Το σκεπτικό το οποίο ώθησε τη Helleniq Energy να προχωρήσει πρόσφατα σε δύο «πράσινα» deal στη Ρουμανία, περιέγραψε η διοίκηση του ενεργειακού Ομίλου κατά το πρόσφατο conference call για τα οικονομικά αποτελέσματα δεύτερου τριμήνου και πρώτου εξαμήνου. Όπως εξήγησαν τα στελέχη της Helleniq Energy, σημαντικό πλεονέκτημα της ρουμανικής ενεργειακής αγοράς αποτελεί το γεγονός ότι είναι λιγότερη ώριμη από την ελληνική.
Ακόμη καλύτερα, τα μεγαλύτερα περιθώρια για επενδύσεις στις ΑΠΕ συνδυάζονται με προοπτικές αύξησης της ζήτησης σε ηλεκτρική ενέργεια στη χώρα. Την ίδια στιγμή, που η τοπική αγορά διασφαλίζει υψηλότερες αποδόσεις για τις «πράσινες» μονάδες ηλεκτροπαραγωγής.
Όπως είναι φυσικό, πλεονεκτήματα όπως τα παραπάνω δεν περιορίζονται μόνο στη Ρουμανία, αλλά «αγγίζουν» σχεδόν το σύνολο των βαλκανικών χωρών. Χώρες που, για παρόμοιους λόγους, έχουν μπει στο κάδρο αρκετών ακόμη ελληνικών ενεργειακών Ομίλων.
Ανάλογη εικόνα και στο αέριο
Μάλιστα, η χαμηλή (προς το παρόν) διείσδυση των ΑΠΕ στα όμορα ηλεκτρικά συστήματα, αλλά και τα συγκριτικά μικρότερα κόστη ανάπτυξης έργων, δεν είναι οι μόνοι λόγοι που έχουν καταστήσει ελκυστικές τις βαλκανικές αγορές για «πράσινες» επενδύσεις από εγχώριους «παίκτες». Κι αυτό γιατί οι αγορές αυτές θα συνεχίσουν (τουλάχιστον για κάποια ακόμη χρόνια), να συμμετέχουν στην κάλυψη μέρους της κατανάλωσης του ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος.
Ως αποτέλεσμα πάροχοι ρεύματος οι οποίοι είναι net-buyer θα μπορούν να συμπληρώνουν το «καλάθι» προμήθειάς τους με εισαγωγές από χαρτοφυλάκια ΑΠΕ που τους ανήκουν. Ενδεικτικό παράδειγμα η ΔΕΗ η ηλεκτροπαραγωγή της υπολείπεται των ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας που χρειάζεται για να καλύψει την προμήθεια ενέργειας στους πελάτες της.
Αν και σε μικρότερο βαθμό, ανάλογη «ασυμμετρία» της ελληνικής αγοράς με τις υπόλοιπες βαλκανικές ισχύει και για το φυσικό αέριο. Έτσι, τη στιγμή που το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) προβλέπει συγκράτηση της εγχώριας κατανάλωσης μέχρι το τέλος της 10ετίας, στις γειτονικές χώρες οι προβλέψεις συγκλίνουν σε σημαντική αύξηση της ζήτησης, ενόψει της απόσυρσης γερασμένων και ρυπογόνων ηλεκτροπαραγωγικών σταθμών, που καίνε ορυκτά καύσιμα.
Ως συνέπεια, για τους σημαντικούς «παίκτες» στην ελληνική αγορά φυσικού αερίου, η διεθνής επέκταση λειτουργεί ως αντίβαρο στο «φρένο» στην εγχώρια ζήτηση.
Η περίπτωση της Ρουμανίας
Οι αναφορές των στελεχών της Helleniq Energy στη Ρουμανία έγιναν «στη σκιά» των ανακοινώσεων του Ομίλου για δύο «πράσινες» επενδύσεις στη χώρα. Η πρώτη επένδυση αφορά την εξαγορά από τη Mytilineos 4 υπό ανάπτυξη φωτοβολταϊκών πάρκων 211 MW. Το δεύτερο deal αφορά την καταρχήν συμφωνία με developer για την ανάπτυξη χαρτοφυλακίου φωτοβολταϊκών πάρκων συνολικής ισχύος έως 600 MW.
