Το τέλος μιας δεκαετίας (2013 – 2023) συνδεδεμένης με προβλήματα για τις ελληνικές συστημικές τράπεζες και με την προσπάθεια για την ανασύνταξή τους, σηματοδοτεί η απεμπλοκή της Eurobank από τον έλεγχο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Μετά τον δρόμο που άνοιξε η Eurobank στις άλλες τράπεζες για τη δραστική εξυγίανσή τους, με την εφαρμογή του εμπροσθοβαρούς της σχεδίου για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων της το 2018, η Τράπεζα ανοίγει και τον δρόμο για την έξοδό τους από τον έλεγχο του ΤΧΣ. Για τη Eurobank, ούσα πλέον πλήρως ιδιωτικοποιημένη μετά την εξαγορά του 1,4% των μετοχών της που είχαν απομείνει στην κατοχή του ΤΧΣ, ο εφεξής στόχος της, όπως τον όρισε ο CEO, Φωκίων Καραβίας, είναι να δημιουργεί αξία και να προωθεί την κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμη ευημερία παντού όπου δραστηριοποιείται και προπάντων, στην Ελλάδα, στηρίζοντας τη σταθερή πορεία της χώρας στον δρόμο της ανάπτυξης.
Υπενθυμίζεται ότι η πρώτη ανακεφαλαιοποίηση της Eurobank είχε γίνει το 2013, με το ΤΧΣ να καλύπτει κεφαλαιακές ανάγκες 6,7 δισ. ευρώ, αποκτώντας ποσοστό 98,60% της Τράπεζας. Το 2014 ακολούθησε η δεύτερη ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας, με ιδιώτες επενδυτές να συνεισφέρουν κεφάλαια 2,9 δισ. ευρώ και το μερίδιο του ΤΧΣ να υποχωρεί στο 35,40%. Το ποσοστό αυτό υποχώρησε στο 2,40% κατά την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση του 2015, συνολικού ύψους 2,1 δισ. ευρώ την οποία κάλυψαν κατά 1,6 δισ. ευρώ ιδιώτες επενδυτές και τα υπόλοιπα καλύφθηκαν από κεφαλαιακές δράσεις για τις οποίες η Τράπεζα είχε δεσμευτεί έναντι του SSM.
Η τριπλή ανακεφαλαιοποίηση όχι μόνο της Eurobank, αλλά και των άλλων τριών συστημικών τραπεζών συνέβη σε μία περίοδο κατά την οποία η Ελλάδα βίωσε μία από τις πιο σοβαρές οικονομικές κρίσεις στην παγκόσμια οικονομική ιστορία μεταπολεμικά, με βαριές συνέπειες και για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Για να φανεί πόσο διαφορετική είναι η σημερινή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών μετά τα «πέτρινα χρόνια» της δεκαετίας της κρίσης, ενδεικτικά είναι όσα είχε αναφέρει το καλοκαίρι ο Διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας. Μιλώντας στο FinForum 2023, ο Διοικητής της ΤτΕ είχε θυμίσει ότι στις αρχές του 2016, σχεδόν το ήμισυ του δανειακού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών ήταν μη εξυπηρετούμενο, ενώ σε τομείς όπως οι μικρομεσαίες και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων ανερχόταν περίπου στα 2/3 του συνόλου. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι τράπεζες αδυνατούσαν να επιτελέσουν το σημαντικό διαμεσολαβητικό τους ρόλο στην οικονομία. Έκτοτε, οι ελληνικές τράπεζες εμφάνισαν πολύ μεγάλη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ιδίως μετά την εφαρμογή του «Ηρακλή», και σήμερα διαθέτουν μονοψήφιο δείκτη ΝΡΕ.
Στην κορύφωση της κρίσης, οι τράπεζες είχαν υψηλή εξάρτηση από τον μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα (ELA) της Κεντρικής Τράπεζας για τη χρηματοδότησή τους, εν μέσω συνεχόμενης εκροής καταθέσεων και αδυναμίας πρόσβασης στις αγορές. Σήμερα, οι τράπεζες τηρούν πλήρως τους εποπτικούς δείκτες ρευστότητας και διαθέτουν σταθερή και διαρκώς αυξανόμενη καταθετική βάση, με πλήρη πρόσβαση στις αγορές, παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτουν ακόμη επενδυτική βαθμίδα.
Τέλος, τα χρόνια της κρίσης οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν σωρευτικά σημαντικές ζημιές, προερχόμενες κυρίως από τον πιστωτικό κίνδυνο, το PSI και την αδυναμία ουσιαστικής επέκτασης των δραστηριοτήτων τους, με αποτέλεσμα να χρειαστούν αρκετοί γύροι ανακεφαλαιοποιήσεων, προκειμένου να αποφευχθεί η πιθανότητα κατάρρευσής τους. Σήμερα, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν σημαντική κερδοφορία, τόσο λόγω της βελτίωσης της ποιότητας του ενεργητικού τους και των υψηλών επιτοκιακών περιθωρίων, όσο και λόγω της πιστωτικής επέκτασης και της υψηλής αποδοτικότητας κόστους, αφού οι ελληνικές τράπεζες έχουν έναν από τους χαμηλότερους δείκτες κόστους έναντι εσόδων στην ευρωζώνη. Η υψηλή κερδοφορία σε συνδυασμό με άλλες ενέργειες κεφαλαιακής ενίσχυσης, οδήγησαν τις ελληνικές τράπεζες να διαθέτουν σήμερα μέσο Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας άνω των ελάχιστων ορίων.
Η πρώτη αποεπένδυση του ΤΧΣ από την Eurobank δρομολογεί την επόμενη έξοδό του, από την Εθνική Τράπεζα. Πρόκειται για την Τράπεζα με τη μεγαλύτερη συμμετοχή του ΤΧΣ (40,4%), η οποία θα διατεθεί τμηματικά. Τα σενάρια που έχουν κυκλοφορήσει για τον τρόπο και τον χρόνο της αποεπένδυσης είναι πολλά, γεγονός ενδεικτικό της μεγαλύτερης δυσκολίας του εγχειρήματος, αλλά και των συνθηκών στις αγορές που πλέον επιβαρύνονται περαιτέρω από τις γεωπολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής υποθέσεις εργασίας – δεδομένου ότι το ΤΧΣ δεν έχει καταλήξει σε αποφάσεις -, εξετάζεται η διάθεση του 20% των μετοχών της ΕΤΕ τον Νοέμβριο μέσω συνδυαστικής προσφοράς σε επενδυτές και διάθεσης μέσω Χρηματιστηρίου. Ειδικότερα, εξετάζεται ποσοστό 15% των μετοχών της ΕΤΕ να διατεθεί με τη μέθοδο του βιβλίου προσφορών σε επενδυτές του εξωτερικού και ποσοστό 5% να διατεθεί στη χρηματιστηριακή αγορά με πρόβλεψη για προτεραιότητα στην κατανομή των μετοχών σε όσους θα είναι ήδη στο μετοχολόγιο της ΕΤΕ κατά την εκκίνηση της διαδικασίας.