Άκρως θετική είναι η εικόνα που διαμορφώθηκε για τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο μετά το roadshow που διεξήχθη από τη J.P. Morgan, σε συνεργασία με το Χρηματιστήριο Αθηνών, στη Νέα Υόρκη, όπου φιλοξενήθηκαν 22 ελληνικές εταιρείες και development funds.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές του οίκου, οι εγχώριοι οικονομικοί δείκτες σηματοδοτούν μια σχετικά ισχυρή δυναμική για φέτος, ιδιαίτερα σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο, τη στιγμή που οι διοικήσεις των τραπεζών εκτιμούν πως βρίσκονται σε μια καλή θέση στο να «αντέξουν» και να υπερασπιστούν τους δείκτες απόδοσης ενσώματων ιδίων κεφαλαίων (ROTE) παρά τις προοπτικές των χαμηλότερων επιτοκίων, με αναμενόμενη ανάκαμψη στην αύξηση της παροχής δανείων, ισχυρή δημιουργία προμηθειών και χωρίς ενδείξεις υποβάθμισης της ποιότητας του ενεργητικού.
Υπό αυτό το πρίσμα, η J.P. Morgan διατηρεί σταθερή τη «bullish» οπτική της («overweight») για τις ελληνικές τράπεζες σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, στη βάση ενός ευνοϊκού μακροοικονομικού πλαισίου, της πορείας της εξυγίανσης και των «καθαρών» ισολογισμών, της καλής πορείας στο σκέλος της πιστωτικής επέκτασης, των διαρθρωτικών θεμελίων που έχουν ήδη μπει στο σκέλος της κερδοφορίας και των βελτιωμένων προοπτικών στην απόδοση κεφαλαίου.
Ωστόσο, ο αμερικανικός οίκος εστιάζει σε πέντε σημεία:
- Ανάκαμψη της πιστωτικής επέκτασης: Μετά από μια δύσκολη και γεμάτη προκλήσεις χρονιά (2023) για την πιστωτική επέκταση - λόγω των υψηλότερων επιτοκίων και των πρόωρων αποπληρωμών από μεγάλες εταιρείες και επιχειρήσεις - οι διοικήσεις των τραπεζών έδωσαν το «σήμα» της ανάκαμψης, με το τέταρτο τρίμηνο του 2023 να φαίνεται ένα πολλά υποσχόμενο τρίμηνο. Οι τράπεζες προβλέπουν έναν ετήσιο ρυθμό αύξησης των δανείων, της τάξεως του 4% - 6% τα επόμενα χρόνια, λόγω των επενδύσεων που θα «τρέξουν» από εταιρείες και επιχειρήσεις και της χρηματοδότησης που υποστηρίζεται από το RRF, η οποία σε γενικές γραμμές ευθυγραμμίζεται με το προηγούμενο guidance. Η εισροή κεφαλαίων που σχετίζεται με το RRF και θα περάσει υπό τη μορφή χρηματοδότησης στην οικονομία και τις επιχειρήσεις αναμένεται να φτάσει τα 5 δισ. ευρώ φέτος, ή περισσότερο από το 2% του ΑΕΠ και θα διατεθεί κυρίως σε έργα που αφορούν τον ξενοδοχειακό κλάδο, την «πράσινη» μετάβαση και την ανάπτυξη υποδομών. Οι διαχειριστές των ΗΠΑ που συμμετείχαν στο roadshow εστίασαν ιδιαίτερα στην αδύναμη ζήτηση από την πλευρά των νοικοκυριών και στις δυνατότητες μιας μακροπρόθεσμης ανάκαμψης, ιδιαίτερα στην αγορά στεγαστικών δανείων, με ετήσιες εκταμιεύσεις 1 - 1,2 δισ. ευρώ που εξακολουθούν να βρίσκονται μόλις στο 10% των προ κρίσης επιπέδων. «Οι προσπάθειες των τραπεζών να εξορθολογίσουν τις διαδικασίες και να ενισχύσουν τις προτάσεις των πελατών τους, σε συνδυασμό με κυβερνητικές πρωτοβουλίες όπως το ψηφιοποιημένο κτηματολόγιο και τα προγράμματα επιδότησης στεγαστικών δανείων, αναμένεται να ενισχύσουν τον δανεισμό από το 2025», όπως αναφέρουν οι αναλυτές.
