας προς το τέλος του έτους, ποιος είναι ο απολογισμός του 2022 και ποιες οι προσδοκίες για το 2023;
Το 2022 ήταν μια χρονιά σημαντικών προκλήσεων για την ελληνική οικονομία, η οποία σηματοδοτήθηκε από την ενεργειακή κρίση και την επανεμφάνιση υψηλού πληθωρισμού. Σε ότι αφορά στο φάρμακο, παρά τις βελτιώσεις στο πλαίσιο της φαρμακευτικής πολιτικής, με τον επιμερισμό του ενιαίου φαρμακευτικού προϋπολογισμού, την πρόοδο των διαπραγματεύσεων αλλά και το πολύ επιτυχημένο μέτρο του επενδυτικού του clawback, η τεράστια υποχρηματοδότηση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης οδήγησε στην επιβάρυνση της φαρμακοβιομηχανίας με δυσβάστακτες υποχρεωτικές επιστροφές, που όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω κυμαίνεται σήμερα το 70%, μια τεράστια επιβάρυνση πέραν κάθε επιχειρηματικής λογικής.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητη η ενίσχυση της χρηματοδότησης στο φάρμακο προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κλάδου, η επάρκεια της φαρμακευτικής αγοράς και η πρόσβαση των ασθενών στις θεραπείες. Η κείμενη νομοθεσία ήδη προβλέπει την αύξηση των φαρμακευτικών προϋπολογισμών σύμφωνα με τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, ενώ και το ευρωπαϊκό πρόγραμμα RRF για την υγεία περιλαμβάνει το μέτρο της συνυπευθυνότητας της Πολιτείας στη διαμόρφωση της δαπάνης. Συγκεκριμένα, προβλέπεται η περαιτέρω ενίσχυση του φαρμακευτικού προϋπολογισμού στην περίπτωση που ο στόχος της μείωσης των υποχρεωτικών επιστροφών δεν επιτευχθεί.
Σε κάθε περίπτωση, το στοίχημα για το 2023 αφορά στην υλοποίηση των δράσεων του RRF που αφορούν στην ψηφιοποίηση του συστήματος υγείας και φαρμακευτικής φροντίδας, στην αναβάθμιση του συστήματος της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης και την επέκταση του στα νοσοκομεία, στη διασύνδεση των πρωτοκόλλων με τα αποτελέσματα των διαγνωστικών εξετάσεων, την ολοκλήρωση του ατομικού ηλεκτρονικού φακέλου υγείας. Θεωρούμε ότι τα παραπάνω, εφόσον υλοποιηθούν έγκαιρα και σωστά, θα βελτιώσουν σημαντικά τη δυνατότητα παρακολούθησης και ελέγχου της φαρμακευτικής κατανάλωσης, με στόχο τον εξορθολογισμό της δαπάνης.