Για «κύμα» ανατιμήσεων σε βασικά προϊόντα διατροφής το επόμενο διάστημα ανησυχούν οι καταναλωτές, καθώς οι μεγάλες αυξήσεις που καταγράφονται στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών αναμένεται να επηρεάσουν και την τελική τιμή των προϊόντων στο ράφι. Υψηλό μεταφορικό κόστος, έλλειψες σε πρώτες ύλες, αυξημένη ζήτηση καθώς και αυξημένο κόστος ενέργειας έχουν οδηγήσει σε εκτόξευση των τιμών στις πρώτες ύλες παγκοσμίως, με παράγοντες της αγοράς να εκτιμούν πως η κατάσταση δεν θα ομαλοποιηθεί πριν από φθινόπωρο.
Αναφορικά με την ελληνική αγορά και σε ποιο βαθμό οι αυξήσεις αυτές έχουν «περάσει» ήδη στα ράφια των των σούπερ μάρκετ, σε σχετική έρευνα που πραγματοποίησε το ΙΕΛΚΑ επισημαίνεται ότι μέχρι τώρα οι αυξήσεις στις τιμών πρώτων υλών φαίνεται να έχουν απορροφηθεί από τους προμηθευτές και το λιανεμπόριο. Ωστόσο, όπως σημειώνεται, υπάρχουν ενδείξεις ότι ενδεχομένως να υπάρξουν αυξητικές πιέσεις στους δείκτες τιμών καταναλωτή και αυξήσεις της τελικής τιμής για συγκεκριμένα προϊόντα τους επόμενους μήνες. Το ΙΕΛΚΑ κάνει λόγο μάλιστα για ανησυχητικά μηνύματα που έρχονται από τους διεθνείς δείκτες, όπως εκείνον του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) ο οποίος τον Απρίλιο του 2021 έφτασε στις 120,9 μονάδες, 28,4 μονάδες αυξημένος σε σχέση τον αντίστοιχο μήνα πέρσι, καταγράφοντας για ενδέκατο συνεχόμενο μήνα αύξηση στην τιμή του φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών.
Ο πρόεδρος του ΙΕΛΚΑ, Κωνσταντίνος Μαχαίρας μιλώντας πρόσφατα σε διαδικτυακή εκδήλωση είχε επισημάνει ότι από τις αρχές του 2021 καταγράφονται μεσοσταθμικές αυξήσεις 5%-6% στις τιμές που πουλά η βιομηχανία στο λιανεμπόριο, ωστόσο το οργανωμένο λιανεμπόριο έχει απορροφήσει ένα ποσοστό της τάξεως του 4% και αντίστοιχα ένα 2% έχει περάσει στην τελική τιμή που αγοράζει ο καταναλωτής από το ράφι. Παράλληλα και στελέχη της αγοράς τροφίμων, διαμηνύουν πως θα παραμείνουν συνεπείς στην τιμολογιακή τους πολιτική απορροφώντας το μεγαλύτερο μέρος των αυξήσεων.
Από την πλευρά τους πάντως καταναλωτικές οργανώσεις επισημαίνουν πως οι τιμές σε συγκριμένα προϊόντα όπως για παράδειγμα σε ζυμαρικά, όσπρια, ηλιέλαιο, καλαμποκέλαιο καθώς και άλευρα, που αγοράζουν οι καταναλωτές από καταστήματα τροφίμων και σούπερ μάρκετ, έχουν ήδη αρχίσει να παίρνουν την ανιούσα πριν από το Πάσχα. Αναφέρουν ως ενδεικτικό μάλιστα παράδειγμα τα αμνοερίφια, που φέτος πωλήθηκαν κατά περίπου 2 ευρώ το κιλό παραπάνω λόγω των ελλείψεων στη αγορά αλλά και των ακριβότερων ζωοτροφών.
Στην έρευνα του ΙΕΛΚΑ σημειώνεται ότι σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο υπό-δείκτης τιμών καταναλωτή για την ομάδα των ειδών τροφίμων και μη Αλκοολούχων ποτών τον Απρίλιο του 2021, με τιμή 106,22 βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τον Απρίλιο του 2013, με τιμή 106,09.1. Ο δείκτης βρίσκεται χαμηλότερα από τον Ιανουάριο του 2021 με τιμή 106,51 και 1,3% χαμηλότερα από τον Απρίλιο 2020 με τιμή 107,50. Ο μέσος όρος τετραμήνου Ιανουαρίου-Απριλίου 2021 με 106,44 είναι επίσης χαμηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ίδιας περιόδου το 2020, με 107,7.
Επισημαίνεται ωστόσο, ότι όπως καταγράφεται στον δείκτη τιμών εισροών αγροτικής παραγωγής της ΕΛΣΤΑΤ δηλαδή στις τιμές που αγοράζουν οι παραγωγοί καταγράφεται αύξηση τους πρώτους μήνες του 2021. Οι τιμές του Μαρτίου 2021, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020, παρουσίασαν αύξηση 3,4% και οφείλονται κυρίως στις αυξήσεις τιμών στις ζωοτροφές και στο κόστος ενέργειας. Οι αυξήσεις αυτές φαίνεται ότι μεταφέρονται πλέον προς τους επόμενους κόμβους της αλυσίδας αξίας, καθώς αυξάνονται και οι δείκτες τιμών εκροών αγροτικής παραγωγής, δηλαδή οι τιμές διάθεσης των προϊόντων. Για παράδειγμα δείκτης φυτικής παραγωγής παρουσιάζει αύξηση 6,1% σε σχέση με το 2020 και ο δείκτης ζωικής παραγωγής 0,6% σε σχέση με το 2020.
Ενδεικτικά τέλος είναι και τα στοιχεία που συγκέντρωσε το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών με την άνοδο σε μία σειρά βασικών πρώτων υλών να εμφανίζεται διψήφια. Έτσι μέσα σε έναν χρόνο, όσον αφορά στις τιμές πρώτων υλών του γεωργικού και ζωικού τομέα, ο καφές έχει αυξηθεί κατά 26,59%, το γάλα κατά 20,06%, το καλαμπόκι κατά 35,64%, τα πουλερικά 16,64%, η ζάχαρη 12,07% και το τυρί 10,51%.