Σε παζλ με διαστάσεις που αφορούν δανειολήπτες, καταθέτες και τράπεζες και το οποίο προσπαθούν να λύσουν κυβέρνηση, αλλά και ΕΚΤ, έχουν εξελιχθεί τα επιτόκια.
Με το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να συνεδριάζει μεθαύριο Πέμπτη για να λάβει απόφαση αν θα συνεχίσει για 14ο μήνα να αυξάνει τα επιτόκια ή θα τηρήσει στάση αναμονής μέχρι νεωτέρας από το μέτωπο του πληθωρισμού, το μόνο δεδομένο είναι ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν για αρκετό καιρό σε υψηλά επίπεδα, παγιώνοντας νέα δεδομένα για τους καταναλωτές και τις τράπεζες.
Μετά την δημοπρασία εντόκου γραμματίου του Ελληνικού Δημοσίου με απευθείας συμμετοχή μικροεπενδυτών για την παροχή υψηλής απόδοσης, ανταγωνιστικής αυτών των τραπεζών, η πραγματικότητα των υψηλών επιτοκίων που ήρθαν για να μείνουν ωθεί την κυβέρνηση και σε νομοθετική παρέμβαση προς όφελος των δανειοληπτών. Απαντώντας χθες σε ερώτηση του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλου στη Βουλή, ο Υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Χάρης Θεοχάρης, προανήγγειλε νομοσχέδιο που θα φέρει το επόμενο χρονικό διάστημα στη Βουλή το ΥΠΕΘΟ, στοχεύοντας στη διεύρυνση της γκάμας επιλογών των δανειοληπτών για τη λήψη δανείου. Η νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης θα δίνει εναλλακτικές λύσεις στους δανειολήπτες, αυξάνοντας τις επιλογές τους έτσι ώστε ο ανταγωνισμός να λειτουργήσει υπέρ τους.
«Τόσο για τις καταθέσεις όσο και για τα δάνεια», είπε ο Υφυπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, «στοχεύουμε στη μείωσή τους και στο κλείσιμο της ψαλίδας του spread μεταξύ τους». Ωστόσο, ο κ. Θεοχάρης έκανε διάκριση για τους καταθέτες, υπενθυμίζοντας ότι υπάρχουν ήδη επιλογές για υψηλότερα επιτόκια, τις οποίες θα πρέπει να αναζητούν.
«Οι καταθέτες έχουν επιλογές. Υπάρχουν ήδη διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις και γι' αυτό ξεκινήσαμε τη διαδικασία της συμμετοχής των πολιτών στις εκδόσεις ομολόγων του Δημοσίου. Εάν π.χ. κάποιος καταθέτης παίρνει επιτόκιο 0,30% ή 0,60% από την τράπεζά του, μπορεί να πάρει 4% από το Ελληνικό Δημόσιο», είπε ο Χ. Θεοχάρης, σημειώνοντας ότι είμαστε η χώρα που χρησιμοποιεί τις προθεσμιακές καταθέσεις πολύ λιγότερο από οποιαδήποτε άλλη στην Ευρώπη. Το παράδοξο αυτό είχε επισημάνει σε δημοσίευμά του το insider.gr, ενώ την ανάγκη και ευθύνη των καταθετών να αναζητούν τις προσφερόμενες υψηλότερες αποδόσεις σε σχέση με το ταμιευτήριο είχε τονίσει και ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης.
Το «καμπανάκι» του Α. Ένρια στις τράπεζες
Την ίδια στιγμή, τα υψηλά επιτόκια και το spread μεταξύ επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων αποτελεί πηγή κερδοφορίας, αλλά και εφησυχασμού για τις τράπεζες. Αυτό προκύπτει από το «καμπανάκι» που σήμανε χθες στις τράπεζες ο επικεφαλής του SSM, Αντρέα Ένρια, δίνοντας συνέντευξη στο Bloomberg, δύο ημέρες πριν από την επιλογή της διαδόχου του στο τιμόνι του εποπτικού οργάνου της ΕΚΤ (σ.σ. αύριο η ΕΚΤ ανακοινώνει την επιλογή της μεταξύ της αντιπροέδρου της Bundesbank, Κλαούντια Μπουχ, και της αναπληρώτριας διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Ισπανίας, Μαργκαρίτα Ντελγκάδο).
«Υπάρχουν τράπεζες που έχουν υπερβολικά ρόδινες προβλέψεις. Είμαστε ακόμα σε ένα πολύ αβέβαιο περιβάλλον. Το περιβάλλον των επιτοκίων έχει αλλάξει πολύ γρήγορα και ακόμα δεν γνωρίζουμε πού θα σταθεροποιηθεί. Τα επιτοκιακά περιθώρια διευρύνονται, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να διαρκέσει για πάντα. Έπειτα, τίθεται το ερώτημα πόσο η αύξηση των επιτοκίων θα επηρεάσει και την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών και συνεπώς τις ανάγκες για (υψηλότερες) προβλέψεις», είπε ο Α. Ένρια, καλώντας τις τράπεζες να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές. Μάλιστα, ερωτώμενος γιατί οι ευρωπαϊκές τράπεζες συνεχίζουν να διαπραγματεύονται με discount και δεν δείχνουν να είναι ελκυστικές στους διεθνείς επενδυτές, ο επικεφαλής του SSM δήλωσε ότι από συζητήσεις με συμμετέχοντες στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων επενδυτών, οι εποπτικές αρχές λαμβάνουν το μήνυμα πως οι τελευταίοι πιστεύουν ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες είχαν μια καλή χρονιά με κέρδη και μερίσματα, αλλά μια καλή χρονιά δεν αποδεικνύει ότι τώρα έχουν αποκαταστήσει την κερδοφορία σε βιώσιμη και μακροπρόθεσμη βάση.
Το «όχι» του SSM στα μερίσματα και η φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών
Η υψηλή κερδοφορία που έδειξαν οι τράπεζες στην ΕΕ λόγω της απότομης ανόδου των επιτοκίων, έδωσε το έρεισμα για δύο ακόμη ερωτήσεις από τους δημοσιογράφους του Bloomberg στον Αντρέα Ένρια. 1) Την σύσταση – «απαγόρευση» του SSM στις τράπεζες για μη διανομή μερισμάτων, και 2) Την φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών λόγω επιτοκίων.
«Λοιπόν, ο κόσμος θα σας θυμάται για περισσότερα παρά μόνο για την απαγόρευση των μερισμάτων;», ερωτήθηκε ο Α. Ένρια. «Δεν ντρέπομαι καθόλου γι' αυτό και θα το ξαναέκανα αν ήταν οι ίδιες συνθήκες. Είναι κρίμα που, σε άλλες δικαιοδοσίες, η ηθική πειθαρχία του επόπτη είναι πιο αποτελεσματική και οι ίδιες οι τράπεζες αντιλαμβάνονται ότι ίσως δεν είναι πολύ καλή ιδέα να πληρώνουν μεγάλα μερίσματα όταν μαίνεται πανδημία γύρω τους. Στην τραπεζική ένωση, οι τράπεζες δεν ήταν διατεθειμένες να αναλάβουν οι ίδιες αυτήν την ευθύνη και, ως εκ τούτου, η μόνη επιλογή ήταν να εκδώσει ο SSM σύσταση απαγόρευσης», απάντησε.
Όσο για την φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών (σ.σ. μέτρο που ανακοίνωσαν οι κυβερνήσεις σε Ισπανία και Ιταλία), ο Α. Ένρια ανέπτυξε το σκεπτικό του SSM (σ.σ. ουσιαστικά αρνητική «γνωμοδότηση»). «Σε γενικές γραμμές, υπάρχει ανησυχία ότι ένας εφάπαξ φόρος που μπορεί να διαρκέσει για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, θα πλήξει μια τράπεζα σε μια συγκεκριμένη στιγμή μιας μετάβασης – όταν τα επιτοκιακά περιθώρια διευρύνονται κατά τη διάρκεια του ανοδικού κύκλου (των επιτοκίων) και λίγο πριν αυτά αρχίσουν να περνούν και στα επιτόκια καταθέσεων, διαβρώνοντας το προσωρινό αποτέλεσμα (σ.σ. δηλ. τα υψηλά επιτοκιακά έσοδα των τραπεζών από την άνοδο των επιτοκίων στα δάνεια). Η άλλη ανησυχία είναι ότι θέλουμε οι τράπεζες να δίνουν την δέουσα προσοχή στον πιστωτικό κίνδυνο που σχετίζεται με την αύξηση των επιτοκίων και θέλουμε να προβλέπουν ανάλογα. Εάν έχετε φόρους που στοχεύουν στα περιθώρια επιτοκίου, χωρίς να λάβετε υπόψη τον σχηματισμό προβλέψεων και το κόστος, θα μπορούσατε να επηρεάσετε αρνητικά τα κίνητρα για τις τράπεζες (σ.σ. δηλ. να λαμβάνουν μεγαλύτερες προβλέψεις καθώς η άνοδος των επιτοκίων αυξάνει τους κινδύνους για κόκκινα δάνεια). Τέλος, δίνοντας την εντύπωση ότι κάθε φορά που οι ευρωπαϊκές τράπεζες πραγματοποιούν κέρδη, υπάρχει κάποιος που παρεμβαίνει και τα μειώνει, αυτό θα μπορούσε να μειώσει την ελκυστικότητα της επένδυσης στις τράπεζες», εξήγησε ο επικεφαλής του SSM.
Σημειώνεται ότι για την φορολόγηση των υπερκερδών των τραπεζών ερωτήθηκε χθες στη Βουλή και ο Υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Χάρης Θεοχάρης. «Η Κυβέρνηση δεν έχει κανένα πρόβλημα να φορολογεί υπερκέρδη. Το έκανε με τις εταιρείες ενέργειας, το έκανε με τα διυλιστήρια κ.λπ., συνεπώς δεν υπάρχει κανένα ζήτημα σε σχέση με την πολιτική βούλησή της. Όμως, θα πρέπει κι εσείς (σ.σ. απευθυνόμενος στον βουλευτή του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλο) να μας πείτε μια χώρα στην οποία να έχει γίνει κάτι αντίστοιχο. Διότι, ως τώρα έχουμε ακούσει μόνο ανακοινώσεις, αλλά δεν έγινε τίποτε. Άρα λοιπόν θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν κάνουμε προτάσεις, οι οποίες ακούγονται μεν ωραίες στα αυτιά των ανθρώπων που δεν ξέρουν τις λεπτομέρειες, όμως στην πράξη είναι πάρα πολύ δύσκολο να υλοποιηθούν», είπε ο κ. Θεοχάρης.