Την άκρως εποικοδημητική της στάση για τις μετοχές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών διατηρεί η HSBC, καθώς η πτώση κατά 15% από τα υψηλά τους προσφέρει ελκυστικά σημεία εισόδου, μετριάζοντας παράλληλα τους κινδύνους που ελλοχεύουν από το κλίμα της πολιτικής αβεβαιότητας, στη βάση πάντα της υψηλότερης κερδοφορίας.
O Cihan Saraoglu, αρμόδιος αναλυτής της HSBC για τις ελληνικές τράπεζες, αναμένει μια υψηλότερη κορύφωση των καθαρών εσόδων (NII) από τόκους κατά το πρώτο εξάμηνο του 2023, γεγονός που θα μπορούσε να στηρίξει τις αποτιμήσεις. Η ταχεία ανατιμολόγηση των δανειακών χαρτοφυλακίων των ελληνικών τραπεζών, η υποτονική - μέχρι στιγμής - μετακύλιση των υψηλών επιτοκίων προς τις καταθέσεις και η εκτίμηση των οικονομολόγων της HSBC πως τα επιτόκια δια χειρός ΕΚΤ θα φτάσουν τις 350 μονάδες βάσης, υποδηλώνουν μια υψηλότερη «κορυφή» για τα καθαρά έσοδα από τόκους από ό,τι είχε προβλέψει προηγουμένως ο Saraoglu. Επιπλέον, με δείκτη δανείων προς καταθέσεις (LDR) στο 75% περίπου και με δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) από 170% - 200%, οι όποιες ανησυχίες είχαν προκληθεί με φόντο και την κατάρρευση των Silicon Valley Bank και Credit Suisse και που σχετίζονται με τα υψηλά επιτόκια και την αποκρυστάλλωση των mark to market απωλειών, απομακρύνονται σημαντικά.
Υπό αυτό το πρίσμα, αυξάνει την εκτίμησή του για τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών για εφέτος κατά 41%, κατά μέσο όρο, ήτοι κατά 11% υψηλότερα από το consensus, υποδηλώνοντας πως τα υψηλοτερα επίπεδα δεν έχουν ακόμη περάσει στους τίτλους των τραπεζών (δεν έχουν τιμολογηθεί). Η δυναμική της κερδοφορίας υπήρξε ένα ισχυρός «καταλύτης» για τις μετοχές τα τελευταία τρία τρίμηνα, ενώ το «pullback» που καταγράφηκε από το Φεβρουάριο έχει ενισχύσει την ελκυστικότητα των αποτιμήσεων. Ως εκ τούτου, ο βρετανικός οίκος διατηρεί την εποικοδομητική του θέση επαναλαμβάνοντας τη σύσταση «buy» και για τις τέσσερις μετοχές των τραπεζών.
Από την άλλη, η άνοδος του κόστους των καταθέσεων ήταν μέχρι στιγμής περιορισμένη, καθώς οι καταθέτες περιμένουν μια «κορύφωση» των επιτοκίων πριν «κλειδώσουν» πιο μεγάλες διάρκειες στα προγράμματα αυτά, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές. Την ίδια στιγμή στο πρώτο εξάμηνο του 2023, τόσο οι αυξήσεις των επιτοκίων όσο και η ανατιμολόγηση των δανειακών χαρτοφυλακίων θα βρίσκονται πίσω μας, και μία εκ των υστέρων μετατόπιση από τις βασικές προς τις προθεσμιακές καταθέσεις αλλά και και η υψηλότερη μετακύλιση των αυξανόμενων επιτοκίων στις καταθέσεις θα άλλαζε τη δυναμική των καθαρών εσόδων από τόκους. Ως εκ τούτου, η HSBC αναμένει πως τα κέρδη θα μειωθούν κατά 22% το 2024 μετά από άνοδο 41% το 2023 (εκτίμηση), και επομένως θεωρεί ότι το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους θα είναι ο τελευταίος ισχυρός γύρος κερδοφορίας που θα λειτουργήσουν ως «καταλύτης» για τις ελληνικές τράπεζες. Σημειώνεται ότι οι εκτιμήσεις της HSBC για ROTE 7% - 10% για το 2024, αποτελεί μια συντηρητική θέση συγκριτικά με τους σχεδιασμούς και το πλάνο των διοικήσεων των τραπεζών, ενώ και η εκτίμηση για τα κέρδη για το 2024 είναι κατά 19% χαμηλότερα από το consensus.
