Όταν ο Τζον Πολ Ντετζόρια ξεκίνησε για πρώτη φορά να πουλά τεκίλα, ήξερε πολλά για τις επιχειρήσεις - αλλά «τίποτα» για τη βιομηχανία ποτών, με αποτέλεσμα όταν επένδυσε πολλά εκατομμύρια από την προσωπική του περιουσία για να γίνει συνιδρυτής της Patrón το μακρινό 1989, ήταν βέβαιος πως βάδιζε ένα δρόμο προς την... καταστροφή του.
Οι οικονομικοί κίνδυνοι ήταν εμφανείς σχεδόν σε όλους γύρω του, αλλά αυτού του είδους η σκέψη δεν είχε σημασία για τον 79χρονο ζάμπλουτο επιχειρηματία. Ήταν πεπεισμένος ότι είχε ένα προϊόν ανώτερο από οτιδήποτε άλλο στην αγορά και ήξερε ότι μπορούσε να το πουλήσει. Χρειαζόταν μόνο να πάρει αρκετούς ανθρώπους για να το δοκιμάσουν πρώτα. «Ήταν αυτό που έπρεπε να κάνω και, το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη» υπογραμμίζει στη στήλη Make It του CNBC ο αυτοδημιούργητος δισεκατομμυριούχος και φιλάνθρωπος.
Το 1980, όντας επιστάτης και door-to-door πωλητής βιβλίων, ζούσε στο αυτοκίνητό του, μέχρι που συνεργάστηκε με τον κομμωτή Πολ Μίτσελ για να λανσάρει την αυτοκρατορία των προϊόντων για κομμωτήρια John Paul Mitchell Systems. Ξεκινώντας με ένα δάνειο 700 δολαρίων, έχτισαν από κοινού ένα παγκόσμιο brand name με ετήσια έσοδα δισεκατομμυρίων δολαρίων, όπως αποκάλυψε το 2017.
Εννέα χρόνια αργότερα, ο επόμενος επιχειρηματικός συνεργάτης του Ντετζόρια, ο Μάρτιν Κρόλεϊ, επέστρεψε από ένα ταξίδι εργασίας στο Μεξικό με λίγη τεκίλα υψηλής ποιότητας: «Πιο απαλή από οτιδήποτε είχαμε δοκιμάσει ποτέ πριν», όπως ισχυρίστηκε ο Αμερικανός. Το δίδυμο παρήγγειλαν από τον Μεξικανό που διατηρούσε ένα αποστακτήριο, ονόματι Φρανσίσκο Αλκαράζ 1.000 κιβώτια ή 12.000 μπουκάλια τεκίλα.
Η παραγωγή κάθε μπουκαλιού κόστιζε περίπου 20 δολάρια. Καθόρισαν τιμή στα ράφια στα 37,95 δολάρια — και κανείς δεν ενδιαφέρθηκε. Οι δημοφιλείς μάρκες εκείνη την εποχή κοστίζουν 5 έως 15 δολάρια το μπουκάλι σύμφωνα με τον Ντετζόρια. Αφού δεν έβρισκαν μεγάλο διανομέα, αποφάσισε να πουλήσει μικρότερες ποσότητες σε εστιατόρια και μπαρ γύρω από το Λος Άντζελες, ενώ έδωσε δωρεάν δείγματα σε διάσημους φίλους του, δηλαδή σελέμπριτις όπως η ηθοποιός Κλιντ Ίστγουντ.
«Λάτρεψαν την τεκίλα μας και συνέχισαν να παραγγέλνουν μανιωδώς», υπογράμμισε ο Ντετζόρια, με αποτέλεσμα σήμερα, η Patrón να αποτελεί μια από τις κορυφαίες μάρκες τεκίλας στον κόσμο, με περίπου 3 εκατομμύρια πωλήσεις κάθε χρόνο. Το 2018, εξαγοράστηκε από την Bacardi για 5,1 δισ. δολάρια. Τότε, ο Ντετζόρια κατείχε το 70% των μετοχών της Patrón και φέτος το Forbes εκτιμά ότι η καθαρή περιουσία του ανέρχεται σε περίπου 3 δισεκατομμύρια δολάρια.
«Δεν γνωρίζαμε τίποτα για τις bussiness στον συγκεκριμένο κλάδο, αλλά ξέραμε ότι είχαμε την καλύτερη τεκίλα στον κόσμο. Χρειαζόμασταν απλώς να κάνουμε τους ανθρώπους να το δοκιμάσουν. Μετά οι ίδιοι θα φρόντιζα τον εαυτό τους ξοδεύοντας λίγα περισσότερα δολάρια για να λάβουν το καλύτερο προϊόν. Για 10 χρόνια, όλοι όσοι ήξερα που είχαν γενέθλια, επέτειο ή οτιδήποτε άλλο έπαιρναν ένα από τα υπέροχα μπουκάλια μας. Πραγματικά πίστευα πως όποιος γευτεί την τεκίλα μας, δεν θα θέλει καμία άλλη μετά. Ήταν απλά ζήτημα χρόνου. Μας πήρε μερικά χρόνια, αλλά τελικά άρχισε να απογειώνεται» επισημαίνει.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Από θυρωρός σε μοτέλ, με 1,1 δισ. ευρώ στα 45 του: «Ζω ένα όνειρο»
Ταυτόχρονα, τονίζει πως είναι ιδιαιτέρως σημαντικά να μάθετε την ορολογία και το λεξιλόγιο της πιάτσας στην αγορά που κινείστε, ενώ από τις απορρίψεις που έφαγε όταν ήταν 20 ετών, έμαθε να εμπιστεύεται τη διαίσθησή του. «Συνειδητοποίησα επίσης τη σημασία της ποιότητας του προϊόντος. Η Patrón ήταν #1, είχε μακράν την καλύτερη ποιότητα. Απλώς έπρεπε να το δείξουμε σε περισσότερους ανθρώπους. Και, το κάναμε. Οπότε, πρέπει να μην τα παρατάς. Απλώς συνεχίστε να χτυπάτε τις πόρτες μέχρι να έχετε αρκετό κόσμο να σας ακούσει» καταλήγει.