Σημαντικά περιθώρια βελτίωσης της ποιότητας των υποδομών και του κτιριακού αποθέματος διαπιστώνει, μεταξύ άλλων σημαντικών συμπερασμάτων, η πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ η οποία πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Εθνικού Συμβουλίου Υποδομών και Κατασκευών (ΕΣΒΥΚ). Η ποιότητα των υποδομών αλλά και το κτιριακό απόθεμα της χώρας επιδέχεται σημαντικής αναβάθμισης σε αρκετούς τομείς. Για τον σκοπό αυτό μπορούν να χρησιμοποιηθούν εργαλεία και κίνητρα που κατά το παρελθόν οδήγησαν σε βελτίωση των υπηρεσιών, προσέλκυση επενδύσεων και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον, ισχυρή ώθηση μπορεί να δώσει τα αμέσως επόμενα χρόνια τόσο στην ελληνική οικονομία όσο και στον κλάδο των Κατασκευών η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων της ΕΕ, όπως αναφέρεται στην έκθεση.
Όπως σημειώνεται, η αξιολόγηση της ποιότητας των υποδομών και του κτιριακού αποθέματος προσφέρει ενδείξεις πιθανών υστερήσεων και βοηθά τον εντοπισμό των αναγκών και των περιθωρίων βελτίωσης των υποδομών σε κάθε τομέα, ώστε να προωθείται η οικονομική ανάπτυξη και η ποιότητα διαβίωσης των πολιτών. Συγχρόνως, όμως, αναδεικνύει τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται για τη μελλοντική ανάπτυξη του τομέα των Κατασκευών.
Τα σχετικά στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα υστερεί ως προς την ποιότητα των υποδομών της συγκριτικά με άλλες χώρες, καθώς βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ στη σχετική κατάταξη της έκθεσης ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum και στην 37 η θέση στην παγκόσμια κατάταξη, με τον συγκεκριμένο δείκτη να συγκεντρώνει 78 μονάδες (με μέγιστη τιμή το 100).
Στις υποδομές Ενέργειας και Ύδρευσης και στις αεροπορικές διασυνδέσεις η θέση της Ελλάδας είναι σχετικά καλύτερη, ενώ στους οδικούς άξονες και στο σιδηροδρομικό δίκτυο η Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλότερες θέσεις. Η Ελλάδα υστερεί σε υποδομές, αλλά συγκριτικά με άλλους πυλώνες ανταγωνιστικότητας είναι γενικά σε καλή θέση.
Καταγράφονται όμως και πεδία με σημαντική υστέρηση (σιδηρόδρομος, οπτικές ίνες αλλά και διαχείριση αποβλήτων, κ.ά.). Γενικά, αναφέρεται στη μελέτη, μπορεί να υποστηριχτεί ότι σε τομείς υιοθετήθηκαν υποδείγματα τύπου BOOT (Build-OwnOperate-Transfer), απελευθερώθηκαν αγορές και υπήρξε χρηματοδότηση της ΕΕ για υποδομές, η Ελλάδα δεν υστερεί σημαντικά του μέσου όρου της ΕΕ. Συγχρηματοδοτούμενα έργα με συμβάσεις παραχώρησης, τα οποία σχεδιάστηκαν από τη δεκαετία του 1990 (Αττική Οδός, Μετρό, Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, αυτοκινητόδρομοι κ.ά.) οδήγησαν σε σημαντική βελτίωση των υπηρεσιών. Η απελευθέρωση αγορών και η μετάβαση σε ανταγωνιστικές αγορές δικτύων (Τηλεπικοινωνίες, Αερομεταφορές, ΟΛΠ, ΟΛΘ) προσέλκυσαν επενδύσεις και ενίσχυσαν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η εικόνα είναι ανομοιογενής όμως, καθώς όπως αναφέρθηκε καταγράφονται και πεδία με σημαντική υστέρηση.
Σύμφωνα με τη μελέτη, εκτός από την υστέρηση σε επίπεδο χώρας, καταγράφεται σημαντική περιφερειακή απόκλιση, καθώς λαμβάνοντας υπόψη τον Δείκτη Περιφερειακής Ανταγωνιστικότητας, μόνο η Αττική βρίσκεται σε ικανοποιητικό επίπεδο, ανώτερο από τον μέσο όρο της χώρας και της ΕΕ. Στον αντίποδα, οι περιφέρειες με τις σημαντικότερες ελλείψεις με βάση τον Δείκτη είναι η Ήπειρος, η Δυτική Μακεδονία, η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, καθώς και η Δυτική Ελλάδα. Για τη δημιουργία του δείκτη λαμβάνονται υπόψη ο πληθυσμός που έχει πρόσβαση σε οδικές και σιδηροδρομικές υποδομές, ο αριθμός των αεροπορικών πτήσεων και η πυκνότητα ταχείας σιδηροδρομικής σύνδεσης.
