Αβεβαιότητα και ανησυχίες προκαλεί στις ελληνικές επιχειρήσεις ο πόλεμος δασμών που έχει κηρύξει ο Αμερικανός πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, με τις ερωτήσεις που δέχονται καθημερινά οι τράπεζες από εξαγωγικές και μη επιχειρήσεις για το πού οδεύουν τα πράγματα, να πληθαίνουν. Οι επιχειρήσεις κινούνται σε πλαίσιο ασάφειας που φρενάρει την ψυχολογία τους και συγκρατεί μη δρομολογημένα επενδυτικά σχέδια, ενώ παράλληλα εκδηλώνουν ανησυχία για το μέλλον του πληθωρισμού, των επιτοκίων και της κατανάλωσης.
Ο Τραμπ κήρυξε επισήμως τον εμπορικό πόλεμο στην ΕΕ στις 12 Μαρτίου, με την επιβολή δασμών 25% στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου. Η ΕΕ ανταπάντησε με αντίμετρα σε αμερικανικά προϊόντα, αξίας 26 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων δασμών σε σκάφη, μοτοσικλέτες και μπέρμπον. Τα μέτρα, τα οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χαρακτήρισε ως αναλογικά και γρήγορα, δεδομένου ότι πρόκειται να τεθούν σε ισχύ τον Απρίλιο, προκάλεσαν την οργή του Αμερικανού προέδρου που απείλησε με δασμούς 200% στα ευρωπαϊκά κρασιά και τη σαμπάνια.
Οι μέχρι στιγμής εξελίξεις στον εμπορικό πόλεμο Τραμπ προκαλούν μεγαλύτερο κακό με την αβεβαιότητα που δημιουργούν στις επιχειρήσεις οι δασμολογικές απειλές, παρά με τα πραγματικά δεδομένα. Οι τράπεζες περιγράφουν ότι γίνονται αποδέκτες προβληματισμού ιδίως από επιχειρήσεις του χώρου των τροφίμων, οι οποίες, λόγω μεγάλου εξαγωγικού όγκου προς τις ΗΠΑ, θα πληγούν από μία ενδεχόμενη οριζόντια επιβολή δασμών από την πλευρά Τραμπ.
Ωστόσο, πρώιμες ανησυχίες εκδηλώνει το σύνολο των επιχειρήσεων, καθώς διερωτώνται πώς θα επηρεαστεί ο πληθωρισμός, τι θα γίνει αν δεν μειωθούν τα επιτόκια και πληγεί η ζήτηση, τη στιγμή που η κατανάλωση δείχνει ήδη μικρή κάμψη. Πέρα από δυνητικές επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής των προϊόντων και στο εισόδημα των καταναλωτών, οι επιχειρήσεις χαρτογραφούν και κινδύνους εξ αντανακλάσεως. Όπως π.χ. πώς θα επηρεαστούν από την κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ – Κίνας, εφόσον η Κίνα ανακατευθύνει στην Ευρώπη εξαγωγές που πραγματοποιούσε στις ΗΠΑ, με τελικό αποτέλεσμα να πιέσει πτωτικά τους τζίρους των εγχώριων επιχειρήσεων και τις τιμές των προϊόντων τους.
Μετά τους δασμούς της τάξεως του 25% των ΗΠΑ στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου, διεθνείς οίκοι όπως η Morningstar DBRS δεν αποκλείουν την αύξηση των δασμών κατά 10%, κατά μέσο όρο, σε όλες τις εισαγωγές από την ΕΕ, παρότι υψηλότερα ποσοστά μπορεί να επιβληθούν σε συγκεκριμένους τομείς. Σε συνδυασμό με τα αντίποινα της Ευρώπης, οι επιπτώσεις αναμένεται να φανούν μέσα στο 2025 κιόλας, με τις εκτιμήσεις για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό να κινούνται προς αντίθετες κατευθύνσεις.
Η πολιτική Τραμπ έχει οδηγήσει την ΕΚΤ να αναθεωρήσει επί τα χείρω τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη και η ΤτΕ κινείται στο ίδιο μήκος κύματος για την ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με τον Διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα, η ΤτΕ αναθεωρεί πτωτικά, από 2,5% σε 2,3%, τις προβλέψεις της για την αύξηση του ΑΕΠ φέτος, ακολουθώντας τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ για την οικονομία της ευρωζώνης.
Ο Διοικητής της ΤτΕ δεν αποκλείει νέα μείωση επιτοκίων από την ΕΚΤ στην επόμενη συνεδρίαση της 17ης Απριλίου, αν και πλέον οι αγορές προεξοφλούν δύο ακόμη μειώσεις των επιτοκίων το 2025 από τρεις που ανέμεναν πριν. Υπενθυμίζεται ότι μέσα στο 2024 η ΕΚΤ μείωσε 4 φορές τα επιτόκια, συνολικά κατά μία ποσοστιαία μονάδα, ενώ από την αρχή του 2025 έχει προχωρήσει σε δύο μειώσεις, μισής ποσοστιαίας μονάδας στο σύνολο.
Η Morningstar DBRS εκτιμά ότι ο εμπορικός πόλεμος αναμένεται να φέρει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε μια δύσκολη κατάσταση φέτος, καθώς θα κληθεί να διαλέξει μεταξύ της διατήρησης των επιτοκίων σε περιοριστικά επίπεδα για να συγκρατήσει τον πληθωρισμό και συνέχισης της νομισματικής χαλάρωσης για τη στήριξη της οικονομίας. Τα δημοσιονομικά μέτρα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ειδικά με την αύξηση των αμυντικών δαπανών, επίσης περιπλέκουν την εικόνα για τα επιτόκια. Έτσι, οι προσδοκίες της αγοράς για τα επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται σε πτώση επί του παρόντος, αλλά οι traders «βλέπουν» υψηλότερα επιτόκια στο μέλλον, σε σύγκριση με τις προσδοκίες που είχαν πριν από τρεις μήνες.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις, πάντως, που έχουν ήδη δρομολογημένο δανεισμό για κεφάλαιο κίνησης ή για υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων – πολλώ δε μάλλον αυτών που συνδέονται με το Ταμείο Ανάκαμψης, προχωρούν κανονικά τα projects τους, ανεξαρτήτως των αβεβαιοτήτων από την πολιτική Τραμπ. Για τις επιχειρήσεις αυτές πολύ μεγαλύτερος «πονοκέφαλος» είναι η έλλειψη προσωπικού που μπορεί να καθυστερήσει την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων.