Με ένα «technical twist» φέρεται πως θα συνοδεύεται η διαφαινόμενη απόφαση της ΕΚΤ την Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου, να προχωρήσει σε μείωση των επιτοκίων, τη δεύτερη περικοπή του κόστους δανεισμού μετά το «ψαλίδισμα» του Ιουνίου. Υπενθυμίζεται πως τον Ιούλιο η ΕΚΤ διατήρησε τα επιτόκιά της αμετάβλητα.
Το επιτόκιο καταθέσεων (διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων) βρίσκεται επί του παρόντος στο 3,75%, ενώ το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης (πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης) με το οποίο οι τράπεζες μπορούν να δανειστούν χρήματα για μια εβδομάδα ή τρεις μήνες είναι μισή μονάδα υψηλότερα στο 4,25%. Τέλος, το επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης - μια έκτακτη διευκόλυνση μίας ημέρας - είναι στο 4,5%.
Οι ασύμμετρες διαφορές μεταξύ των τριών δεικτών είναι κληρονομιά της εποχής του αρνητικού κόστους δανεισμού της ΕΚΤ, που για να καταπολεμήσουν τον αποπληθωρισμό και να τονώσουν την οικονομία, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μείωσαν το επιτόκιο καταθέσεων βαθιά κάτω από το μηδέν, ενώ δεν μπορούσαν να κάνουν το ίδιο με τα άλλα δύο.
Τι θα αλλάξει;
Σύμφωνα με το Bloomberg, η ΕΚΤ πρόκειται να συρρικνώσει τη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου καταθέσεων και του βασικού επιτοκίου αναχρηματοδότησης - από 50 μ.β. σε 15 μ.β. Η διαφορά μεταξύ του τελευταίου και του επιτοκίου οριακής χρηματοδότησης θα παραμείνει αμετάβλητη στις 25 μονάδες βάσης. Εάν τελικά η ΕΚΤ προχωρήσει στην εν λόγω κίνηση -όπως ευρέως αναμένουν οι οbservers- τα επιτόκια θα αγγίξουν το 3,5%, 3,65% και 3,9%, αντίστοιχα.
Γιατί το κάνει η ΕΚΤ
Από τότε που η ΕΚΤ ξεκίνησε τις μαζικές αγορές ομολόγων το 2015, διαθέτοντας πλεονάζουσα ρευστότητα, τα επιτόκια οριακής χρηματοδότησης - μια έκτακτη διευκόλυνση μίας ημέρας - «παρακολουθούσαν» το επιτόκιο καταθέσεων. Αλλά εδώ και μήνες, το χαρτοφυλάκιο APP μειώνεται με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν επανεπενδύει πλέον τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων κατά τη λήξη τους.
Παράλληλα, στη διάρκεια του β΄ εξαμήνου του έτους, οι υπεύθυνοι χάραξης νομισματικής πολιτικής στην ΕΚΤ -όπως έχουν επανειλημμένα δεσμευθεί- θα μειώσουν το μέγεθος του χαρτοφυλακίου PEPP κατά 7,5 δισ. ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο. Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να τερματίσει τις επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP στο τέλος του 2024.
Ο κύριος στόχος των φορέων χάραξης πολιτικής είναι να ελαχιστοποιήσουν τις διακυμάνσεις, με τη μείωση της διαφοράς μεταξύ των επιτοκίων με τα οποία οι τράπεζες μπορούν να δανειστούν από την ΕΚΤ και να αποθηκεύσουν χρήματα σε αυτήν, να περιορίζει το χάσμα που θα κινηθούν τα επιτόκια της αγοράς μίας ημέρας.