Τιμές στόχοι - Προτιμά την Εθνική Τράπεζα πλέον
Ως προς το σκέλος των μετοχών των ελληνικών τραπεζών, η HSBC επισημαίνει πως διαπραγματεύονται σε ελκυστικά επίπεδα με δείκτη τιμής προς ενσώματη λογιστική αξία P/TBV για το 2023 στο 0,55x, επίπεδα κατά 20% χαμηλότερα από τη ζώνη των τραπεζών των παγκόσμιων αναδύομενων αγορών, GEM, (εκτός Κίνας) και κατά 25% χαμηλότερα από τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Η HSBC εξακολουθεί να εκτιμά πως η μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς προσφέρει το καλύτερο «risk - reward» προφίλ (ο καλύτερος συνδυασμός κινδύνου - ανταμοιβής) με δείκτη P/TBV στο 0,46x για το 2023, που στο χαμηλό τμήμα μεταξύ των τραπεζών των παγκόσμιων αναδύομενων αγορών που καλύπτει, φαίνεται αδικαιολόγητο για 12% ROTE για το 2023, βελτιωμένη ποιότητα ενεργητικού και κεφαλαιακή θέση. Η Alpha Bank, επίσης, φαίνεται να αποτελεί ένα «value play» με δείκτη P/TBV στο 0,43x για το 2023, αν και για χαμηλότερο εκτιμώμενο δείκτη απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων, ROTE, στο 10% για εφέτος. Η Εθνική Τράπεζα ξεχωρίζει με τις ισχυρότερες προοπτικές στο σκέλος των καθαρών εσόδων από τόκους λόγω του χαμηλότερου συνδυασμού κόστους χρηματοδότησης, ενώ η Eurobank βρίσκεται στο άλλο άκρο, με τον βρετανικό οίκο να αναμένει μάλιστα το κλείσιμο της ψαλίδας και του χάσματος της αποτίμησης μεταξύ των δύο, υπέρ της πρώτης.
Σε αυτή τη βάση λοιπόν, η HSBC ξεχωρίζει πρωτίστως τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας που αποτελεί την κορυφαία της επιλογή, με την Τράπεζα Πειραιώς να ακολουθεί. Παράλληλα, αυξάνει τις τιμές στόχους που διαμορφώνονται στα 1,45 ευρώ για την Alpha Bank (από 1,40 ευρώ προηγουμένως), στα 1,60 ευρώ για τη Eurobank (σταθερή εκτίμηση), στα 6,75 ευρω για την Εθνική Τράπεζα (από 5,20 ευρώ προηγουμένως) και στα 3,35 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς (από 3,30 ευρώ πρηγουμένως), με σύσταση «buy» και για τις τέσσερις μετοχές.
Γιατί ξεχωρίζει η Εθνική Τράπεζα
Μεταξύ των τραπεζών που καλύπτει, η HSBC βλέπει ότι η Εθνική είναι αυτή που μπορεί να επωφεληθεί περισσότερο από την αύξηση των επιτοκίων. Πρώτον, ιστορικά διέθετε το χαμηλότερο ποσοστό προθεσμιακών καταθέσεων στο «μείγμα» και στη βάση των καταθέσεών της, χάρη στην υψηλότερη παρουσία της στο τμήμα του κλάδου λιανικής. Δεύτερον, δεν έχει σχεδόν καμία έκθεση σε ακριβότερες διεθνείς καταθέσεις σε αντίθεση με τη Eurobank και την Alpha Bank. Τρίτον, οι υψηλότεροι δείκτες κεφαλαίου της αναμένεται να περιορίσουν την έκθεσή της στην πιο κοστοβόρα χρηματοδότηση από τις χρηματαγορές (wholesale funding) για την πλευρά των MREL (δείκτης Ελαχίστων Απαιτήσεων Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων) σε αντίθεση με την Alpha και την Τράπεζα Πειραιώς.
Από την άλλη, η Eurobank, δείχνει να έχει κάποια μεινεκτήματα έναντι των υπολοίπων. Το βάρος των προθεσμιακών καταθέσεων στο «μείγμα» των καταθέσεών της ήταν ιστορικά υψηλό και είχε ένα υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης έναντι των υπόλοιπων συστημικών. Σχεδόν το ένα τρίτο των καταθέσεων της βρίσκεται στη Βουλγαρία, όπου τα επιτόκια αυξάνονται ταχύτερα από ό,τι στην Ελλάδα. Πράγματι, το CAGR στα καθαρά έσοδα από τόκους της τράπεζας μεταξύ του πρώτου τριμήνου και του τετάρτου ήταν το πιο αδύναμο μεταξύ των υπολοίπων. Από την άλλη, η Πειραιώς κατέγραψε την ισχυρότερη αύξηση καθαρών εσόδων από τόκους μεταξύ των υπόλοιπων συστημικών τα τελευταία τρία τρίμηνα. Στο μέλλον, ωστόσο, ενδέχεται να αντιμετωπίσει κάποιες αντιξοότητες από το υψηλότερο κόστος έκδοσης τίτλων για την ενίσχυση των MREL, δεδομένης της υψηλης διαφοράς με το στόχο που έχει τεθεί έως το 2026.