Η Θεσσαλονίκη θα μετατραπεί στο πρώτο κέντρο παραγωγής μίας νέας γενιάς μπαταριών, οι οποίες για μία ευρεία γκάμα εφαρμογών «φέρνουν» νέα δεδομένα στην αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας. Κι αυτό γιατί υπερέχουν των μονάδων λιθίου – και επομένως υπόσχονται να «σπάσουν» τη μονοκρατορία της Κίνας στον κλάδο. Οι μπαταρίες έχουν αναπτυχθεί από τη γερμανική CMBlu, με την εταιρεία να έχει επιλέξει τη ΒΙ.ΠΑ. Θεσσαλονίκης για το παρθενικό εργοστάσιο παραγωγής του πρωτοποριακού προϊόντος που έχει αναπτύξει.
Το Insider βρέθηκε στο αρχηγείο της CMBlu, στο πλαίσιο δημοσιογραφικής αποστολής που πραγματοποίησε η εταιρεία. Όπως εξήγησε ο CEO Constantin Eis, σε σχέση με τις μπαταρίες λιθίου, ένα σημαντικό πλεονέκτημα είναι πως το προϊόν της CMBlu δεν κατασκευάζεται από σπάνιες γαίες και πρώτες ύλες από εμπόλεμες ζώνες (conflicted materials).
Ως συνέπεια, μπορεί να προέλθει από μία τοπική αλυσίδα παραγωγής. Επίσης η οργανική μπαταρία της CMBlu είναι 50% φθηνότερη από τις μονάδες λιθίου, αναφλέγεται πολύ πιο δύσκολα, έχει μεγάλη χωρητικότητα και πολλαπλάσιο χρόνο ζωής. Τα πλεονεκτήματα αυτά εξηγούν γιατί στη γερμανική εταιρεία έχει επενδύσει κεφάλαια ύψους 100 εκατ. ευρώ ο αυστριακός κατασκευαστικός κολοσσός Strabag, δίνοντας «ψήφο εμπιστοσύνης» στην προοπτική του προϊόντος που έχει αναπτυχθεί – και συνεχίζει να τελειοποιείται.

«Παράθυρο» για συμμετοχή ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, Viohalco
Άνθρωπος «κλειδί» για την επιλογή της Ελλάδας για το πρώτο κέντρο παραγωγής ήταν ο Γιώργος Πατεράκης, CEO της ελληνικής θυγατρικής CMBlu Energy. Όπως σημείωσαν τα στελέχη της γερμανικής εταιρείας, για την επιλογή της χώρας μας σημαντικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται στην εμπροσθοφυλακή της ενεργειακής μετάβασης, «βλέποντας» τον κρίσιμο ρόλο που καλείται να παίξει η αποθήκευση. Αντίθετα, μέχρι και σχετικά πρόσφατα η αποθήκευση ήταν υποβαθμισμένη στα ενεργειακά πλάνα της Γερμανίας.
Η επένδυση στη Θεσσαλονίκη θα ξεπεράσει τα 50 εκατ. ευρώ, με το business plan να έχει εξασφαλίσει χρηματοδότηση ύψους 30 εκατ. ευρώ μέσω του προγράμματος «Produc-E Green», το οποίο στοχεύει στην ενίσχυση δραστηριοτήτων για τη δημιουργία εγχώριας προστιθέμενες αξίας σε προϊόντα και υπηρεσίες που αφορούν την «πράσινη» μετάβαση. Στόχος είναι να αναζητηθούν περαιτέρω κονδύλια από ευρωπαϊκά προγράμματα, ενώ ενδιαφέρον για μετοχική «είσοδο» στην ελληνική θυγατρική (και επομένως συμμετοχή στην επένδυση) έχουν εκφράσει επίσης η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και ο Όμιλος Viohalco.
Πάνω από 330 εργαζόμενοι
Σύμφωνα με τον κ. Πατεράκη, στόχος είναι η παραγωγή να ξεκινήσει από το 2027. Αυτό σημαίνει ότι το εργοστάσιο θα πρέπει να ολοκληρωθεί εντός του 2026. Για την ακρίβεια, καθώς τα κεφάλαια του «Produc-E Green» προέρχονται από το Ταμείο Ανάκαμψης, με τα υφιστάμενα δεδομένα θα χρειαστεί να είναι έτοιμο τον Ιούνιο του 2026.
Στη μονάδα θα απασχολούνται πάνω από 300 εργαζόμενοι. Σε αυτήν θα μεταφερθεί ο εξοπλισμός που υπάρχει στις εγκαταστάσεις της CMBlu στη Φρανκφούρτη (για την δοκιμαστική παραγωγή του προϊόντος) και θα ενισχυθεί, ενώ οι μπαταρίες θα παράγονται σχεδόν εξ ολοκλήρου ρομποτικά.
Το εργοστάσιο στη συμπρωτεύουσα θα έχει ετήσια δυναμικότητα 800 MW και θα παράγει σε πρώτη φάση μπαταρίες συνολικής χωρητικότητας 4.000 MWh (Μεγαβατώρων).

