Σε δύο βασικά «αντίδοτα» ενάντια στο κύμα ακρίβειας που εξακολουθεί να ταλαιπωρεί τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν στραφεί οι καταναλωτές, αναζητώντας τις πιο οικονομικές λύσεις για τις αγορές τους στα είδη πρώτη ανάγκης.
Πρόκειται για τις προωθητικές ενέργειες, τάση την οποία στήριζε διαχρονικά ο Έλληνας καταναλωτής κυνηγώντας κάθε είδους προσφορά που έκανε την εμφάνισή της στα σούπερ μάρκετ, αλλά και τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, τα οποία ειδικά την τελευταία τριετία έχουν αναδειχθεί σε βασικό «παίκτη» της αγοράς αυξάνοντας διαρκώς τα μερίδιά τους στο καλάθι της νοικοκυράς, καθώς οι καταναλωτές βρέθηκαν στη δίνη ενός ισχυρού κύματος ανατιμήσεων, με επίκεντρο τα τρόφιμα.
Ούτε οι προωθητικές ενέργειες, ούτε τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας είναι κάτι νέο για τα ελληνικά δεδομένα. Ωστόσο, όπως προκύπτει από την ακτινογραφία του κύκλου εργασιών των ελληνικών αλυσίδων σούπερ μάρκετ, από αυτές τις δύο κατηγορίες προέρχεται τουλάχιστον ο μισός τζίρος των καταστημάτων της οργανωμένης λιανικής τροφίμων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας ερευνών Circana που είδαν το φως της δημοσιότητας πριν από μερικές ώρες και αφορούν στο επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2024, το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας διαμορφώθηκε στο 26,8%, ενώ αντίστοιχα για την ίδια περίοδο το 26,3% των πωλήσεων προήλθε από προϊόντα που πωλούνται στο πλαίσιο προωθητικής ενέργειας και δη σε καθεστώς έκπτωσης ή προσφοράς. Αν αυτά τα δύο ποσοστά προστεθούν, προκύπτει ότι στο επτάμηνο του 2024, το 53,1% των πωλήσεων των σούπερ μάρκετ προήλθαν από προσφορές και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας.
Πώς επιμερίζεται η πίτα
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, με ένα μερίδιο αγοράς που προσεγγίζει το 27%, τα έχει καταστήσει σημαντικό «ρυθμιστή» των εξελίξεων. Τα μη επώνυμα προϊόντα κινούνται μεν με μονοψήφιο ρυθμό ανάπτυξης - 5,3% - αρκετά υψηλότερο ωστόσο του ρυθμού ανάπτυξης των επώνυμων προϊόντων που δεν ξεπερνά το 2,1%. Δεδομένου δε ότι η ιδιωτική ετικέτα αντιστοιχεί στο 26,8% του κύκλου εργασιών των σούπερ μάρκετ, γίνεται αντιληπτό ότι τα branded προϊόντα αντιπροσωπεύουν το υπόλοιπο 73,2%.
Στις επιμέρους δε κατηγορίες το μερίδιο αγοράς της ιδιωτικής ετικέτας ανέρχεται πλέον σε 27,4% στα τρόφιμα, 20,3% στην κατηγορία υγείας και ομορφιάς και 26% στα προϊόντα οικιακής φροντίδας.
Υπενθυμίζεται εδώ ότι εδώ και μερικούς μήνες στα στοιχεία της Circana συνυπολογίζονται πλέον και τα δεδομένα από τη Lidl Hellas.
Σε ό,τι αφορά τις προωθητικές ενέργειες που αντιστοιχούν στο 26,3% των πωλήσεων στο επτάμηνο, εμφανίζονται αυξημένες κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες. Ανοδικά κινήθηκαν και οι τρεις μεγάλες κατηγορίες ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών, με τα ποσοστά τους να διαμορφώνονται ως εξής: 25,9% στα τρόφιμα, 30,3,% στα προϊόντα υγείας και ομορφιάς και 27,7% στα προϊόντα οικιακής φροντίδας.
Στο επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2024, ο συνολικός τζίρος των σούπερ μάρκετ ανήλθε στα 6,83 εκατ. ευρώ, αυξημένος κατά 2,8% σε σχέση με πέρυσι, ενώ κατά 3% αυξήθηκε και ο όγκος πωλήσεων.