- Οι πιέσεις στα καθαρά έσοδα από τόκους στη βάση της επερχόμενης μείωσης των επιτοκίων αναμένεται να είναι μέτριες: Οι προοπτικές των καθαρών εσόδων από τόκους των ελληνικών τραπεζών αποτέλεσε ένα βασικό σημείο στις συνομιλίες μεταξύ των διοικήσεων και των επενδυτών, καθώς ο αναπτυξιακός κύκλος του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου (NIM) πλησιάζει προς ένα υψηλό και λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένοι από τους ίδιους παράγοντες που οδήγησαν στην απότομη άνοδο των καθαρών εσόδων από τόκους (αύξηση 51% ετησίως στο εννεάμηνο του 2023) ενδέχεται να τα οδηγήσουν ξανά υπό πίεση όταν ο κύκλος του ρυθμού αλλάξει. Παρά το γεγονός ότι η προθεσμιακή καμπύλη σηματοδοτεί χαμηλότερα επιτόκια σε πιο σύντομο χρονικά διάστημα, το μήνυμα από τις τράπεζες είναι ότι το «delta» από το υπάρχον guidance θα ήταν σχετικά μέτριο, κυρίως λόγω των προσπαθειών για μείωση της ευαισθησίας, καλύτερη αναμενόμενη αύξηση των δανείων και ευνοϊκές τάσεις στο κομμάτι των καταθέσεων. Οι τράπεζες επενδύουν σε προϊόντα σταθερού επιτοκίου και επανεπενδύουν περιουσιακά στοιχεία που λήγουν με υψηλότερα επιτόκια. Η Alpha Bank έχει περίπου 5 δισ. ευρώ τίτλων που λήγουν έως τα τέλη του 2026 που θα επανεπενδυθούν με premium 1% - 2% σε σχέση με τις τρέχουσες αποδόσεις. Τα παράγωγα με τη μορφή «fixed - rate receivers» είναι ένας άλλος τομέας που εστιάζουν οι τράπεζες, αν και είναι σχετικά περιορισμένης διάστασης λόγω του σημείου εκκίνησης και των απότομων κινήσεων στην τιμολόγηση των αγορών.
- Η αλλαγή παραδείγματος στο asset management και στο bancassurance προσφέρει μια σημαντική ευκαιρία στην αγορά: Σύμφωνα με τη J.P. Morgan οι ελληνικές τράπεζες είναι αισιόδοξες για την αύξηση των εσόδων από αμοιβές και προμήθειες, με ιδιαίτερη έμφαση στην αυξανόμενη διείσδυση στο asset management και στο bancassurance. Τα υπό διαχείριση ελληνικά περιουσιακά στοιχεία ανθούν με αξιοσημείωτη ετήσια αύξηση 10% τα τελευταία τρία χρόνια, υπεραποδίδοντας σε μεγάλο μέρος έναντι της Ευρώπης. Ωστόσο, το μέγεθος της εγχώριας αγοράς παραμένει μέτριο, ιδιαίτερα μικρότερο από αντίστοιχες αγορές όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία, για λόγους που που μας πάνε πίσω, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, συμπεριλαμβανομένης της μεγαλύτερης εξάρτησης από το κράτος, τόσο για ασφάλιση υγείας όσο και για συντάξεις, τον υψηλό κατακερματισμό του τραπεζικού κλάδου που οδήγησε σε καλύτερα επιτόκια αποταμίευσης για προϊόντα καταθέσεων και τον χαμηλό χρηματοοικονομικό αλφαβητισμό. Πλέον, η ανάπτυξη καθοδηγείται από την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, την ανάκαμψη από την οικονομική κρίση, τη βελτίωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τις τεχνολογικές εξελίξεις που διευρύνουν την προσβασιμότητα των προϊόντων και τις υποστηρικτικές κυβερνητικές πρωτοβουλίες.
Στον ασφαλιστικό κλάδο, ένα παράδειγμα είναι η εισαγωγή της υποχρεωτικής ασφάλισης περιουσίας για ορισμένες επιχειρήσεις καθώς και οι φορολογικές εκπτώσεις για τα νοικοκυριά. Η Alpha Bank σημείωσε ότι, παρά το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης που φτάνει στο 75%, μόνο το 15% των ελληνικών κατοικιών ήταν ασφαλισμένα, που είναι μεταξύ των χαμηλότερων στην Ευρώπη, αποκαλύπτοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες δυνατότητες κάλυψης της αγοράς. Η διοίκηση της Alpha επισήμανει επίσης ότι «πρέπει να γίνουν πολλά ακόμη για τις τράπεζες για να αξιοποιήσουν αυτή την ευκαιρία, συμπεριλαμβανομένης της διάθεσης των κατάλληλων πόρων και της εξέλιξης των μοντέλων των υποκαταστημάτων προς μια συμβουλευτική προσέγγιση, ενώ η τράπεζα αναμένεται επίσης να επωφεληθεί από την τεχνογνωσία της UniCredit σε διάφορα προϊόντα και τεχνολογία - τεχνογνωσία».
