Παρά την ισχυρή ανοδική κίνηση που έχουν καταγράψει οι μετοχές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, η Goldman Sachs επανέρχεται ως προς αυτές, αυξάνοντας τις τιμές στόχους που είχε θέσει, και βελτιώνοντας τη σύστασή της προς την Τράπεζα Πειραιώς, για την οποία ανέμενε πτώση το προηγούμενο διάστημα, με βάση την τιμή στόχο που όριζε (στο 1 ευρώ).
Όπως αναφέρει, οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών ανέκαμψαν σε μεγάλο βαθμό κατά τους τελευταίους έξι μήνες με μέση άνοδο κατά 64% (έναντι MSCI EM EMEA -1% και FTSE World Europe +10% σε ευρώ). Αυτό οφείλεται:
(1) Στις ισχυρές προοπτικές για την ελληνική οικονομία το 2023, με το ΔΝΤ να αναμένει την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της χώρας στο 1,8%, που είναι και ένα ένα από τα υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με την Ευρωζώνη και τη ζώνη CEEMEA (Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική - για την οποία οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs αναμένουν αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ 0,6% - 1,5% το 2023).
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους του αμερικανικού οίκου, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παραμένει χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης κάτι που οφείλεται κυρίως σε δύο παράγοντες: στη χαμηλότερη ενεργειακή «ένταση» της ελληνικής οικονομίας και στα σημαντικά δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί και που σχετίζονται με την ενέργεια (εκτιμώνται στο 5,7% του ΑΕΠ το 2021 - 2022) και που πιθανότατα θα επεκταθούν και το 2023. Ο αμερικανικός οίκος αναμένει επίσης ότι το ευνοϊκό μακροοικονομικό πλαίσιο και η μεγάλη διάρκεια της ευρωπαϊκής οικονομικής στήριξης να υποστηρίξουν τη φθίνουσα πορεία του δείκτη δημοσίου χρέους (προς το 150% έως το 2025) αυξάνοντας τις πιθανότητες ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας.
(2) Στη σταθερή πρόοδο όσον αφορά το «3C», δηλαδή τη συγκέντρωση κεφαλαίου, τη δημιουργία κεφαλαίου και τους δείκτες κάλυψης έναντι των NPEs. Σύμφωνα με την ανάλυση του επενδυτικού οίκου, το ROTE/CET1 των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκε κατά 2,5 - 1,4 ποσοστιαίες μονάδες το 2022 σε ετήσια βάση, ενώ ο δείκτης κάλυψης έφτασε στο 60% έναντι 52% το 2021. Η Goldman Sachs αναμένει μια περαιτέρω πρόοδο στα «3C» το 2023 - 2024.
(3) Σε έναν εμπροσθοβαρή ρυθμό αύξησης των επιτοκίων από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως που βελτιώνει τη θέση τους στο σκέλος των καθαρών εσόδων από τόκους, αλλά και στα κέρδη ανά μετοχή (EPS), με μια μέση αναβάθμιση του consensus του Bloomberg στο 20% για το 2023 - 2024 κατά τους τελευταίους έξι μήνες.
Παρά το ισχυρό re-rating των ελληνικών τραπεζών τους τελευταίους έξι μήνες, η Goldman Sachs βλέπει άφθονα περιθώρια για μια περαιτέρω ενίσχυση των μετοχών, στις οποίες δίνει σύσταση «buy», δεδομένου ότι οι αποτιμήσεις παραμένουν με ένα υψηλό discount έναντι της λογιστικής αξίας. Ειδικότερα, στέκεται στην εικόνα της Τράπεζα Πειραιώς (αναβαθμίζει τη σύστασή της σε «buy» από «ουδέτερη») για την οποία αναμένει να επιτύχει μεταξύ των ισχυρότερων επιπέδων προόδου στον δείκτη κάλυψης CET1, ROTE και NPE κατά το χρονικό διάστημα 2022 - 2024 έναντι των υπολοίπων.
Ο αμερικανικός οίκος βλέπει αρκετούς βραχυπρόθεσμους «καταλύτες» για τις ελληνικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων των ανακοινώσεων για την επαναφορά της διανομής μερισμάτων (ενδεχομένως από την Εθνική και τη Eurobank κατά το πρώτο τρίμηνο του 2023), πιθανών αναβαθμίσεων στο guidance εν μέσω σταθερών μακροοικονομικών προοπτικών για το 2023, αυξητικών εσόδων από τις αυξήσεις των επιτοκίων και μια συνεχιζόμενη πρόοδο στο «3C».