Πού υπερέχει
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μπαταρίες της γερμανικής εταιρείας ενδείκνυνται για «σταθερές» εφαρμογές, δηλαδή για έργα ΑΠΕ ώστε οι παραγωγοί να αποθηκεύουν μέρος της παραγωγής όταν αυτή δεν χρειάζεται για άμεση κατανάλωση. Αυτή τη στιγμή, καθώς η αποθήκευση δεν είναι διαδεδομένη στα ευρωπαϊκά ηλεκτρικά συστήματα, η έγχυση υπερβολικών ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας (συνήθως τα μεσημέρια από τα φωτοβολταϊκά) έχει ως αποτέλεσμα συχνά η χονδρεμπορική τιμή να μηδενίζεται ή να παίρνει αρνητικές τιμές.
Με την ίδια λογική, μία μονάδα αποθήκευσης της CMBlu θα είναι χρήσιμη και στην περίπτωση των βιομηχανιών, ώστε να αποθηκεύουν ηλεκτρική ενέργειας σε ώρες χαμηλών τιμών και να την αξιοποιούν στις ζώνες του 24ωρου που η χονδρεμπορική κινείται σε υψηλά επίπεδα (κατά κανόνα τα απογεύματα). Μάλιστα, σε αρκετές χώρες οι χρεώσεις δικτύου για τους βιομηχανικού καταναλωτές εξαρτώνται από το αν αυτοί «τραβούν» ενέργεια από το σύστημα τις ώρες αιχμής φορτίου. Επομένως, τις ώρες υψηλής κατανάλωσης, οι μεγάλες βιομηχανίες επιβαρύνονται διπλά με αυξημένα κόστη.
Αντίθετα, το προϊόν που έχει αναπτύξει η γερμανική εταιρεία δεν προορίζεται για άλλες εφαρμογές, που θα εξακολουθήσει (προς το παρόν τουλάχιστον) να μονοπωλούν οι μπαταρίες λιθίου. Τέτοιες εφαρμογές είναι, για παράδειγμα, οι μπαταρίες των αυτοκινήτων, όπως επίσης και των ηλεκτρικών συσκευών.
Τεράστιο ενδιαφέρον από πελάτες
Ωστόσο, στις στατικές εφαρμογές έχει σημαντικά πλεονεκτήματα συγκριτικά με τις μονάδες λιθίου, διευκολύνοντας επομένως τη διείσδυση της αποθήκευσης στο ηλεκτρικό σύστημα. Η κατασκευή από οργανικές πρώτες ύλες, για παράδειγμα, σημαίνει ότι είναι πλήρως ανακυκλώσιμη. Επίσης, η δυσκολία ανάφλεξης σημαίνει ότι π.χ. μπορεί να προστεθεί σε ένα φωτοβολταϊκό πάρκο που βρίσκεται στις παρυφές ενός δάσους.
Επίσης, το μικρό κόστος την καθιστά προσβάσιμα σε μία μεγάλη «δεξαμενή» χρηστών, γεγονός στο οποίο συμβάλει και η μεγάλη διάρκεια ζωής της. Όπως αναφέρθηκε στην παρουσίαση, μία μπαταρία της CMBlu θα «αντέξει» για 20 χρόνια, όταν οι μπαταρίες λιθίου δεν υπερβαίνουν τα 5-7 χρόνια. Παράλληλα, έχουν μεγάλη διάρκεια: στη Θεσσαλονίκη θα παράγονται σε πρώτη φάση μπαταρίες 5 ωρών, με προοπτική να κατασκευάζονται στην πορεία μπαταρίες διάρκειας 10 ωρών στην πορεία.
Μία μπαταρία 10ωρη θα μπορούσε να αποθηκεύει, για παράδειγμα, ενέργεια από ένα φωτοβολταϊκό καθ΄ όλη τη διάρκεια παραγωγής του πάρκου, δηλαδή όσο έχει ηλιοφάνεια. Αντίθετα, αυτή τη στιγμή κατασκευάζονται μπαταρίες λιθίου διάρκειας μέχρι 6 ώρες. Επίσης, μπορούν να δημιουργηθούν συστοιχίες μπαταριών της CMBlu απεριόριστης ισχύος – αντίθετα, δεν μπορούν να δημιουργηθούν «φάρμες» από μπαταρίες λιθίου, καθώς αυτές θερμαίνονται κατά τη λειτουργία και υπάρχει κίνδυνος πυρκαγιάς.
Δυνατότητες όπως η παραπάνω εξηγούν γιατί η Mercedes Benz έχει γίνει ο πρώτος εμπορικός πελάτης της CMBlu, αγοράζοντας μπαταρίες για να αξιοποιεί με βέλτιστο τρόπο την παραγωγής των φωτοβολταϊκών στην ταράτσα των εγκαταστάσεών του. Επίσης, όπως επισήμαναν τα στελέχη της εταιρείας, ήδη βρίσκονται σε συνομιλίες με μεγάλο μεταλλουργικό εργοστάσιο στη Γερμανία – την 5η μεγαλύτερη χαλυβουργία.
Όπως επισημάνθηκε, η κατανάλωση ρεύματος την ώρα αιχμής έχει αυξήσει τις χρεώσεις δικτύου για την επιχείρηση στα 20 εκατ. ευρώ, με συνέπεια να σκέφτεται να μετεγκατασταθεί σε άλλη χώρα αν δεν βρει μία λύση μέσω αποθήκευσης. Την ίδια στιγμή, η CMBlu εξετάζει το ενδεχόμενο να δημιουργήσει μία δεύτερη μονάδα παραγωγής, αυτή τη φορά στις ΗΠΑ.