Λειτουργεί αδιάκοπα από το 1892 και έχει φανατικούς πελάτες που το επισκέπτονται για διαφορετικό λόγο ο καθένας, για το τσουρέκι, το παγωτό, τους μπεζέδες, το ρυζόγαλο ή τις σπανακόπιτες.
Το ζαχαροπλαστείο Βάρσος στη Κηφισιά φημίζεται για τα παραδοσιακά προϊόντα του και για τις εξαιρετικές του γεύσεις που έχουν μείνει αναλλοίωτες στο χρόνο.
Κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα σχηματίζονται ουρές στο Βάρσο για τα μελομακάρονα, ενώ τα Πάσχα για τα γνωστά του τσουρέκια.
To ζαχαροπλαστείο δεν επισκέπτονται μόνο άνθρωποι από την Κηφισιά αλλά και από όλη την Αθήνα και συνήθως τα τραπέζια του είναι σχεδόν γεμάτα.
Η ατμόσφαιρα στον Βάρσο θυμίζει παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Βιτρίνες με μπεζέδες και εκλέρ, ράφια με μαρμελάδες, γλυκά του κουταλιού, κρέμες γάλακτος και ρυζόγαλα δεσπόζουν στον χώρο., ενώ βιαστικοί σερβιτόροι σπεύδουν να αξυπηρετήσουν τους πελάτες του καταστήματος.
Η ιστορία του παραδοσιακού ζαχαροπλαστείου της Αθήνας, ξενίνησε το 1890 ο ιδρυτής της εταιρείας Βασίλειος Βάρσος έφυγε από την Καστριώτισσα, Φωκίδος με τον αδερφό του και ήρθαν στα Αθήνα, ενώ το 1892 σε ηλικία 16 ετών άνοιξε ένα κατάστημα παραγωγής γάλακτος στην γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Σανταρόζα στην Αθήνα.
Το 1910 ο Βάρσος άκμαζε καθώς απασχολούσε 24 άτομα προσωπικό και είχε ένα από τα μεγαλύτερα ψυγεία της εποχής με 20 παγοκολόνες .
Το 1922 αποφασίστηκε να μεταφερθεί η επιχείρηση στο κέντρο της Κηφισιάς γιατί εκείνη την εποχή οι κάτοικοι της είχαν μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη.
Κατά την διάρκεια των σκληρών χρόνων της Γερμανικής Κατοχής, πολλοί Αθηναίοι ήρθαν στην Κηφισιά για να ζήσουν καθώς ήταν πιο εύκολο να βρουν φαγητό. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου το καθαρό γάλα ήταν πολύ δυσεύρετο αφού συνήθως ήταν νερωμένο. Ο Βάρσος από σεβασμό προς τους πελάτες του, λάμβανε το γάλα από τους παραγωγούς και το διένειμε αμέσως στους πελάτες του εξασφαλίζοντας έτσι ότι ήταν αγνό και καθαρό,.
Αυτή η υπεύθυνη στάση και η ειλικρίνεια δημιούργησε πολλούς σταθερούς και αποκλειστικούς πελάτες.
Ο Κωσταντίνος Βάρσος γιος του ιδρυτή επεκτείνει τις δραστηριότητες της εταιρείας πριν από το πόλεμο, με μονάδες παραγωγής τυριού στο Αλιβέρι, τον Ωρωπό και τα Καλάβρυτα, τις οποίες διατήρησε έως το 1950.
Το 1950 ο Κωσταντίνος Βάρσος έδωσε νέα ώθηση στην εταιρεία, καθώς για πρώτη φορά στην Ελλάδα εισήγαγε αγελάδες από την Ολλανδία.
Μία ολλανδική αγελάδα απέδιδε 35-40 κιλά γάλα, ενώ μία ελληνική απέδιδε 8-10 κιλά. Φυσικά οι Ολλανδοί πουλούσαν μόνο αγελάδες και όχι ταύρους ώστε να διατηρηθεί η αποκλειστικότητα τους.
Ο Κωσταντίνος μία και ήταν ένας πολύ έξυπνος επιχειρηματίας κατάφερε να αγοράσει κάποιες έγκυες αγελάδες κατά την διάρκεια των ταξιδιών του στην Ολλανδία. Οι περισσότερες από αυτές έχασαν τα μικρά τους κατά την διάρκεια των ταξιδιών του στην Ολλανδία. Οι περισσότερες από αυτές έχασαν τα μικρά τους κατά την διάρκεια του ταξιδιού τους με ατμόπλοιο, αλλά από τα λίγα που σώθηκαν κατάφερε να πάρει δύο ταύηρους. Ετσι του δόθηκε η δυνατότητα να αναπαράγει και να βελτιώσει το γένος, κάτι που ήταν μία επανάσταση για την διαχείριση των αγροκτημάτων και την παραγωγή γάλακτος.
Το 1965 ο Γιώργος και ο Βασιλης Βάρσος ανέλαβαν την διαχείριση και την ανάπτυξη της εταιρείας.
Το 1965 η εταιρεία αγόρασε μηχανήματα των οποίων η χρήση είχε ως αποτέλεσμα μια κατά πολύ βελτιωμένη διαδικασία παραγωγής για μια ακόμη υψηλότερη ποιότητα του τελικού προϊόντος.
Πλέον το ζαχαροπλαστείο έχει περάσει στην νέα γενιά, τον Κωσταντίνο και τον Αντώνη που έχουν θέσει σε εφαρμογή νέες κανοτόμες ιδέες.
Το όνομα Βάρσος έχουν προσπαθήσει να χρησιμοποιήσουν και άλλες εςπιχειρήσεις, που παρά τις δικαστικές αποφάσεις συνεχίζονται να αναπτύσσονται στην ελληνική αγορά. Για το λόγο αυτό η οικογένεια σπεύδει να διευκρινίσει ότι «άλλος Βάρσος δεν υπάρχει. Μόνο στην Κηφισιά».