Στα ενεργειακά deal στη Ρουμανία, με ελληνικό «άρωμα», ιδιαίτερο αποτύπωμα έχει η απόκτηση από τη ΔΕΗ της Enel Romania από την ιταλική Enel. Η συγκεκριμένη εξαγορά καλύπτει επίσης τον τομέα της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς στη ΔΕΗ περιέρχεται ένα χαρτοφυλάκιο 3 εκατ. πελατών.
Επίσης, στα asset της Enel Romania περιλαμβάνεται ένα σημαντικό (και κομβικό επιχειρηματικά) μέρος των δικτύων διανομής στη χώρα, μήκος 140.000 χιλιομέτρων. Ωστόσο, έχει και σημαντική επίδραση στη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος της ΔΕΗ, το οποίο με το deal υαξάνεται κατά 12 μονάδες ΑΠΕ συνολικής ισχύος 534 MW. Επίσης, στα asset της Enel Romania περιλαμβάνονται επιπλέον έργα ΑΠΕ συνολικής ισχύος 5.000 MW, που βρίσκονται σε διάφορα στάδια ανάπτυξης.
Μάλιστα, η ΔΕΗ έχει προχωρήσει σε δύο ακόμη εξαγορές στη Ρουμανία, ξεκινώντας από την εξαγορά ενός αιολικού πάρκου ισχύος 84 MW, με την απόκτηση της Land Power από τη Lukoil. Νωρίτερα, η ΔΕΗ είχε εξαγοράσει φωτοβολταϊκά συνολικής ισχύος 210 MW από τη Mytilineos.
Κύπρος και Δυτικά Βαλκάνια
Πρώτος σταθμός της επέκτασης της Helleniq Energy εκτός συνόρων στις ΑΠΕ ήταν η Κύπρος, με τον Όμιλο να αποκτά το πρώτο «κύμα» έργων, ισχύος 15 MW, από τα 100 MW περίπου που σχεδιάζει να αναπτύξει στη Μεγαλόνησο. Μάλιστα, ίδρυσε και εταιρεία προμήθειας, ώστε να αποκτήσει καθετοποιημένα χαρακτηριστικά η παρουσία του στο νησί (υπενθυμίζεται ότι ο Όμιλος δραστηριοποιείται εδώ και χρόνια στην τοπική λιανική αγορά καυσίμων, όπως και σε αρκετές ακόμη βαλκανικές χώρες).
Στελέχη της ΔΕΗ έχουν δηλώσει επίσημα πως στο «κάδρο» βρίσκονται επίσης η Βουλγαρία και τα Δυτικά Βαλκάνια, για νέες «πράσινες» εξαγορές. Παράλληλα, σε σύμπραξη με την Archirodon, έχει επικρατήσει σε διαγωνισμό στη Βόρεια Μακεδονία, για την ανάπτυξη του υδροηλεκτρικού σταθμού Cebren. Ωστόσο, η διαδικασία δεν έχει ολοκληρωθεί προς ώρας.
Από την άλλη πλευρά, διαθέτοντας ήδη ένα χαρτοφυλάκιο έργων συνολικής ισχύος πάνω από 130 MW σε Βουλγαρία και Πολωνία, η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή στοχεύει να επεκταθεί στην Αλβανία και τη Ρουμανία, αναπτύσσοντας στις τέσσερις αγορές έως το 2030 έργα συνολικής ισχύος άνω του 1 GW. Πιο συγκεκριμένα, στη Βουλγαρία σχεδιάζει να αυξήσει την εγκατεστημένη ισχύ της στα 300 MW, από περίπου 30 MW που είναι τώρα, διεκδικώντας ένα συνολικό μερίδιο από τις «πράσινες» μονάδες 3 GW που προβλέπεται να αναπτυχθούν στη χώρα έως το τέλος της 10ετίας.
Σε σημαντικό portfolio προσβλέπει όμως η εταιρεία και στην Ρουμανία, όπως αυτή τη στιγμή δεν έχει παρουσία, αναπτύσσοντας μονάδες 200-300 MW έως το 2030. Το ίδιο και στην Αλβανία, όπου από τα 1,6 GW «πράσινων» σταθμών που θα αναπτυχθούν ενός 10ετίας, προσβλέπει την υλοποίηση ενός χαρτοφυλάκιου 100-150 MW.