Ισχυρό αρνητικό αντίκτυπο στη ζήτηση και στην προσφορά νέων δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, είχε η άνοδος των επιτοκίων από την ΕΚΤ, θυμίζοντας εποχές της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008.
Το γεγονός αυτό, ειδικά ως προς το σκέλος της μείωσης της πιστωτικής επέκτασης στις επιχειρήσεις, προβληματίζει έντονα την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και φαίνεται ότι θα οδηγήσει σήμερα σε αύξηση επιτοκίων κατά 0,25% αντί 0,50%. Από την ευρωπαϊκή τάση της μείωσης των ρυθμών νέας χρηματοδότησης προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά που αναμένεται να συνεχιστεί και στο β΄ τρίμηνο του τρέχοντος έτους, αν και με ηπιότερους ρυθμούς, δεν έχουν ξεφύγει ούτε οι ελληνικές τράπεζες.
Όπως αναφέρουν στο insider.gr στελέχη της τραπεζικής αγοράς, τα αποτελέσματα α' τριμήνου που αρχίζουν να ανακοινώνονται από αύριο (Πειραιώς 5/5, Εθνική και Alpha Bank 8/5, Eurobank 17/5), θα δείξουν έως και αρνητική πιστωτική επέκταση για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Όπως διαπιστώνει η έρευνα της ΕΚΤ για την τραπεζική χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών στην ευρωζώνη το α΄ τρίμηνο 2023, η καθαρή ζήτηση δανείων των επιχειρήσεων μειώθηκε έντονα το πρώτο τρίμηνο του 2023 (καθαρό ποσοστό -38%, μετά από -12% το προηγούμενο τρίμηνο), που είναι η μεγαλύτερη καθαρή μείωση από το τέταρτο τρίμηνο του 2008. Η πτώση ήταν ισχυρότερη από ό,τι ανέμεναν οι τράπεζες το προηγούμενο τρίμηνο και αποδίδεται στη μείωση της ζήτησης δανείων, σε ένα περιβάλλον αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής.
Οι πάγιες επενδύσεις είχαν επίσης ισχυρό περιοριστικό αντίκτυπο στη ζήτηση δανείων, ενώ ο αντίκτυπος των αποθεμάτων και του κεφαλαίου κίνησης έγινε σε γενικές γραμμές ουδέτερος, αφού προηγουμένως είχε θετικό αντίκτυπο στη ζήτηση δανείων. Το δεύτερο τρίμηνο του 2023, οι τράπεζες αναμένουν περαιτέρω, αν και μικρότερη καθαρή μείωση της ζήτησης για δάνεια προς τις επιχειρήσεις (καθαρό ποσοστό -18%).
Σε ό,τι αφορά στην ζήτηση στεγαστικών δανείων, η καθαρή μείωση παρέμεινε ισχυρή το πρώτο τρίμηνο του 2023 και κοντά στην απότομη καθαρή μείωση του προηγούμενου τριμήνου (καθαρό ποσοστό -72%, μετά από -74% το προηγούμενο τρίμηνο). Και οι δύο μειώσεις ήταν ισχυρότερες από οποιοδήποτε άλλο τρίμηνο από την αρχή της έρευνας της ΕΚΤ για την τραπεζική χρηματοδότηση στην Ευρωζώνη το 2003. Η μείωση το πρώτο τρίμηνο ήταν μεγαλύτερη από την αναμενόμενη από τις τράπεζες το τέταρτο τρίμηνο του 2022. Υψηλότερα επιτόκια, αποδυνάμωση των προοπτικών της αγοράς κατοικίας και χαμηλή καταναλωτική εμπιστοσύνη, όλα συνέβαλαν αρνητικά στη ζήτηση δανείων για αγορά κατοικίας.
Αντίθετα, η καθαρή μείωση της ζήτησης καταναλωτικής πίστης έγινε μικρότερη (καθαρό ποσοστό -19%, μετά από -30%). Τα υψηλότερα επιτόκια, η χαμηλή καταναλωτική εμπιστοσύνη και η μείωση των δαπανών για διαρκή καταναλωτικά αγαθά συνέβαλαν στη μείωση της ζήτησης καταναλωτικής πίστης. Το δεύτερο τρίμηνο του 2023, οι τράπεζες αναμένουν περαιτέρω, αν και λιγότερο έντονη μείωση της ζήτησης στεγαστικών δανείων (καθαρό ποσοστό -39%) και παρόμοια καθαρή μείωση της ζήτησης καταναλωτικής πίστης (-16%) σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ένα νέο «μέτωπο» ανοίγει σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις από την ΕΚΤ
Οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ ανέφεραν αρνητικό αντίκτυπο της συνεχιζόμενης σταδιακής κατάργησης του TLTRO III στις θέσεις ρευστότητάς τους, την κερδοφορία και τις συνολικές συνθήκες χρηματοδότησής τους κατά τους τελευταίους έξι μήνες, κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί το επόμενο εξάμηνο, στο πλαίσιο της λήξης ή της πρόωρης αποπληρωμής των κεφαλαίων των TLTRO III.
Σημειώνεται ότι παράλληλα με την αύξηση του κόστους χρήματος από την ΕΚΤ με τις αυξήσεις των επιτοκίων, οι τράπεζες αυστηροποίησαν τα πιστοδοτικά τους κριτήρια. Μάλιστα, ο ρυθμός καθαρής σύσφιξης των πιστωτικών κριτηρίων παρέμεινε στο υψηλότερο επίπεδο από την δημοσιονομική κρίση στην ευρωζώνη το 2011.
Το πρώτο τρίμηνο του 2023, οι τράπεζες ανέφεραν και ευρεία αύξηση του ποσοστού των αιτήσεων που απορρίφθηκαν για όλες τις κατηγορίες δανείων, φτάνοντας – για τα δάνεια προς επιχειρήσεις – το υψηλότερο καθαρό ποσοστό που καταγράφηκε από τότε που τέθηκε για πρώτη φορά η ερώτηση το 2015 (καθαρό ποσοστό 15%, μετά από 12% το προηγούμενο τρίμηνο). Αυτό συνάδει με την περαιτέρω αυστηροποίηση των πιστωτικών κριτηρίων, γεγονός που καθιστά ολοένα και περισσότερες τις πιθανότητες οι τράπεζες να απορρίψουν αιτήσεις δανείων (παρά τη μείωση της ζήτησης δανείων). Μάλιστα, για τα στεγαστικά δάνεια και την καταναλωτική πίστη, η περαιτέρω καθαρή αύξηση του ποσοστού των αιτήσεων που απορρίφθηκαν παραμένει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα (17% μετά το 27% και 10% μετά το 19% αντίστοιχα).