Τα επίπεδα ανόδου του πληθωρισμού στην Γερμανία είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη. Στο 3,1% το επίπεδο του εναρμονισμένου Δείκτη, στο 3,8% το επίπεδο του ονομαστικού ΔΤΚ.
Αυξήσεις αυτής της κλίμακας έχουν να εμφανισθούν από τις αρχές της δεκαετίας του 90’ και παρά την βεβαιότητα (;) της Bundesbank ότι πρόκειται για παροδικές πιέσεις, έχουν αρχίσει να απασχολούν πολύ σοβαρά τους αναλυτές της ΕΚΤ και της Bundesbank.
Ειδικά οι εκτιμήσεις που προέρχονται από την Bundesbank αναφέρονται σύμφωνα με πρόσφατη συνέντευξη του Γιένς Βάϊντμαν στην προοπτική πριν από το τέλος του 2021 ο εναρμονισμένος δείκτης να αγγίξει ή και να ξεπεράσει ελαφρά το 5%.
Αυτό που προβληματίζει ιδιαίτερα τόσο την ΕΚΤ οσο και την Bundesbank είναι ότι ταυτόχρονα με τον ΔΤΚ ισχυρότατες ανοδικές τάσεις καταγράφονται και στις τιμές παραγωγού.
Το επίπεδο της αύξησης που καταγράφεται στις τιμές παραγωγού είναι 8,2% και έχει να σημειωθεί κάτι τέτοιο από το 1982, ήτοι στο αποκορύφωμα της κρίσης που ξέσπασε με την κατάρρευση της συμφωνίας του Μπρέττον Γουντς τον Αύγουστο του 1971.
Η μεταφορά των αυξήσεων αυτών στις τιμές λιανικής αναμένεται να εμφανισθεί στα τέλη του έτους ή στις αρχές του 2022, όταν κατά την ΕΚΤ θα αρχίσει ο κύκλος αναπροσαρμογής των πληθωριστικών τάσεων προς τα κάτω. Στο μεταξύ όμως και παράλληλα με τις «αυτόχθονες» πληθωριστικές πιέσεις που αναπτύσσονται ήδη στις χώρες μέλη της Ευρωζώνης, μέσα στο 2021 και το 2022 υπολογίζεται ότι θα αρχίσει να «ακούγεται» προσθετικά ο αντίκτυπος από τις συνέπειες της αύξησης του πληθωρισμού στην Γερμανία, στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης δεδομένης της υψηλής διασύνδεσης στις εμπορικές συναλλαγές.
Οι αιτίες στις οποίες αποδίδονται οι αυξημένες πληθωριστικές πιέσεις στην Γερμανία, αλλά και ο «παροδικός» τους χαρακτήρας αποδίδονται στην άνοδο των τιμών των πρώτων υλών και της ενέργειας, οι οποίες εκτιμάται ότι θα είναι «προσωρινές».
Τα «νέα» όμως όσο αφορά τόσο την προσφορά όσο και την ζήτηση δεν φαίνεται να επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις αυτές καθώς οι αναταραχές στις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής και μεταφοράς εξακολουθούν να είναι ισχυρές ενώ παράλληλα οι αποφάσεις για την στροφή προς την καθαρή και πράσινη ενέργεια προδικάζουν αυξημένο ενεργειακό κόστος τα επόμενα χρόνια ακόμα και αν ομαλοποιηθούν οι διεθνείς αλυσίδες τροφοδοσίας, πράγμα επίσης δύσκολο.
Στην επιχειρηματολογία αυτή δεν έχει συνυπολογισθεί το κύμα των αυξήσεων στις τιμές που έρχεται από ένα άλλο επίπεδο δημιουργίας πληθωριστικών πιέσεων, ήτοι αυτό των βασικών τροφίμων, στην παραγωγή των οποίων η αναστάτωση είναι τόσο ισχυρή – και λόγω της κλιματικής αλλαγής – ώστε ήδη να προβλέπονται σοβαρές ελλείψεις στις τροφοδοτικές αλυσίδες και για το 2022.
Υπό τις συνθήκες αυτές όπως παραδέχονται στελέχη της ΕΚΤ στις αρμόδιες Γενικές Διευθύνσεις, από τον Σεπτέμβριο θα πρέπει να επανεξετασθούν οι εκτιμήσεις για τις συνέπειες της παρατεταμένης πανδημικής κρίσης στην διαμόρφωση των τιμών.
Η επανεκτίμηση αυτή θα «καθοδηγήσει» και τα χρονοδιαγράμματα που θα αφορούν τις προσαρμογές της νομισματικής πολιτικής στο ενδιάμεσο μέχρι το 2024 και ειδικά την ενεργοποίηση ή μη της «στροφής» που έχει προγραμματισθεί από τον Μάρτιο του 2022 και μετά. Εκτιμάται πάντως ότι μέχρι το Σεπτέμβριο η ΕΚΤ θα διαθέτει επαρκή στοιχεία για να μπορεί να διαμορφώσει την δυνατότητα αποφάσεων μέχρι το Συμβούλιο του Οκτωβρίου το αργότερο...