Όπως σημειώνει μια ενδεχόμενη ανακοίνωση για τη διανομή μερίσματος από την Εθνική Τράπεζα και τη Eurobank κατά το αναφερθέν χρονικό διάστημα θα ενισχύσει τις προοπτικές επαναφοράς των μερισμάτων για τις Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς (που σχεδιάζει να καταβάλει μέρισμα κατά το πρώτο τρίμηνο του 2024) και να επιβεβαιώσει ότι τα «capital buffers» (κεφαλαιακά αποθέματα) είναι επαρκή για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Ενώ η Goldman Sachs αναμένει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα επωφεληθούν από τις αυξήσεις των επιτοκίων βραχυπρόθεσμα, τυχόν αρνητικές επιπτώσεις των μειώσεων επιτοκίων μεσοπρόθεσμα (δηλαδή μετά το πέρας του τρίτου τριμήνου του 2024) είναι πιθανό να μετριαστούν από την αύξηση των εσόδων από προμήθειες καθώς και από το κόστος εξομάλυνσης του κινδύνου στις προβλέψεις της.
Συστάσεις και τιμές στόχοι
Με αυτή τη σημείωση, η Goldman Sachs δίνει σύσταση «buy» για τη μετοχή της Τράπεζα Πειραιώς με τιμή στόχο στα 2,20 ευρώ (από 1 ευρώ προηγουμένως), για τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας με τιμή στόχο τα 5,20 ευρώ (από 4,20 ευρώ προηγουμένως), όπως και για τον τίτλο της Alpha Bank με τιμή στόχο τα 1,60 ευρώ (από 1,19 ευρώ προηγουμένως). Αντιθέτως την «ουδέτερη» σύστασή της διατηρεί για τη μετοχή της Eurobank με τιμή στόχο στα 1,40 ευρώ (από 1,04 ευρώ προηγουμένως).
Ως προς την Alpha Bank, αναμένει να πλησιάσει την Εθνική Τράπεζα και τη Eurobank σε δείκτη απόδοσης ROTE και δείκτη CET1 ενώ διαπραγματεύεται με discount 32% ως προς τον δείκτη ενσώματης λογιστικής αξίας P/TBV για το 2024. Για την Εθνική Τράπεζα αναφέρει πως έχει τον υψηλότερο αναμενόμενο δείκτη κάλυψης CET1 για το 2024 (16,7%) και NPE (άνω του 100%) μεταξύ των τεσσάρων συστημικών και διαπραγματεύεται με discount 29% έναντι των ευρωπαϊκών τραπεζών των αναπτυγμένων αγορών σε δείκτη P/TBV για το 2024 και με discount 8% έναντι της Eurobank. Για την τελευταία αναμένει να δημιουργήσει τον υψηλότερο δείκτη ROTE εντός των εγχώριων τραπεζών στο 11,4% για το 2024, διαθέτοντας τον δεύτερο υψηλότερο δείκτη κάλυψης CET1 (15,2%) και NPE (άνω του 100%), με ένα ισορροπημένο risk - reward προφίλ.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Goldman Sachs αυξάνει τις εκτιμήσεις της για τα EPS των ελληνικών τραπεζών κατά 4% - 15% - 4% το 2022 - 2024, ώστε να αντανακλούν τις υψηλότερες εκτιμήσεις για τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII 19% - 12% το 2023 - 24) με έναν πιο εμπροσθοβαρή ρυθμό αύξησης των επιτοκίων από τα μέσα του 2022 συγκριτικά με το τι αναμένονταν και στη βάση της αναθεώρησης της ανάλυσή της για την ευαισθησία τόσο των περιουσιακών στοιχείων όσο και των υποχρεώσεων τους στα επιτόκια. Όπως επισημαίνει αυτό αντισταθμίζεται εν μέρει από μια πιο συντηρητική εκτίμηση για το (1) κόστος κινδύνου, το οποίο τώρα μοντελοποιεί στις 85 μονάδες βάσης κατά μέσο όρο την περίοδο 2023 -2024, έναντι 70 μονάδων βάσης προηγουμένως, και για τα (2) κόστη - έξοδα, τα οποία αναθεωρεί προς τα πάνω κατά 4% ώστε να αντικατοπτρίζουν τις πρόσθετες πληθωριστικές πιέσεις.