Εκτόξευση των πωλήσεων στις μεγάλες πτηνοτροφικές επιχειρήσεις της χώρας έχουν επιφέρει οι αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων καταναλωτών.
Όπως προκύπτει και από την πρόσφατη του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ) η διατροφή των ελληνικών νοικοκυριών έχει επηρεαστεί σημαντικά από την οικονομική κρίση, καθώς το μείγμα αγορών σε σχέση με τα είδη διατροφής έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
Είναι ενδεικτικό ότι φθηνότερες επιλογές για πρόσληψη πρωτεϊνών, όπως τα όσπρια παρουσιάζουν αύξηση κατά 10% από 15 σε 16,6 κιλά, και τα πουλερικά αύξηση κατά 9% από 36,4 σε 39,5 ενώ ακριβότερες επιλογές παρουσιάζουν μείωση, όπως π.χ. το μοσχάρι κατά 24% από 47,6 κιλά σε 35,9 και το αρνί-κατσίκι κατά 25% από 13,5 κιλά σε 10,2 κιλά.
Η στροφή λοιπόν των Ελλήνων στο κοτόπουλο έχει ως αποτέλεσμα να τρέχουν τα οικονομικά μεγέθη των πτηνοτροφικών επιχειρήσεων στη χώρα.
Ειδικότερα, ο Αγροτικός Πτηνοτροφικός Συνεταιρισμός Ιωαννίνων (Πίνδος), κατάφερε μέσα στο 2017 να υπερδιπλασιάσει τα κέρδη του, ενώ ανοδική πορεία κατέγραψαν και οι πωλήσεις του.
Ειδικότερα, ο τζίρος της Πίνδος το 2017 διαμορφώθηκε στα 219,8 εκατ ευρώ από 209,1 εκατ. ευρώ ενώ τα καθαρά κέρδη ανήλθαν σε 3,5 εκατ. ευρώ από 1,2 εκατ. ευρώ.
Μέσα στην επόμενη πενταετία η Πίνδος προγραμματίζει επενδύσεις ύψους 20 εκατ. ευρώ.
Οι επενδύσεις αφορούν νέα γραμμή έτοιμων ψημένων προϊόντων, νέα γραμμή πτηνοσφαγείου, εκσυγχρονισμό των κέντρων διανομής, εκσυγχρονισμό του στόλου διανομής και πρόγραμμα μηχανογράφησης παραγωγής.
Η «Πίνδος» ήδη από πέρυσι έχει προχωρήσει στην παραγωγή νέων καινοτόμων προϊόντων. Πιο συγκεκριμένα έχει λανσάρει το «χωριάτικο λουκάνικο κοτόπουλου», την «παραδοσιακή γιαννιώτικη κοτόπιτα», το «ρολό κοτόπουλο» και το «κοτόπουλο ελευθέρας βοσκής».
Σημειώνεται ότι η πορεία του Συνεταιρισμού ξεκίνησε το 1958 με παραγωγή του έφθανε μόλις τα 500 κοτόπουλα την εβδομάδα. Σήμερα, η Πίνδος, η οποία εδρεύει στο Ροδοτόπι Ιωαννίνων, με περισσότερα από 500 μέλη – συνεταίρους παραγωγούς πτηνοτρόφους και σχεδόν 1.000 εργαζόμενους, παράγει πάνω από 600.000 κοτόπουλα σε εβδομαδιαία βάση.
Καταγράφει εξαγωγική δραστηριότητα σε Βουλγαρία, πΓΔΜ, Αλβανία, Κύπρο, Τουρκία, Ιταλία και Κίνα. Παράλληλα διαθέτει μονάδα παραγωγής ζωοτροφών, μονάδα παραγωγής οργανικών και βιολογικών λιπασμάτων μκαθώς και μονάδα αδρανοποίησης υποπροϊόντων των σφαγείων. Επίσης, ο Συνεταιρισμός ελέγχει (από το 2001) την πτηνοτροφική βιομηχανία Αγροζωή που είναι εγκατεστημένη στην Αρτάκη Εύβοιας, την εταιρεία εμπορικής προώθησης και μάρκετινγκ Agromark και την εταιρεία Green Πίνδος, που έχει αντικείμενο την αντιμετώπιση περιβαλλοντικών θεμάτων και την αξιοποίηση ευκαιριών στον ενεργειακό τομέα.
Σήμερα ο Συνεταιρισμός ελέγχει περί το 35% της αγοράς κοτόπουλου.
Σε επενδύσεις 50 εκατ. ευρώ προχωρά μέσα στην διετία 2018 – 2020 η Νιτσιάκος.
Το νέο επενδυτικό της πρόγραμμα περιλαμβάνει την εγκατάσταση 2ης γραμμής παραγωγής στο εργοστάσιο της καθώς και την δημιουργία νέων αποθηκών καθώς και επενδύσεις υλικοτεχνικής υποδομής επεκτάσεις, δημιουργία νέων μονάδων, νέα προϊόντα καθώς και εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων.
Η νέα γραμμή αφορά την παραγωγή προψημένων, αυξάνοντας τη δυναμικότητα, ενώ παράλληλα διασφαλίζεται περαιτέρω η σταθερή ποιότητα αλλά και η ευελιξία στη διαχείριση των συνταγών που έχουν πάντα ως πρώτη ύλη τα κοτόπουλα και τις γαλοπούλες Νιτσιάκος.
Το 2017 η Νιτσιάκος κατέγραψε πωλήσεις ύψους 326,41 εκατ. ευρώ (αύξηση 7,3% σε σύγκριση με το 2016), μεικτά κέρδη 39,97 εκατ. ευρώ (+16,8%), κέρδη προ φόρων και τόκων (EBIT) 11,32 εκατ. ευρώ (+6%), και καθαρά κέρδη 6,78 εκατ. ευρώ (αύξηση 5,7% σε σχέση με το 2016).