Η εταιρεία λογισμικού κυβερνοασφάλειας του Mίχαελ Μπάουμ, Splunk, πωλήθηκε στη Cisco έναντι 28 δισ. δολαρίων (ή 26,5 σχεδόν δισ. ευρώ), όμως το τεράστιο deal στον τεχνολογικό κλάδο ίσως να μην συνέβαινε ποτέ, ειδικά εάν ο Στιβ Τζομπς δεν επισκεπτόταν το Drexel University το 1983.
Εκείνη την εποχή, ο 61xρονος σήμερα Μπάουμ σπούδαζε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Πανεπιστήμιο με έδρα τη Φιλαδέλφεια. Ο Τζομπς εμφανίστηκε στην πανεπιστημιούπολη για επαγγελματικούς λόγους: σύναψη συνεργασίας με τους επικεφαλής της Drexel ώστε να παράσχει στους φοιτητές ολοκαίνουργιους υπολογιστές Macintosh της Apple, οι οποίοι έκαναν το ντεμπούτο τους τον Ιανουάριο του 1984.
Σε μια ομιλία ένα χρόνο αργότερα, ο Τζομπς φέρεται να αποκάλεσε το Drexel καινοτόμο καθώς «ήταν το πρώτο πανεπιστήμιο που ενσωμάτωσε πλήρως το Macintosh» στις σπουδές των φοιτητών. Για τον Μπάουμ, η εμπειρία ήταν εντυπωσιακή. «Ο Στιβ Τζομπς έπεισε τη σχολή μας να γίνει η πρώτη που υιοθέτησε το Mac για όλους τους νεοεισερχόμενους σπουδαστές. Μόλις είδα το MacPaint και το MacDraw, ήξερα ότι έπρεπε να καταλάβω πώς λειτουργούσαν», δήλωσε στο περιοδικό The Gentleman Magazine που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2022.
Η αγάπη του Μπάουμ για τα ρηξικέλευθα προϊόντα της Apple ήταν «ο έρωτας από την πρώτη ματιά», πρόσθεσε, καθώς εμπνεύστηκε να αλλάξει την ειδικότητά του και να στραφεί στην επιστήμη των υπολογιστών. «Ξαφνικά ο εγκέφαλός μου αναρωτιόταν συνεχώς πώς λειτουργούν αυτά τα μηχανήματα. Έτσι μπήκα για τα καλά στο "τρυπάκι" να μάθω τα πάντα για τα λογισμικά» υπογράμμισε στο BBC το 2020.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Άφησε τη σχολή και άνοιξε επιχείρηση μέσα στην κρίση - Την πούλησε για 345 εκατ. ευρώ
Μετά την αποφοίτησή του το 1985, άρχισε να εργάζεται στην πρώτη του startup, μια επιχείρηση λογισμικού που ονομάζονταν Reality Online και είχε ως στόχο να προβλέψει την επίδοση του αμερικανικού χρηματιστηρίου. Πούλησε την επιχείρηση στο Reuters για ένα άγνωστο ποσό το 1987 και επέστρεψε στα έδρανα ώστε να πάρει μεταπτυχιακό από τη Σχολή Wharton του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια.
Άρχισε παράλληλα να χτίζει το όνομά του ως επιχειρηματίας, δημιουργώντας και πουλώντας πολλαπλές επιχειρήσεις λογισμικού πριν από το 2000. Πέρασε επίσης χρόνο ως επενδυτής στη Silicon Valley και στέλεχος e-commerce στη Walt Disney και τη Yahoo. Το 2003, μαζί με 2 φίλους τους - τον Ρομπ Ντας και τον Έρικ Σουάν - συνίδρυσαν την Splunk, μια εταιρεία με έδρα το Σαν Φρανσίσκο που βοηθά τις επιχειρήσεις να παρακολουθούν και να αναλύουν μεγάλο όγκο δεδομένων. Μάλιστα, ανέπτυξαν και εργαλεία κυβερνοασφάλειας που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη για την καταγραφή data για πιθανές απειλές.
Διετέλεσε Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 2009. Όταν η Splunk εισήλθε στη Wall Street το 2012, η χρηματιστηριακή της αξία ήταν περίπου 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Είναι άγνωστο πόσα χρήματα κέρδισε από την εξαγορά της Splunk από τη Cisco, αλλά αποκάλυψε πως εκείνη την εποχή ήταν ο μεγαλύτερος μέτοχος της εταιρείας.
Κατά τη συνταξιοδότησή του, είχε τον χρόνο να ασχοληθεί ως αμπελουργός: Μετακόμισε την οικογένειά του στην Βουργουνδία της Γαλλίας το 2014 και αγόρασε το οινοποιείο Château de Pommard, όπου είναι σήμερα ιδιοκτήτης. Η «περίεργη ροπή» που τον ώθησε να μάθει περισσότερα για τους υπολογιστές Macintosh του Τζομπς «συνεχίζει να με οδηγεί και να με διακατέχει σήμερα», όπως επεσήμανε, τονίζοντας πως «εξακολουθεί να μου δίνει κίνητρο και να με γεμίζει με χαρά και ενθουσιασμό».