Έχουν περάσει δύο χρόνια από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και οι ευρωπαϊκές τράπεζες, όχι μόνο δεν έχουν αποχωρήσει από τη Ρωσία, αλλά εξακολουθούν να διατηρούν κερδοφόρες μονάδες με εκτεταμένη δραστηριότητα στη χώρα, παρά τις δημόσιες εκκλήσεις για περιορισμό των εργασιών τους.
Οι πέντε ευρωπαϊκές τράπεζες με τη μεγαλύτερη παρουσία στη Ρωσία έχουν μειώσει το προσωπικό τους εκεί κατά μόλις 3% από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, ενώ τα κέρδη τους έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί, χάρη στα υψηλά επιτόκια που απολαμβάνουν από τον πακτωλό χρημάτων που παραμένουν «παγωμένα» στη Ρωσία.
Ο αργός ρυθμός αποχώρησης των τραπεζών έχει προκαλέσει την αντίδραση της ΕΚΤ, η οποία πιέζει τους «αργοπορημένους» τραπεζικούς κολοσσούς να επισπεύσουν την διαδικασία «αποδέσμευσης» από τη ρωσική επικράτεια.
Μία από τις ανησυχίες που έχουν προκύψει, είναι ότι η συνεχιζόμενη παρουσία στη Ρωσία μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο κυρώσεων και προστίμων από τις ΗΠΑ σε βάρος των ευρωπαϊκών τραπεζών, αναφέρει στο Bloomberg πηγή με γνώση του ζητήματος, η οποία θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία της.
Οι οικονομικές κυρώσεις της Δύσης που περιορίζουν δραστικά τις δραστηριότητες των εταιρειών στη Ρωσία, σε συνδυασμό με τους τοπικούς κανονισμούς και «χαράτσι» των πωλήσεων, δυσκολεύουν τις τράπεζες να μετακινήσουν τα κεφάλαιά τους από τη χώρα. Οι θυγατρικές των ξένων τραπεζών στη Ρωσία υπόκεινται στους τοπικούς κανονισμούς λειτουργίας, που έρχονται σε αντίθεση με την πίεση που ασκεί η ΕΚΤ στις μητρικές.
Επίσης, βρίσκονται αντιμέτωπες με τον κίνδυνο αντιποίνων από τη ρωσική κυβέρνηση. Το Κρεμλίνο ορισμένες φορές προχωρά σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων εταιρειών ή ιδιωτών από κράτη που δεν θεωρεί «φιλικά προσκείμενα» σε εκείνο.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο η ιταλική Intesa Sanpaolo πήρε έγκριση από τον Πούτιν να πουλήσει τη ρωσική της μονάδα σε μια επιχειρηματική οντότητα που διαχειρίζονται οι managers της θυγατρικής, όμως η διαδικασία κόλλησε για γραφειοκρατικούς λόγους, όπως ανέφερε ο CEO της ιταλικής τράπεζας, Carlo Messina. «Δεν είναι εύκολη η απαλλαγή», δήλωσε τον Φεβρουάριο στην τηλεόραση του Bloomberg.
Η εξαίρεση της Société Générale
Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα είναι η περίπτωση της Société Générale. Της μόνης μεγάλης ευρωπαϊκής τράπεζας που κατάφερε και έφυγε «αναίμακτα» από τη Ρωσία, πουλώντας τη θυγατρική της, Rosbank, μόλις λίγες εβδομάδες από την αρχή της εισβολής -αν και η συμφωνία αποχώρησης από τη Ρωσία ανάγκασε την Société Générale να απομειώσει την αξία της θυγατρικής κατά περισσότερα από 3 δισ. ευρώ. Μετά και την πώληση δύο άλλων μικρότερων μονάδων, η Société Générale είδε το προσωπικό της να μειώνεται κατά περισσότερο από 99% στη Ρωσία.
Άλλη περίπτωση είναι αυτή της ολλανδικής ING Groep NV, η οποία δραστηριοποιείται στη Ρωσία από το 1993 και λέει πως έχει συρρικνώσει τη δραστηριότητά της στη Ρωσία κατά τρία τέταρτα, στα περίπου 1,3 δισ. ευρώ, από τις αρχές του 2022.
«Είναι ντροπιαστικό να είσαι στη Ρωσία αυτήν την περίοδο, δεδομένης της παρούσας πολιτικής κατάστασης», τόνισε ο Nicola de Caro, αναλυτής της Morningstar DBRS με έδρα στη Φρανκφούρτη. «Αλλά την ίδια στιγμή, μια άτακτη έξοδος, ίσως φανεί σαν χάρη προς τις ρωσικές αρχές», πρόσθεσε.
Η Deutsche Bank έχει μειώσει δραστικά το προσωπικό της στη Ρωσία, κυρίως ως συνέπεια της παύσης λειτουργίας ενός μεγάλου IT hub, όμως ακόμη κι έτσι συγκέντρωσε υψηλότερα κέρδη εκεί από το 2021, πριν δηλαδή την εισβολή στην Ουκρανία. Αυτό είναι το σύνηθες για τις τράπεζες που έχουν ακόμα αποθεματικό καταθέσεων στη Ρωσία, δεδομένης της δυσκολίας που έχουν να φέρουν πίσω τη ρευστότητα -αλλά και των διψήφιων επιτοκίων που δίνει η ρωσική Κεντρική Τράπεζα για τις καταθέσεις των τραπεζών. Τα κέρδη της θυγατρικής της αυστριακής Raiffeisen Bank International έχουν υπερτριπλασιαστεί στο εξεταζόμενο διάστημα, ενώ στην περίπτωση της ιταλικής Intesa έχουν 20πλασιαστεί.
Για κάποιες τράπεζες, «η συνεισφορά στα κέρδη είναι υψηλότερη σε σχέση με την περίοδο πριν τον πόλεμο, το οποίο θα πρέπει να εγείρει ανησυχίες στις αρμόδιες αρχές», αναφέρει ο Tomasz Noetzel, αναλυτής του Bloomberg Intelligence. «Ελλοχεύει μεγαλος κίνδυνος να παραβιαστούν, ακούσια, οι κυρώσεις».
Οι τράπεζες των ΗΠΑ αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Η Citigroup διέκοψε σχεδόν όλες τις θεσμικές τραπεζικές υπηρεσίες στη Ρωσία στις αρχές του περασμένου έτους, αν και εξακολουθεί να έχει δεσμευμένα 7 δισ. δολάρια στη χώρα, με τα περισσότερα να είναι με τη μορφή καταθέσεων στην κεντρική τράπεζα και σε άλλους κρατικούς οργανισμούς. Η JPMorgan Chase & Co. λέει ότι είχε «εγκλωβισμένα» περί τα 350 εκατ. δολάρια στη Ρωσία στα τέλη Μαρτίου.