Εξετάζοντας τα επιμέρους χαρακτηριστικά του κτιριακού δυναμικού της χώρας και ειδικότερα των κατοικιών, προκύπτει ότι η ανάγκη για αποτελεσματική εφαρμογή της εθνικής πολιτικής για ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών είναι επιτακτική. Ενδεικτικά, οι κατοικίες αποτελούν το 83,7% των 4,9 εκατ. διαθέσιμων κτιρίων της χώρας, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη απογραφή κτιρίων που έγινε το 2011. Η πλειονότητα των κατοικιών (55%) έχουν κατασκευαστεί πριν το 1980 όταν οι απαιτήσεις για μέτρα θερμομόνωσης ήταν ανύπαρκτες. Κατά συνέπεια δεν προκαλεί κάποια έκπληξη το γεγονός ότι περίπου οι μισές κατοικίες (3 εκατ.) δεν διαθέτουν απολύτως κανένα μέσο θερμομόνωσης. Καθώς οι ελάχιστες προδιαγραφές για τη θερμομόνωση νέων κατοικιών βελτιώνονται διαχρονικά, τα νεότερα κτίρια εμφανίζουν καλύτερη ενεργειακή αποδοτικότητα. Έτσι, περίπου 3,4 εκατ. κατοικίες διαθέτουν κάποιου είδους μόνωση, εκ των οποίων μόλις 86 χιλ. κατοικίες διαθέτουν ολοκληρωμένα συστήματα που περιλαμβάνουν διπλούς υαλοπίνακες, μόνωση εξωτερικών τοίχων και άλλα μέτρα.
Με βάση τα πιστοποιητικά Ενεργειακής Απόδοσης Κτηρίων το ποσοστό εξοικονόμησης ενέργειας με την εφαρμογή των προδιαγραφών του ΚΕΝΑΚ είναι μεγάλο. Στις πολυκατοικίες μπορεί να φτάσει μέχρι και το 64,6%, ανάλογα με την κλιματική ζώνη, ενώ μεγαλύτερος βαθμός εξοικονόμησης μπορεί να επιτευχθεί στις μονοκατοικίες, μέχρι 71,3%. Κατά συνέπεια, είναι εμφανές ότι καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό των οικιακών κτηρίων ανήκει σε μεσαίες και χαμηλές ενεργειακές κλάσεις, η υιοθέτηση μέτρων ενεργειακής αναβάθμισης αναμένεται να έχει σημαντικό θετικό αποτέλεσμα στην επίτευξη των εθνικών στόχων ενεργειακής αποδοτικότητας.
Ανάλογα με τον τύπο κτηρίου και την κλιματική ζώνη, θα μπορούσε να καταναλώνεται από 43% έως 71% λιγότερη ενέργεια, μέγεθος που καταδεικνύει το υψηλό δυναμικό εξοικονόμησης ενέργειας που έχουν τα κτήρια στην Ελλάδα. Για την αναζωογόνηση του κτιριακού αποθέματος και τη βελτίωση της ποιότητάς του είναι συνεπώς απαραίτητο να πραγματοποιηθούν έργα εκσυγχρονισμού ή αντικατάστασης των υπαρχόντων κτηρίων και ιδίως των αστικών πολυκατοικιών, με παροχή κινήτρων και αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου για όλες τις αναγκαίες επεμβάσεις που απαιτούνται.
Ωστόσο, οι Κατασκευές είναι στρατηγικός τομέας για την ελληνική οικονομία. Η ικανότητα και η αποδοτικότητα του τομέα επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες βελτίωσης της παραγωγικότητας της οικονομίας και της ποιότητας ζωής των πολιτών, μέσω της υλοποίησης των επενδύσεων σε έργα υποδομής, κατοικίες και άλλα κτήρια. Παρά το γεγονός ότι η επίπτωση της οικονομικής κρίσης στις Κατασκευές ήταν δραματική, με όποιο μέγεθος και αν αυτή μετρηθεί (π.χ. προστιθέμενη αξία, απασχόληση και επενδύσεις), η συμβολή του τομέα στα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας και των περιφερειών της παραμένει υπολογίσιμη. Η ισχύς της πτώσης του κατασκευαστικού κλάδου στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται και σε σύγκριση με την επενδυτική δραστηριότητα στην ΕΕ – σύγκριση που αναδεικνύει το επενδυτικό κενό που υπάρχει στην ελληνική οικονομία.
Η οικονομική ανάπτυξη της χώρας είναι επομένως άρρηκτα συνδεδεμένη με τον τομέα των Κατασκευών και η ενίσχυση των επενδύσεων σε υποδομές και άλλα κατασκευαστικά έργα αποτελεί προϋπόθεση για την επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας και τη μείωση της ανεργίας. Η παρούσα κατάσταση στον κλάδο των Κατασκευών ωστόσο, χαρακτηρίζεται από σχετική στασιμότητα σε ένα χαμηλό επίπεδο δραστηριότητας, ωστόσο οι προσδοκίες των κατασκευαστικών επιχειρήσεων δίνουν ισχυρό σήμα για ουσιαστική αλλαγή κατεύθυνσης στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Σε άλλο σημείο της μελέτης γίνεται αναφορά στα ακίνητα, όσον αφορά στις τιμές αλλά και τη φορολογία.
Όπως σημειώνεται, η δραστική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος μετά το 2008, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, οδήγησε σε σημαντική υποχώρηση των συναλλαγών στην εγχώρια αγορά ακινήτων, καθώς περιορίστηκε κατακόρυφα η ζήτηση για ακίνητα (ΙΟΒΕ, 2018). Ως αποτέλεσμα, οι τιμές των νέων διαμερισμάτων μειώθηκαν κατά 40% μεταξύ 2007 και 2018. Από το 2018 καταγράφεται συνεχής ενίσχυση των τιμών των ακινήτων, έπειτα από 9 έτη διαρκών μειώσεων, αλλά η απόσταση του επιπέδου των τιμών των ακινήτων σε σύγκριση με τα προ-κρίσης επίπεδα παραμένει μεγάλη.
Η σχέση μεταξύ των τιμών των ακινήτων και του κόστους κατασκευής αποτελεί έναν εξαιρετικά κρίσιμο παράγοντα, ο οποίος επηρεάζει την αγορά ακινήτων και τις επενδύσεις σε νέες κατοικίες και κτήρια. Μια γενικευμένη τάση μείωσης των τιμών των ακινήτων, όπως αυτή που καταγράφηκε στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια – με δεδομένο το κόστος κατασκευής – αποδυναμώνει τα κίνητρα κατασκευής νέων κτηρίων και περιορίζει την οικοδομική δραστηριότητα. Στην Ελλάδα οι τιμές υποχώρησαν ταχύτερα έναντι του κόστους κατασκευής, καθιστώντας πρακτικά ασύμφορη την κατασκευή κτηρίων.
Η μείωση του κόστους κατασκευής κατοικιών μεταξύ 2007-2017 ήταν περιορισμένη (1,6%), δηλαδή το κόστος παρέμεινε σχετικά σταθερό, ενώ οι τιμές των ακινήτων υποχωρούσαν κατά 41,6%, συμπιέζοντας τα περιθώρια κέρδους των κατασκευαστών. Από το 2018 οι τιμές των ακινήτων αυξάνονται και μάλιστα ταχύτερα από το κόστος κατασκευής, βελτιώνοντας τα κίνητρα για την κατασκευή κτηρίων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο δείκτης τιμών προς κόστος κατασκευής να ανέρχεται από τις αρχές του 2018, έπειτα από μια 10ετία υποχώρησης.
Σε ό,τι αφορά τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, η Ελλάδα κατατάσσεται στις υψηλότερες θέσεις της ΕΕ αναφορικά με την επιβάρυνση που θέτουν οι φόροι ακίνητης περιουσίας συγκριτικά με το μέγεθος κάθε οικονομίας. Ειδικότερα, με κριτήριο το σύνολο των εσόδων από φόρους ακίνητης περιουσίας ως ποσοστό του ΑΕΠ, η Ελλάδα βρίσκεται στην 4η θέση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, ενώ στις υψηλότερες θέσεις βρίσκεται η Γαλλία, με ποσοστό 4,5% και το Ηνωμένο Βασίλειο με 4,2%. Ο μέσος όρος των χωρών της ΕΕ είναι 2,5% του ΑΕΠ. Στους επαναλαμβανόμενους φόρους, στους οποίους περιλαμβάνεται ο ΕΝΦΙΑ, η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα υψηλότερα, στην 3η θέση με ποσοστό 2,4% του ΑΕΠ, έναντι 1,5% κατά μέσο όρο στην ΕΕ.