«To be continued...» είναι ο τίτλος της νέας έκθεσης της Axia Ventures για τις ελληνικές τράπεζες, με τον όμιλο παροχής επενδυτικών υπηρεσιών να αναμένει ουσιαστικά, μια ισχυροποίηση των προοπτικών και των μεγεθών των τεσσάρων συστημικών, υπό τη συνοδεία των υψηλών επιδόσεων των μετοχών τους.
Όπως αναφέρει, οι ελληνικές τράπεζες έχουν καταγράψει ιδιαίτερα εντυπωσιακές επιδόσεις από την αρχή του έτους, ξεπερνώντας αυτές των ευρωπαϊκών τραπεζών κατά 49 μονάδες βάσης. Αυτό το εξαιρετικό επίτευγμα βασίζεται στα ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη και στην αυξανόμενη πεποίθηση ότι η Ελλάδα θα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα κατά τη φετινή χρονιά.
Μάλιστα, οι επιδόσεις αυτές θα συνεχιστούν, σύμφωνα με την Axia, καθώς οι εκτιμήσεις της, υποδηλώνουν, ότι το consensus των αναλυτών εξακολουθεί να υποτιμά την ορμή των καθαρών εσόδων από τόκους (NII) και του κόστους κινδύνου (CoR). Η ανάλυσή της δείχνει, ότι οι ελληνικές τράπεζες θα αυξήσουν τα καθαρά έσοδα από τόκους με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης (CAGR) κατά 8% - 10%, με την Alpha Bank να είναι η μόνη η οποία θα φτάσει στο ανώτατο σημείο του εύρους μετά το 2023, εξαιτίας της δομής του χαρτοφυλακίου των επενδυτικών της τίτλων.
Όσον αφορά το κόστος κινδύνου, οι τράπεζες αναμένεται εύκολα να υπερβούν τους στόχους που έχουν θέσει στα business plans τους και του consensus των αναλυτών, στη βάση της οικονομικής ανάπτυξης και των υψηλότερων τιμών των ακινήτων. Μια ακόμη βασική πτυχή που εισάγει η Axia στην ανάλυσή της, είναι η σημασία της αξιοποίησης του πλεονάζοντος κεφαλαίου. Οι ρυθμιστικές - εποπτικές αρχές εμφανίζονται πιο πρόθυμες να επιτρέψουν στις τράπεζες να πραγματοποιούν επενδύσεις που ενισχύουν την αξία, από το να προβούν σε χρηματικές διανομές και μερίσματα, έως ότου μειωθούν τα επίπεδα των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTCs).
Ως εκ τούτου, αναμένει μερίσματα χαμηλότερα από αυτά που προβλέπει το guidance, αλλά τονίζει, ότι η αποεπένδυση και η αποχώρηση του ΤΧΣ θα μπορούσε να επηρεάσει σημαντικά τις συνολικές διανομές. Ωστόσο, δεν θεωρεί τις χαμηλότερες χρηματικές διανομές, ως αρνητικές, αλλά μάλλον, ως ευκαιρία για τις ελληνικές τράπεζες να υιοθετήσουν μια πιο εξωστρεφή και «επιθετική» προσέγγιση μετά από μια περίοδο περικοπών. Μάλιστα, το πλεονάζον κεφάλαιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης της επένδυσης σε επανεξυπηρετούμενα χαρτοφυλάκια (re - performing), της συμμετοχής σε διασυνοριακές κοινοπραξίες, της πραγματοποίησης εξαγορών σε βασικές αγορές, της ίδρυσης κοινοπραξιών ή της επένδυσης σε επιχειρήσεις fintech για σκοπούς διασταυρούμενης πώλησης (cross - selling).
Έτσι, η Axia, διατηρώντας τη σύσταση «buy» για τις συστημικές τράπεζες, αυξάνει εκ νέου τις τιμές στόχους. Συγκεκριμένα, θέτει τιμή στόχο στα 2 ευρώ από 1,80 ευρώ για την Alpha Bank, στα 2 ευρώ από 1,80 ευρώ για Eurobank, στα 7,20 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα από 5,5 ευρώ προηγουμένως και στα 3,40 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς από 3,1 ευρώ προηγουμένως. Η Axia δίνει έμφαση στην υψηλότερη ανοδική δυναμική της Alpha Bank, καθώς επωλείται από μια μεταγενέστερη «κορύφωση» στα καθαρά έσοδα από τόκους σε σύγκριση με τους ομολόγους της και τη βελτίωση του δείκτη των ενσώματων ιδίων κεφαλαίων (ROTE) μέσω της ανάκαμψης των δραστηριοτήτων της στη Ρουμανία.
Όπως τονίζει, μετά την εξαιρετική απόδοση από τις αρχές του τρέχοντος έτους, τα περιθώρια ανόδου που κυμαίνονται μεταξύ 19% - 39% εμφανίζονται λιγότερο έντονα, αν και αυτό αντικατοπτρίζει επίσης, την προσεκτική εκτίμηση της Axia για το πλεόνασμα κεφαλαίου, το οποίο ενσωματώνεται μόνο εν μέρει στις δίκαιες αποτιμήσεις. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές πιθανότητες για ακόμη καλύτερες αποδόσεις για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς υιοθετούν μια πιο διεκδικητική και εξωστρεφή προσέγγιση της πολιτικής κατανομής κεφαλαίων για να αυξήσουν τα κέρδη τους μέσω επενδύσεων. Σύμφωνα με την Axia, οι μετοχές των ελληνικών τραπεζων εξακολουθούν να διαπραγματεύονται με discount 15% - 20% έναντι των ευρωπαϊκών τραπεζών στη βάση του δείκτη P/TE, για παρόμοιο ROTE της τάξεως του 11,5% για το 2024.
Η «ανατομία» των καθαρών εσόδων από τόκους
Η ανάλυσή της Axia εμβαθύνει σε πολλαπλούς παράγοντες σε ότι αφορά τα καθαρά έσοδα από τόκους, όπως τα εξυπηρετούμενα δάνεια, τα επενδυτικά χρεόγραφα, οι καταθέσεις και το κόστος χρηματοδότησης από τις χρηματαγορές (wholesale funding). Εκτιμά ότι οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να επιτύχουν αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους της τάξεως του 8% - 10% κατά μέσο όρο ετησίως, με αποτέλεσμα αναβαθμίσεις του consensus (πιο έντονες για την Εθνική).
Το κόστος κινδύνου - Καλύτερο από το προβλεπόμενο
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στα χαρτοφυλάκια δανείων τους, όπως αποδεικνύεται από τον περιορισμένο - αμελητέο σχηματισμό NPEs (μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2023). Κατά συνέπεια, το guidance των διοικήσεων για το 2023 φαίνεται να είναι αρκετά συντηρητικό. Μετά την ανάλυση ενός συνδυασμού δεδομένων IFRS9 (Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς), ληξιπρόθεσμων δανείων και μακροοικονομικών δεικτών (αύξηση ΑΕΠ και τιμές ακινήτων), η Axia πιστεύει σθεναρά ότι το κόστος κινδύνου θα κινηθεί πολύ καλύτερα του guidance, ιδίως για την Τράπεζα Πειραιώς. Με παρόμοιο τρόπο, αναμένει ότι η Alpha Bank θα χρησιμοποιήσει τα υψηλότερα έσοδα, για να αυξήσει το κόστος κίνδυνου και να ενισχύσει τον δείκτη κάλυψης.
Αίνιγμα η κατανομή του πλεονάζοντος κεφαλαίου
Οι τράπεζες έχουν κλείσει το χάσμα όσον αφορά το δείκτη CET1 έναντι της ΕΕ, αν και ο SSM εξακολουθεί να μην επιτρέπει τις υψηλές πληρωμές μέχρι να μειώσουν τα επίπεδα DTC. Κατά την Axia, η ρυθμιστική - εποπτική αρχή προτιμά να βλέπει τις τράπεζες να ολοκληρώνουν τις επενδύσεις που ενισχύουν την οργανική κερδοφορία έναντι των διανομών. Ως εκ τούτου, η ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά το πλεονάζον κεφάλαιο πρέπει να θεωρείται βασικός - «κλείδί» στην ανάλυση της Axia. Οι τράπεζες θα πρέπει να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία επενδύοντας σε επανεξυπηρετούμενα δάνεια εντός της Ελλάδας, επιδιώκοντας διασυνοριακές εξαγορές μικρής κλίμακας, με επέκταση σε νέες αγορές μέσω κοινοπρακτικών δανείων, παρέχοντας χρηματοδότηση σε ελληνικές εταιρείες σε νέες αγορές, επιταχύνοντας τις επενδύσεις fintech σε συγκεκριμένους τομείς όπως το wealth management, ή τη δημιουργία νέων joint ventures για τη διευκόλυνση των ευκαιριών «cross - selling».