Αλλαγή πίστας και προσέγγιση προς τα υψηλά και γενναιόδωρα ευρωπαϊκά πρότυπα ανταμοιβής των μετόχων επιδιώκουν σταδιακά οι εγχώριες συστημικές τράπεζες.
Έχοντας ήδη θέσει τις βάσεις από την, δρομολογούμενη προς κλείσιμο, χρήση του 2024 και με προμετωπίδα τα ισχυρά και συνεχώς αυξανόμενα κεφαλαιακά αποθέματα (capital buffers), μοιάζει εφικτό για τις τέσσερις συστημικές να κινηθούν προς ένα payout της τάξεως του 60% - 70% το 2027 (από κέρδη χρήσης 2026).
Βέβαια, πρόκειται για μια πολυπαραγοντική εξίσωση με μοναδική σταθερά, την προσπάθεια των τραπεζών να δώσουν απαντήσεις, καλύπτοντας το χαμένος έδαφος πολλών ετών.
Το υποτονικό - αδύναμο μακροοικονομικό σκηνικό στην Ευρωζώνη, η δασμολογική ατζέντα του νέου ενοίκου του Λ. Οίκου και η άρρηκτη σύνδεση αυτών με τα επιτόκια και τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ - δολαρίου (ενδέχεται η Ευρωζώνη να «εισάγει» πληθωρισμό - δε θα επιτρέψει η ΕΚΤ πιθανή κατάρρευση του ευρώ προς το 0,98 ανά δολάριο) οδηγούν σε αχαρτογράφητα νερά την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Οι αγορές κλίνουν προς μια αποκλιμάκωση με ρυθμό μία μείωση 25 μονάδων βάσης ανά συνεδρίαση μέχρι τον Ιούλιο, φτάνοντας κατά συνέπεια στο 1,75% το επιτόκιο DFR (επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων). Μερίδα αναλυτών δεν αποκλείει «επιθετικότερους» χειρισμούς από την ΕΚΤ, με κάποια περαιτέρω μείωση προς το δεύτερο εξάμηνο που θα οδηγήσει τα επιτόκια προς το 1,5% ή και χαμηλότερα με ορίζοντα το 2026 - 2027. Ωστόσο, η ΕΚΤ δεν δύναται να αυτονομηθεί σημαντικά από τη Fed από τη στιγμή που η τελευταία «τριμάρει» ήδη τις εκτιμήσεις για φέτος και έχοντας τα επιτόκια στο 4,5% - 4,75%.
Επιπλέον, το hedging με επανεπένδυση τίτλων, η άκρως αποτελεσματική διαχείριση του κόστους καταθέσεων σε συμπαγή χαμηλά επίπεδα και η ισχυρή αναμενόμενη πιστωτική επέκταση (ευνοϊκά spreads δανεισμού), αντισταθμίζει σε μεγάλο βαθμό τον αντίκτυπο της μείωσης των επιτοκίων, με το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο, NIM, (ως ποσοστό του μέσου όρου δανείων) να παραμένει ως εκ τούτου αυξημένο τα επόμενα χρόνια.
Την ίδια στιγμή, οι διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών επιταχύνουν τους ρυθμούς επίλυσης ζητημάτων του παρελθόντος, υπό τη στενή καθοδήγηση του επόπτη, έχοντας βγει από τον στενό «κορσέ» των υψηλών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων - δανείων, και προχωρώντας στην πιο άμεση απόσβεση των υψηλών αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs).
Για την Alpha Bank, οι αναλυτές της Piraeus Securities αναμένουν, στο βασικό τους σενάριο, payout στο 35% και στο 50% για τη χρήση του 2024 και του 2025, όπως έχει καθοδηγήσει η διοίκηση της τράπεζας, με αύξηση στο 60% και 70% τα επόμενα δύο χρόνια. Το συνολικό πλαίσιο επιβράβευσης αναμένεται να διαμορφωθεί στα 219 εκατ. ευρώ για τη χρήση του 2024 και στα 386 εκατ. για την τρέχουσα, ενώ αναμένεται να φτάσει μέχρι και στα 582 εκατ. ευρώ το 2027. Οι αναλυτές αναμένουν διατήρηση του «split» μεταξύ διανομής μερίσματος - buyback στο 50% - 50%. Η ενσώματη λογιστική αξία ανά μετοχή, μετά την ακύρωση του ποσοστού ιδίων, υπολογίζεται στα 3,17 ευρώ φέτος, με υψηλό τα 3,79 το 2027, ενώ ο δείκτης CET1 Fully Loaded θα διαμορφωθεί στο 14,7% (μετά τη διανομή και το buyback) με δείκτη ROTE στο 10,3%.
