Στο πλαίσιο της αναγκαίας αλλαγής του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής, η μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος είναι επιτακτική, ώστε να μη διαταραχθεί η δημοσιονομική ισορροπία μετά την κρίση της πανδημίας, ενώ παράλληλα να δοθεί περαιτέρω αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία, ανέφερε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του στην Ακαδημία Φορολογίας και Λογιστικής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου.
Όπως είπε ο Διοικητής της ΤτΕ, οι σχεδιαστές οικονομικής πολιτικής θα πρέπει πλέον να εστιάσουν το ενδιαφέρον τους στη χάραξη μιας ολοκληρωμένης φορολογικής πολιτικής που, λειτουργώντας αντικυκλικά, θα αμβλύνει τις επιπτώσεις του οικονομικού κύκλου, θα έχει αναπτυξιακό προσανατολισμό και παράλληλα, θα κατανείμει το φορολογικό βάρος δίκαια και αναλογικά.
Ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι:
- Το σύστημα φορολογίας εισοδήματος στην Ελλάδα έχει σχετικά υψηλούς φορολογικούς συντελεστές για φυσικά πρόσωπα, με αποτέλεσμα να στρεβλώνονται τα κίνητρα για εργασία, και να ενθαρρύνονται η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή.
- Στη φορολογία εισοδήματος των νομικών προσώπων, οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι από τις πιο επιβαρυμένες φορολογικά μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Παρά τη μείωση του φορολογικού συντελεστή εταιρικών κερδών κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε 28% το 2019, η χώρα κατατάχθηκε στην ομάδα των ευρωπαϊκών χωρών με τον υψηλότερο ονομαστικό εταιρικό φορολογικό συντελεστή, περίπου 6 ποσ. μον. υψηλότερο από τον μέσο όρο της EE. Σχεδόν παντού στην Ευρώπη, από το 2014, καταγράφτηκε μείωση των ονομαστικών και επομένως και των πραγματικών συντελεστών, η οποία προοδευτικά έγινε εντονότερη, με στόχο την τόνωση του επενδυτικού ενδιαφέροντος. Στην Ελλάδα, αντίθετα, η φορολογία επιχειρήσεων την ίδια περίοδο ακολούθησε αυξητική πορεία. Έτσι, η μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων στο 24% και του συντελεστή των διανεμόμενων κερδών στο 5% το 2020, καθώς και η προαναγγελθείσα μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος στο 20%, αναμένεται να συμβάλλουν σημαντικά στη μείωση της ανεργίας και στην περαιτέρω ανάπτυξη της οικονομίας.
- Η υψηλότερη φορολόγηση των ελληνικών επιχειρήσεων συμβάλλει στη χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, και επιδρά ανασταλτικά στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας, αλλά και στην αύξηση των δημοσίων εσόδων.
Συγκεκριμένα:
(i) Αυξάνει το κόστος συσσώρευσης φυσικού κεφαλαίου.
(ii) Αποδυναμώνει το επενδυτικό ενδιαφέρον και αποθαρρύνει την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, και έτσι δυσχεραίνει τη μεταφορά και διάχυση τεχνογνωσίας στην εγχώρια αγορά.
(iii) Επιδρά αρνητικά στην κερδοφορία της επένδυσης.
(iv) Συμβάλλει στην αναστολή λειτουργίας πολλών επιχειρήσεων, καθώς και στη μεταφορά της φορολογικής τους έδρας, ή ακόμη και της παραγωγικής τους δραστηριότητας, σε άλλες χώρες με ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση.
(v) Μειώνει την παραγωγικότητα του κεφαλαίου και τη συνολική παραγωγικότητα.
(vi) Καθιστά τις επιχειρήσεις λιγότερο ανταγωνιστικές και θέτει σε κίνδυνο την οικονομική τους βιωσιμότητα.
(vii) Προκαλεί στρεβλώσεις στις χρηματοδοτικές αποφάσεις των επιχειρήσεων, οι οποίες τείνουν να προκρίνουν την έκδοση χρέους σε σχέση με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, αφού οι πληρωμές τόκων εκπίπτουν από τα φορολογητέα κέρδη.
(viii) Ενισχύει τα κίνητρα φοροδιαφυγής και ευνοεί την παραοικονομία.
(ix) Εξασθενεί τα κίνητρα για επενδύσεις με ταχεία τεχνολογική απαξίωση, όπως είναι οι καινοτόμες επενδύσεις.
- H ελληνική οικονομία, σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας. Το 2017, το μη μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα, τόσο ως ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών των εργαζομένων, όσο και ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας, ήταν πάνω από 10 ποσ. μον. υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και της ΕΕ.
- Η υπέρμετρη αύξηση του φορολογικού βάρους στην εργασία, που επηρεάζει κυρίως τα μεσαία εισοδηματικά κλιμάκια, έχει σημαντικές συνέπειες στη λειτουργία της αγοράς εργασίας και προκαλεί στρεβλώσεις στη λειτουργία της οικονομίας.
- Το πρόβλημα της φοροδιαφυγής είναι ένα από τα σημαντικότερα που αντιμετωπίζει η χάραξη της οικονομικής πολιτικής.
Όπως ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, πριν τις μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής, ενδεικτικές ήταν οι στρεβλώσεις του φορολογικού συστήματος: το 2011, το 8% των φορολογουμένων πλήρωνε το 69% των φόρων εισοδήματος φυσικών προσώπων, και το 0,4% των επιχειρήσεων πλήρωνε το 61% των φόρων εισοδήματος νομικών προσώπων. Οι τάσεις αυτές άλλαξαν με τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν την περίοδο 2012-14, με θεαματική διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Ωστόσο, πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία της ΑΑΔΕ για το φορολογικό έτος 2018 δείχνουν ότι σχεδόν το 10% του συνόλου των φορολογουμένων σε επίπεδο φορολογικών δηλώσεων δήλωσαν το 2018 μηδενικό εισόδημα και περισσότεροι από τους μισούς (58,9%) δήλωσαν εισόδημα μέχρι 10.000 ευρώ.
Προτάσεις για τη βελτίωση του φορολογικού συστήματος
Όπως είπε ο Διοικητής της ΤτΕ, μια διόρθωση των στρεβλώσεων του φορολογικού συστήματος κρίνεται απαραίτητη ώστε να βελτιωθεί η θέση της Ελλάδας στη σχετική κλίμακα φορολογικής ανταγωνιστικότητας, που θεωρείται καθοριστική για την τόνωση του επενδυτικού επιχειρηματικού κινδύνου, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, την αύξηση της κατανάλωσης και εν τέλει την επίτευξη βιώσιμων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης.
Η αλλαγή του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής με ελάφρυνση του φορολογικού βάρους εργαζομένων και επιχειρήσεων και δικαιότερη κατανομή του, αποτελεί αδήριτη ανάγκη και θα πρέπει να συνεχιστεί.
Η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων θα συμβάλλει σημαντικά στην προσέλκυση παραγωγικών επενδύσεων, οι οποίες βελτιώνουν τη συνολική παραγωγικότητα της οικονομίας. Μια μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας μειώνει το μέσο κόστος παραγωγής και συνακόλουθα τις τιμές των προϊόντων. βελτιώνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές αγαθών και υπηρεσιών και αυξάνοντας τα κέρδη, την παραγωγή και τη ζήτηση εργασίας. Επίσης, ένα καλά σχεδιασμένο και στοχευμένο σύστημα φορολογικών κινήτρων θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εργαλείο ενθάρρυνσης της επιχειρηματικής ιδιωτικής πρωτοβουλίας με στόχο την έρευνα, την καινοτομία και την εξωστρέφεια. Για τον εργαζόμενο, η μείωση του φορολογικού βάρους αυξάνει τον καθαρό μισθό, την κατανάλωση και ισχυροποιεί το κίνητρο για προσφορά εργασίας.
Ο Διοικητής της ΤτΕ ανέφερε επίσης ως αναγκαίες:
- Tη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης φορολογουμένων & την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας φοροεισπρακτικού μηχανισμού με περαιτέρω ψηφιοποίηση της φορολογικής διοίκησης, αποτελεσματική και εντατική διενέργεια ελέγχων, ταχεία και αποτελεσματική περαίωση των φορολογικών υποθέσεων και αυστηροποίηση των προστίμων σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής.
- Την ενίσχυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Όπως είπε ο κ. Στουρνάρας, μια αύξηση κατά 1 ποσ. μον. στο μερίδιο της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης που πραγματοποιείται μέσω καρτών πληρωμών οδηγεί σε αύξηση εσόδων ΦΠΑ κατά 1% λόγω βελτιωμένης φορολογικής συμμόρφωσης
Μέτρα για την καταπολέμηση φαινομένων διαφθοράς.
- Τη δημιουργία φορολογικής συνείδησης και την καλλιέργεια φορολογικής παιδείας.
- Τον εξορθολογισμό των φόρων στην ακίνητη περιουσία, την ενοποίησή τους και την απόδοσή τους σε τοπικό επίπεδο. Επίσης, τον εναρμονισμό των αντικειμενικών αξιών ακινήτων με τις πραγματικές αξίες της αγοράς. Η απόδοση του ΕΝΦΙΑ στους ΟΤΑ, με ταυτόχρονη μείωση των ποσών που εισπράττουν οι τελευταίοι από τα έσοδα του Τακτικού Προϋπολογισμού, αποτελεί μια σημαντική και ταυτόχρονα φιλόδοξη μεταρρύθμιση. Λόγω της ανταποδοτικής του φύσης, σε όλες σχεδόν τις χώρες, ο φόρος ακίνητης περιουσίας επιβάλλεται και εισπράττεται από την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Με μια τέτοια μεταρρύθμιση, ενισχύεται η οικονομική αυτοτέλεια των δήμων, αυξάνεται η λογοδοσία τους και περιορίζεται η φοροδιαφυγή. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί και στη σωστή αποτίμηση των ακινήτων καθώς και στην τακτική αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών τους, ώστε να αποφεύγονται ζητήματα φορολογικής δικαιοσύνης. Επιπλέον, θα μπορούσε να εξεταστεί η κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου ώστε να μειωθούν οι στρεβλώσεις.
- Τη σταθερότητα και περαιτέρω απλοποίηση του φορολογικού συστήματος για την προσέλκυση μεσο-μακροπρόθεσμων επενδύσεων.