- Η ποιότητα του ενεργητικού παραμένει ανθεκτική, το κόστος κινδύνου εξομαλύνεται προς επίπεδα χαμηλότερα των 50 μονάδων βάσης κατά τη διάρκεια του κύκλου: Η ποιότητα του ενεργητικού παραμένει ισχυρή παρά τα υψηλότερα επιτόκια, υποστηριζόμενη από την ισχυρή μακροοικονομική δυναμική, τη χαμηλή μόχλευση των εταιρειών και των νοικοκυριών, καθώς και του ανώτατου ορίου (πλαφόν) που έχει τεθεί σε δάνεια ευάλωτων νοικοκυριών. Στο χαρτοφυλάκιο των επιχειρηματικών δανείων, το οποίο περιλαμβάνει τα δύο τρίτα των συνολικών δανείων, οι τράπεζες θέλησαν να τονίσουν ότι η κερδοφορία του κλάδου βρισκόταν σε υψηλά πολλών ετών. Από την πλευρά των στεγαστικών δανείων, η αύξηση της απασχόλησης και οι υψηλότεροι πραγματικοί μισθοί βελτιώνουν την οικονομική προσιτότητα των νοικοκυριών, ενώ οι διοικήσεις τόνισαν επίσης ότι τα περισσότερα από τα υπόλοιπα στεγαστικά είναι παλαιότερα «vintage» που έχουν αντέξει από την περίοδο της κρίσης και είναι διαρθρωτικά λιγότερο ευαίσθητα στις μεταβολές των επιτοκίων (με 40% - 50 % pass - through έναντι 70% - 80% για το συνολικό βιβλίο). Οι πηγές κινδύνου περιλαμβάνουν τα δάνεια μικρών επιχειρήσεων και στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου που εκταμιεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό κατά την περίοδο 2018 - 2020, τα οποία σύμφωνα με την Εθνική ανέρχονται στο 8% του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων της, αν και με υψηλά επίπεδα κάλυψης και μέχρι στιγμής χωρίς δείγματα πιέσεων. «Συνολικά, ακούσαμε από την Εθνική ότι το κόστος κινδύνου αναμένεται να κινηθεί χαμηλότερα από τις σημερινές 70 - 80 μονάδες, σε επίπεδα χαμηλότερων των 50 μονάδων βάσης τα επόμενα χρόνια, με το κόστος κινδύνου για νέα flows στις 35 μονάδες βάσης, που είναι ένα πιο θετικό μήνυμα από ό,τι είχαμε ακούσει προηγουμένως», αναφέρουν οι αναλυτές.
Η διαφορετική προσέγγιση Eurobank - ΕΤΕ και η επαναγορά του 8% του ΤΧΣ από την τελευταία
- Ισχυρό μήνυμα για την κεφαλαιακή ανάπτυξη και την επιστροφή κεφαλαίου: Οι ελληνικές τράπεζες φάνηκαν αισιόδοξες για την επιστροφή κεφαλαίου από το 2024 με μια προσεκτική «ματιά» ως προς το payout από τον SSM για τα κέρδη της χρήσης του 2023. Οι αρχικοί δείκτες διανομής μερισμάτων αναμένεται αρχικώς να κινηθούν σε μέτρια επίπεδα, ήτοι από 10% για την Πειραιώς έως πάνω από 25% για τη Eurobank και την Εθνική Τράπεζα (σύμφωνα με το προηγούμενο guidance), αλλά φαίνεται να αυξάνονται σταδιακά, φτάνοντας ενδεχομένως το 40% - 50%. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρούς δείκτες κεφαλαίου με τους οποίους ξεκινούν οι τράπεζες, ιδίως η Εθνική Τράπεζα και η Eurobank, καθώς και την υψηλή οργανική δημιουργία κεφαλαίου που αναμένεται το 2024 - 2026, η χρήση της πλεονάζουσας ρευστότητας γίνεται όλο και πιο σημαντική. Ενώ η Eurobank έδωσε έμφαση στις συνεχιζόμενες συγχωνεύσεις και εξαγορές στην Κύπρο, η Εθνική ισχυρίστηκε ότι δεν υπήρχε σχεδόν καμία ευκαιρία συγχωνεύσεων και εξαγορών που να είχε μια οικονομική λογική και αξία.
Ως εκ τούτου, η τράπεζα θα εστιάσει σε αγορές χαρτοφυλακίου καθώς και σε συνεργασίες για την κεφαλαιακή της ανάπτυξη. Ένας βασικός τομέας στον οποίο δίνει έμφαση είναι η επανένταξη των δανείων που αναδιαρθρώνονται από τους servicers και αποδεικνύονται ενήμερα με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο (RPLs) που βρίσκονται επί του παρόντος στα χέρια των servicers ή στα private equity funds και πωλήθηκαν κατά τη διάρκεια της εξυγίανσης, καθώς και η χρηματοδότηση για ανακτηθέντα assets και η απόκτηση NPEs, με το δυνητικό μέγεθος της αγοράς να εκτιμάται στα 20 - 40 δισ. ευρώ.
«Τα buybacks είναι επίσης ξεκάθαρα στο επίκεντρο, και ακούσαμε από μια τράπεζα ότι ο SSM ενδέχεται να προτιμά ένα «one time» - εφάπαξ buyback για τη βέλτιση αξιοποίηση του πλεονάζοντος κεφαλαίου, έναντι μιας υψηλότερης διανομής μερίσματος, βραχυπρόθεσμα. Σημειώνουμε ότι ήδη υποθέτουμε μια επαναγορά ιδίων της τάξεως του 8% από την Εθνική για φέτος σε σχέση με το υπόλοιπο 18% του ποσοστού του ΤΧΣ στην τράπεζα, ενώ η διοίκηση της τράπεζας αναφέρθηκε στο ευρύτερο σχεδιασμό του buyback τονίζοντας πως δεν αφορά αποκλειστικά στο ποσοστό του ΤΧΣ», αναφέρει η J.P. Morgan.