Μείωση πωλήσεων και μεγάλη κάμψη κερδών κατέγραψε το 2016 η Αθηναϊκή Στρωματοποιία (Μedia Strom), η μεγαλύτερη ελληνική βιομηχανία στρωμάτων.
Η επιχείρηση ιδρύθηκε το 1967 και είναι ευρέως γνωστή με το εμπορικό σήμα «Media Strom». Εκτός από τα στρώματα που παράγει, διαθέτει μαξιλάρια ύπνου, παπλώματα, ανωστρώματα, βάσεις-υποστρώματα, καθώς και ξύλινες και μεταλλικές κρεβατοκάμαρες και άλλα έπιπλα εισαγωγής. Αναπτύσσεται στην αγορά και μέσω δικτύου καταστημάτων franchise.Το εμπορικό της δίκτυο περιλαμβάνει 52 καταστήματα «Media Strom» και 67 «Media Strom Shop in Shop».
Το 1976 παρουσίασε στην ελληνική αγορά το πρώτο ορθοπεδικό στρώμα, κάνοντας το σήμα «Media Strom» συνώνυμο ενός καλού-ορθοπεδικού στρώματος. Το 1980 άρχισε να διαθέτει «ντυμένα κρεβάτια-υποστρώματα» αμερικανικού τύπου, ενώ το 1986 λανσάρισε στην εγχώρια αγορά τα πρώτα στρώματα από το αφρώδες υλικό latex. To 2005 ξεκίνησε την επένδυση κατασκευής νέου εργοστασίου και δημιούργησε δικό της τμήμα έρευνας και ανάπτυξης (R&D), ενώ το 2008 προχώρησε σε ριζική αλλαγή της εικόνας των καταστημάτων της.
Tο 2016 η εταιρεία κατέγραψε πωλήσεις ύψους 19,17 εκατ. ευρώ, μειωμένες έναντι εκείνων του 2015 κατά 8,5%. Τα κέρδη της προ φόρων συρρικνώθηκαν κατά 93% ή 1,465 εκατ. ευρώ (0,11 εκατ. ευρώ, από 1,575 εκατ. ευρώ το 2015), ενώ το αποτέλεσμά της μετά την πρόβλεψη για φόρους διαμορφώθηκε σε ζημιές 0,06 εκατ. ευρώ, έναντι καθαρών κερδών 1,02 εκατ. ευρώ το 2015.
Ωστόσο στον ισολογισμό του 2016 ο ορκωτός ελεγκτής στις παρατηρήσεις τους εφιστά την προσοχή, καθώς το το σύνολο της αξίας των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων της εταιρίας υπερβαίνει τη συνολική αξία των κυκλοφορούντων περιουσιακών της στοιχείων κατά το ποσό των 10,7 εκατ. ευρώ με αποτέλεσμα να υπάρχει η πιθανότητα να μην είναι σε θέση να αποπληρώσει μέρος των συμβατικών της υποχρεώσεων.
Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται «η παραπάνω συνθήκη υποδηλώνει την ύπαρξη ουσιώδους αβεβαιότητας που μπορεί να εγείρει σημαντική αμφιβολία για την ικανότητα της εταιρίας να συνεχίσει τη δραστηριότητά της. H εταιρεία δια των αρμοδίων οργάνων, έχει σχεδιάσει την λήψη κατάλληλων μέτρων για τη βελτίωση της χρηματοοικονομικής θέσης και την ομαλή συνέχιση της δραστηριότητάς της, προϋπόθεση η οποία έχει ληφθεί υπόψη κατά τη σύνταξη των συνημμένων οικονομικών καταστάσεων που συντάχθηκαν με δεδομένη την αρχή της
συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας της».
Σημειώνεται ότι στο τέλος του 2016 οι τραπεζικές οφειλές της εταιρείας ήταν ύψους 15,07 εκατ. ευρώ , εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος ήταν βραχυπρόθεσμες.