Τα «πυρά» της επενδυτικής κοινότητας με αφορμή άτσαλους ή και λανθασμένους πολιτικούς χειρισμούς κυβερνήσεων και των αμφιβολιών σχετικά με τη βιωσιμότητα του δείκτη αποδοτικότητας ενσώματων κεφαλαίων, ROTE, δέχεται ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος (και συνάμα οι ελληνικές τράπεζες).
Μετά από ένα ακόμη «beat & raise» τρίμηνο (δηλαδή αποτελέσματα καλύτερα του consensus και αναβάθμιση των στόχων) οι ευρωτράπεζες έχουν βρεθεί ξανά στο «μάτι του κυκλώνα» εξαιτίας - αυτή τη φορά - ελέω του πολιτικού ρίσκου και του δυνητικού αντίκτυπου από μια πιθανή εκλογή της Μ. Λεπέν στη Γαλλία.
Οι πρώτοι κλυδωνισμοί στις αγορές - μέσω των τραπεζικών μετοχών - προκλήθηκαν μετά το πέρας των ευρωεκλογών, εξαιτίας της διαχρονικά σκληρής στάσης της Λεπέν προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, όπως και η Τ. Μελόνι έτσι και η Μ. Λεπέν αρχίζει να κάνει πίσω βήματα σε διάφορα σημεία της μεταρρυθμιστικής της ατζέντας, προκειμένου να καθησυχάσει τις αγορές, που θέτουν τους «όρους του παιχνιδιού» (βλ. Λιζ Τρας - Βρετανία, 50 μόλις μέρες διακυβέρνησης).
Άλλωστε και ο Ζορντάν Μπαρντελά, υποψήφιος για την πρωθυπουργία από το κόμμα του «Εθνικού Συναγερμού» φαίνεται να έχει παρόμοιες απόψεις με αυτές της Μελόνι και να «μαλακώνει» σταδιακά τη ρητορική του.
Οι ευρωτράπεζες δέχθηκαν ισχυρές πιέσεις το τελευταίο διάστημα στη βάση των παραπάνω και πλέον διαπραγματεύονται σε άκρως ελκυστικά και φθηνά επίπεδα αποτιμήσεων. Τα ισχυρά επίπεδα κερδοφορίας αλλά και οι γαλαντόμες κινήσεις επιβράβευσης των μετόχων (μέσω διανομών και προγραμμάτων επαναγοράς ιδίων) δεν έχουν συγκινήσει ιδιαίτερα την πλειονότητα της επενδυτικής κοινότητας, ώστε να οδηγήσουν σε ένα σημαντικό re - rating του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου, προς ώρας.
Από την πλευρά της ωστόσο, η Jefferies διατηρεί τη «bullish» οπτική και την εποικοδομητική της στάση για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο λόγω: (1) της δυνατότητας re - rating, με τον κλάδο να διαπραγματεύεται με άκρως χαμηλούς δείκτες αποτίμησης. Συγκεκριμένα, «παίζει» με δείκτη P/E στο 6,7x περίπου για φέτος και δείκτη P/BV στο 0,8x για ROTE στο 11% το 2024 - 2025, (2) των ελκυστικών διανομών προς τους μετόχους (περίπου 10% απόδοση ετησίως κατά μέσο όρο) και (3) της ανθεκτικής κερδοφορίας του κλάδου.
Αν και τα προγράμματα επαναγοράς ίδιων (buybacks) δεν αποτελούν εξ ολοκλήρου το βασικό μοχλό της απόδοσης του κλάδου, παραμένουν ωστόσο μια αναμφισβήτητη πηγή στήριξης των τιμών των μετοχών. Από το 2022, τα προγράμματα επαναγορές ιδίων αποτελούν ένα ισχυρό εργαλείο για τις τράπεζες για να ενισχύσουν τα EPS (κέρδη ανά μετοχή) τους εκτός από τα ονομαστικά κέρδη.
Μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών που καλύπτει η Jefferies, 15 εξ αυτών (Deutsche Bank, UBS, ING, KBC, Standard Chartered, UniCredit, Intesa Sanpaolo, Unipol, NatWest, HSBC, Lloyds, Barclays, Skandinaviska Enskilda, DNB και Danske Bank) «τρέχουν» προγράμματα επαναγοράς ιδίων.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, τα buybacks πλησιάζουν προς την ολοκλήρωσή τους στις Deutsche Bank (89%), KBC (87%), Skandinaviska Enskilda (83%) NatWest (82%), Standard Chartered (78%), Barclays (72%) και HSBC (63%) αλλά παραμένουν σε ποσοστό χαμηλότερο του 30% σε Intesa Sanpaolo, UBS, DNB και UniCredit.
Κατά μέσο όρο, οι τράπεζες αγοράζουν περίπου το 6% του συνολικού ημερήσιου όγκου συναλλαγών τους, μέσω των buybacks, με το μεγαλύτερο ποσοστό αγορών να υλοποιείται από τις βρετανικές τράπεζες και την ING, που ξεπερνά το 7% και το χαμηλότερο στις Deutsche Bank, UBS, Skandinaviska Enskilda, Unipol και DNB. Ο εναπομείναν όγκος των buybacks προς αγορά αντιπροσωπεύει ένα επίπεδο άνω του 3% σε επίπεδο κεφαλαιοποίησης για τις Lloyds, UniCredit και τη ING.
Οι αναλυτές του οίκου εκτιμούν πως με τον ρυθμό που «τρέχουν» τα προγράμματα, τα τρέχοντα buybacks θα διαρκέσουν κατά μέσο όρο για 2,5 μήνες (για τις τράπεζες που καλύπτουν), για τις Unipol, Danske Bank & Lloyds ξεπερνούν τις 100 ημέρες διαπραγμάτευσης ενώ για τις Standard Chartered, HSBC, NatWest, Skandinaviska Enskilda και DBK για λιγότερες από 30 ημέρες διαπραγμάτευσης. Οι αναλυτές αναμένουν την ανακοίνωση νέων προγραμμάτων επαναγοράς ιδίων κατά το πρώτο εξάμηνο από τη Santander (1,5 δισ. ευρώ) και στην CaixaBank (500 εκατ. ευρώ).