Για την Εθνική, αναμένεται payout στο 50% για τη χρήση του 2024, σύμφωνα με την καθοδήγηση της τράπεζας, με αύξηση στο 60% για τη φετινή χρήση και σταθεροποίηση στο 70% τα επόμενα δύο χρόνια. Το συνολικό πλαίσιο επιβράβευσης αναμένεται να διαμορφωθεί στα 618 εκατ. ευρώ για τη χρήση του 2024 και στα 643 εκατ. για του 2025, ενώ αναμένεται να φτάσει μέχρι και στα 747 εκατ. ευρώ το 2027. Για τη χρήση που ολοκληρώνεται, αναμένεται το 30% να κατευθυνθεί σε διανομή μερίσματος ύψους περίπου 370 εκατ. ευρώ, ενώ για το υπόλοιπο 20% θα στραφεί σε πρόγραμμα επαναγοράς ιδίων.
Σταδιακά, η ποσόστωση μεταξύ μερίσματος - buyback θα τροποποιηθεί, υπέρ του πρώτου, καθώς μειώνεται το κίνητρο επαναγοράς ιδίων, εφόσον μια μετοχή πέριξ του book value. Συνεπώς στο σενάριο διαμόρφωσης ενός payout 70% (εκτιμάται το 2027) το 50% εξ αυτού θα λάβει τη μορφή διανομής μερίσματος. Η ενσώματη λογιστική αξία ανά μετοχή, μετά την ακύρωση των ιδίων, υπολογίζεται στα 9,41 ευρώ φέτος, με υψηλό τα 11,20 το 2027, ενώ ο δείκτης CET1 Fully Loaded θα διαμορφωθεί στο 16,5%, μετά την επίπτωση της διανομής και του buyback, με ROTE στο 12% (τέλη 2026).
Ελαφρώς χαμηλότερα αναμένεται να κινηθεί έναντι της Εθνικής, η Eurobank στο πεδίο της επιβράβευσης των μετόχων της. Οι αναλυτές αναμένουν διατήρηση του payout στο 50% και για τη χρήση του 2025, δεδομένου ότι η τράπεζα «έκαψε» κεφάλαια για την απόκτηση της Ελληνικής, με αύξηση στο 60% το 2026 και το 2027. Το συνολικό πλαίσιο επιβράβευσης αναμένεται να διαμορφωθεί στα 701 εκατ. ευρώ για τη χρήση του 2024 και κοντά στα 665 εκατ. για του 2025, ενώ αναμένεται να πλησιάσει τα 980 εκατ. ευρώ το 2027.
Για τη χρήση του 2024, αναμένεται το 30% να κατευθυνθεί σε διανομή μερίσματος ύψους περίπου 421 εκατ. ευρώ, ενώ το υπόλοιπο 20% θα στραφεί σε πρόγραμμα επαναγοράς ιδίων ύψους 280 εκατ. ευρώ. Και στην περίπτωση της Eurobank κρίνεται πιο ευνοϊκό λόγω αποτίμησης, να ενισχυθεί το cash προς τους μετόχους καταλαμβάνοντας το 35% - 40% και 45% του payout, έναντι συνόλου 50% και 60% αντίστοιχα. Η ενσώματη λογιστική αξία ανά μετοχή, μετά την ακύρωση του μετοχών που θα αγοραστούν από την τράπεζα, υπολογίζεται στα 2,53 ευρώ για φέτος, με υψηλό τα 3,17 ευρώ το 2027. Ο δείκτης CET1 Fully Loaded αναμένεται να διαμορφωθεί στο 15,9%, μετά την επίπτωση της διανομή και του buyback, με εκτιμώμενο ROTE στο 15% στα τέλη του 2026.
Για την Πειραιώς, αναλυτές εκτιμούν πως το payout θα αυξηθεί στο 50% το 2025 και το 2026, από 35% που έχει καθοριστεί από τη διοίκηση της τράπεζας για τη χρήση του 2024. Το 2027 αναμένεται να κινηθεί ελαφρώς υψηλότερα στο 60%. Στο 35% που έχει λάβει ήδη ως πρόβλεψη η διοίκηση της τράπεζας, το 60% αναμένεται να λάβει τη μορφή buyback. Για τη χρήση που ολοκληρώνεται (2024) το μέρισμα αναμένεται να κινηθεί στα 0,32 ευρώ ανά μετοχή, που θα ενισχυθεί στα 0,42 και 0,44 για τη χρήση του 2025 και 2026 αντίστοιχα. Αυτό συνεπάγεται «μπόνους» προς τους μετόχους στα 400,12 εκατ. ευρώ (χρήση 2024) που θα φτάσει μέχρι τα 550,16 εκατ. ευρώ το 2026, με εξαίρεση την έμμεση επιβράβευση μέσω της επαναγοράς ιδίων και της μετέπειτα ακύρωση αυτών.