Στα βασικά συμπεράσματα που προέκυψαν και στα όσα τόνισαν οι διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών σε επαφές που είχαν με ισχυρά funds και διαχειριστές στο European Financials Conference που διεξήγαγε η Goldman Sachs στο Παρίσι, αναφέρονται οι αναλυτές του επενδυτικού οίκου.
Έμφαση δόθηκε στην πορεία των καθαρών εσόδων από τόκους και του επιτοκιακού περιθωρίου, με τις ελληνικές τράπεζες να τονίζουν ότι η πορεία των πρώτων εξελίσσεται καλύτερα από ό,τι αρχικώς αναμένονταν, στις αρχές του έτους, γεγονός που οφείλεται κυρίως στο χαμηλότερο - από τις αναμενόμενο - beta καταθέσεων (πιο αργή μετάβαση από τις καταθέσεις όψεως στις προθεσμιακές) και στις πρόσθετες αυξήσεις των επιτοκίων. Ο επενδυτικός οίκος αναφέρεται και στο μέτρο που υιοθέτησαν οι τράπεζες, με τον καθορισμό ενός πλαφόν στο επιτόκιο των ενήμερων στεγαστικών δανείων, με βάση το Euribor τριών μηνών, χρησιμοποιώντας την 31η Μαρτίου του 2023 ως επιτόκιο αναφοράς για μια αρχική χρονική περίοδο δώδεκα μηνών. Οι ελληνικές τράπεζες αναμένουν ότι τα καθαρά έσοδα από τόκους θα φθάσουν στο ανώτατο επίπεδο και σε ευθυγράμμιση με το ανώτατο επίπεδο του επιτοκίου διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ. Παράλληλα, καταγράφεται μια αύξηση του ανταγωνισμού στα μεγάλα εταιρικά δάνεια, που μεταφράζεται σε συμπίεση του περιθωρίου για την εν λόγω κατηγορία, ενώ αντισταθμίζεται από τα ισχυρά επίπεδα ποιότητας του ενεργητικού.
Ως προς την την αύξηση των δανείων, οι τράπεζες έχουν επισημάνει το σχετικά αργό ξεκίνημα κατά το φετινό έτος, ως προς την καθαρή πιστωτική επέκταση λόγω, 1) των σημαντικών αποπληρωμών που υπήρξαν κατά το πρώτο τρίμηνο, κυρίως από εταιρείες στον κλάδο της ενέργειας που χρησιμοποίησαν την πλεονάζουσα ρευστότητα για να αποπληρώσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις, πριν από τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων και 2) της αβεβαιότητας γύρω από τις εκλογές, η οποία καθυστέρησε ορισμένες αποφάσεις γύρω από διάφορες επενδύσεις (κεφαλαιουχικές δαπάνες - επενδύσεις). Οι διοικήσεις των τραπεζών αναμένουν επιτάχυνση του δανεισμού στο δεύτερο εξάμηνο, λόγω των ισχυρών χορηγήσεων στον επιχειρηματικό κλάδο, ενώ οι στόχοι για το τρέχον έτος ενδέχεται να επιτευχθούν με κάποια καθυστέρηση. Συνολικά, οι ελληνικές τράπεζες αναμένουν ότι η αύξηση των επιχειρηματικών δανείων θα είναι μεταξύ των κύριων «μοχλών» της αύξησης των χορηγήσεων το 2023 - 2025, ενώ η ανάπτυξη προς τα τμήματα του retail (λιανεμπόριο) και των στεγαστικών δανείων αναμένεται να είναι πιο υποτονική λόγω των υψηλότερων επιτοκίων. Επιπλέον, οι τράπεζες αναμένουν ότι τα κυβερνητικά προγράμματα στήριξης για τα στεγαστικά δάνεια θα στηρίξουν τη ζήτηση σε αυτόν τον κλάδο.
Στο σκέλος της ρευστότητας, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν έναν μέσο δείκτη κάλυψης ρευστότητας (LCR) στο 205% στο πρώτο τρίμηνο και αναμένουν, ο δείκτης να παραμείνει αρκετά υψηλότερα από το 100% μετά την προγραμματισμένη αποπληρωμή της χρηματοδότησης από το πρόγραμμα TLTRO της ΕΚΤ κατά τη διάρκεια του 2023 - 2024. Κατά μέσο όρο οι ελληνικές τράπεζες είχαν δείκτη δανείων προς καταθέσεις στο 0,67x το πρώτο τρίμηνο το οποίο συγκρίνεται με το 0,9x περίπου στην Ευρώπη.
Για την ποιότητα ενεργητικού, οι ελληνικές τράπεζες τόνισαν την ευνοϊκή ποιότητα που συνεχίστηκε στο δεύτερο τρίμηνο και σε γενικές γραμμές, το σταθερό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Η εικόνα του πρώτου εξαμήνου είναι καλύτερη από ό,τι είχε προϋπολογιστεί στο guidance των διοικήσεων, λόγω της αρχικής προσδοκίας σημαντικότερων σχηματισμών NPEs εν μέσω υψηλών επιτοκίων. Όλες οι ελληνικές τράπεζες έχουν τονίσει ότι ενδέχεται να αναθεωρήσουν προς τα κάτω τον στόχο για το κόστος κινδύνου για το 2023 (σε σχέση με εκείνο που υπήρξε στο guidance στην αρχή του έτους).
Επιπλέον, όλες οι ελληνικές τράπεζες επιβεβαίωσαν τα σχέδιά τους να επαναφέρουν τις διανομές μερισμάτων το 2024 (από τα κέρδη της φετινής χρήσης), μετά από περισσότερο από μια δεκαετία, ενώ οι προοπτικές για τη διανομή μερίσματος κυμαίνονται μεταξύ 10% και 30% των καθαρών κερδών. Η επαναφορά του μερίσματος θα απαιτήσει την έγκριση της ρυθμιστικής αρχής (SSM - ΕΚΤ). Σύμφωνα με τις ελληνικές τράπεζες, τα τρία κύρια κριτήρια που εξετάζονται από τη ρυθμιστική αρχή είναι: 1) το επίπεδο του δείκτη NPE, όπου το κατώτατο όριο είναι το 10%, 2) η βελτιούμενη πορεία της βιώσιμης δημιουργίας οργανικών κεφαλαίων και 3) το απόλυτο επίπεδο του δείκτη CET1.
Τέλος, για την αναβάθμιση στο καθεστώς του «investment grade», οι διοικήσεις των τραπεζών αναμένουν την υλοποίηση εντός ή γύρω στο Σεπτέμβριο. Οι τράπεζες αναμένουν ότι η πιθανή ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα ανοίξει την πόρτα για την αναβάθμιση του εταιρικού χρέους και αυτού των ελληνικών τραπεζών. Οι τράπεζες παρατηρούν ότι ενώ τα spreads των ελληνικών κρατικών τίτλων μειώνονται, η κίνηση στα ομόλογα των τραπεζών έχει μείνει πίσω και μπορεί να συνεπάγεται ένα περιθώριο για ανατιμολόγηση, αργότερα. Οι ελληνικές τράπεζες αναμένεται να εκδώσουν ομόλογα, συμπεριλαμβανομένων τίτλων για την ενίσχυση των MREL (δείκτης Ελαχίστων Απαιτήσεων Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων), με χαμηλότερο επίπεδο αποδόσεων, μετά το καθεστώς της επενδυτικής βαθμίδας. Επίσης, αναμένουν ότι η επενδυτική βαθμίδα θα προσελκύσει νέες κατηγορίες επενδυτών (σε όλα τα εγχώρια assets), τονώνοντας έτσι τις επενδύσεις και τη ρευστότητα στην οικονομία.