Ως προς τις τρεις μεγάλες κατηγορίες προϊόντων, σε αξία πωλήσεων τα τρόφιμα κατέγραψαν τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης - το 3,4% - με την κατηγορία οικιακής φροντίδας να σημειώνει άνοδο κατά 0,3% και την κατηγορία υγείας και ομορφιάς να υποχωρεί κατά 0,3%. Το 81,8% του συνολικού τζίρου της αγοράς προήλθε από την κατηγορία των τροφίμων.
Η διαμόρφωση των τιμών
Σε ό,τι αφορά την πορεία των τιμών στις τρεις μεγάλες προϊοντικές κατηγορίες, στα τρόφιμα η τιμή ανά μονάδα αυξήθηκε κατά 0,8%, στα προϊόντα υγείας και ομορφιάς υποχώρησε κατά 3,3% και στα προϊόντα οικιακής φροντίδας μειώθηκε κατά 1,9%. Αναλύοντας επιμέρους στοιχεία της Circana, προκύπτει ότι οι μεγαλύτερες ανατιμήσεις παρατηρούνται στα προϊόντα μαγειρικής κατά 3,8% και στα σνακς κατά 3,4%. Αυξημένες τιμές εμφανίζουν και τα αναψυκτικά καθώς και τα κατεψυγμένα τρόφιμα κατά 1,6% και 1,5% αντίστοιχα, ενώ αντίθετα, οι μεγαλύτερες μειώσεις τιμών καταγράφονται στα προϊόντα προσωπικής υγιεινής κατά 6,2%, στα γαλακτοκομικά κατά 3,4%, στα προϊόντα για τη φροντίδα του σπιτιού κατά 2,5%, καθώς και στα καθαριστικά κατά 2,2%.
Η ευρωπαϊκή αγορά
Η ιδιωτική ετικέτα δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, καθώς στα χρόνια της πληθωριστικής κρίσης η συνεχής ανάπτυξη του private label άλλαξε τις ισορροπίες στο σύνολο σχεδόν της ευρωπαϊκής αγοράς της οργανωμένης λιανικής.
Πρόσφατο δημοσίευμα της Deutsche Welle υποστήριζε ότι η επιτυχημένη πορεία της ιδιωτικής ετικέτας στα γερμανικά σούπερ μάρκετ συνεχίζεται και, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα μάλιστα με σχετική έρευνα του Ινστιτούτου Ερευνών Λιανικού Εμπορίου (IFH), τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας έχουν λογικές τιμές και καλή ποιότητα. Η πλειονότητα των καταναλωτών σε ποσοστό 74% θεωρεί ότι η ιδιωτική ετικέτα είναι εξίσου καλή με ένα επώνυμο προϊόν ενώ ένα 72% δηλώνει ότι τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας έχουν καλύτερη σχέση τιμής και απόδοσης. Στοιχεία του Consumer Panel της Εταιρείας Καταναλωτικών Ερευνών GfK δείχνουν, την ίδια στιγμή, ότι τα επώνυμα προϊόντα κατέγραψαν τα τελευταία χρόνια αυξήσεις τζίρου μόλις 4%, με ταυτόχρονο περιορισμό του όγκου πωλήσεων κατά 5%. Σε αντίθεση, ο τζίρος από τις πωλήσεις ιδιωτικών ετικετών αυξήθηκε κατά 14%, με σχετικά μικρή αύξηση του όγκου πωλήσεων.
Την ίδια ώρα, όπως προκύπτει από πρόσφατη έκθεσή της Ένωσης Κατασκευαστών Προϊόντων Ιδιωτικής Ετικέτας (Private Label Manufacturers Association - PLMA), τα μερίδια της ιδιωτικής ετικέτας συνεχίζουν να αυξάνονται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αγγίζοντας το 38,6% στο πρώτο εξάμηνο του 2024, ποσοστό αυξημένο κατά 0,5% έναντι του πρώτου εξαμήνου του 2023. Σε σύνολο συνολικά 17 ευρωπαϊκών χωρών, τα στοιχεία της NielsenIQ που επεξεργάστηκε η PLMA καταδεικνύουν αύξηση των μεριδίων της ιδιωτικής ετικέτας σε 16 χώρες. Ειδικότερα, σε 11 χώρες το μερίδιο αγοράς των «ανώνυμων» προϊόντων ξεπερνά το 30% και σε έξι χώρες ξεπερνά ακόμη και το 40%. Τα ηνία διατηρεί η Ελβετία, όπου τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας έχουν μερίδιο αγοράς 52,3%, ενώ ακολουθούν με ποσοστό 40,5% η Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία.