Την αναγκαιότητα αλλαγής των δημοσιονομικών κανόνων γιατί έχουν φτιαχτεί με όρους χρέους που τώρα δεν ισχύουν και αυτό το γνωρίζουν οι αγορές, ανέφερε ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων (ΣΟΕ) κ. Μιχάλης Αργυρού σε συζήτηση στο περίπτερο του Υπουργείου Οικονομικών στην 85η ΔΕΘ, με θέμα «Διεθνείς και ευρωπαϊκές οικονομικές εξελίξεις». Και μετέφερε τη θέση πως πρέπει να ολοκληρωθούν οι αλλαγές πριν το 2023 για να υπάρχει καθαρός ορίζοντας.
Είπε πως η Ευρώπη θα είναι πλήρης όταν θα αποκτήσει κοινό προϋπολογισμό. Αφού δεν το έχουμε όμως αυτό, το δεύτερο καλύτερο πράγμα είναι ο συντονισμός των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών. Οι Κανόνες είναι απαραίτητοι, δεν το συζητάμε, είπε. Πρέπει να υπάρχει μία δημοσιονομική πολιτική που να εξασφαλίζει τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Αλλά πρέπει να είναι εφαρμόσιμοι υπό τις παρούσες συνθήκες. Εκτίμησε πως η συζήτηση θα λήξει μετά τις Γερμανικές ή και τις Γαλλικές εκλογές (υπενθυμίζοντας πως ακόμη δεν υπάρχει κυβέρνηση στην Ολλανδία), αλλά είπε πως το θέμα ήδη συζητείται σε ευρωπαϊκούς οικονομικούς κύκλους και η Ελλάδα θα έχει συγκεκριμένη θέση.
Το θέμα είναι ότι οι κανόνες έγιναν όταν ήμασταν σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον πολύ πιο χαμηλότερο δημόσιο χρέος, εξήγησε. Έτσι, αποσκοπούν σε μία προκαθορισμένη χρονικά (20 έτη) αποκατάσταση του δημόσιου χρέους στο 60% του ΑΕΠ. Με βάση τα σημερινά δεδομένα της κρίσης του κορονοϊού για την οποία δεν έφταιγαν τα κράτη που αύξησε το δημόσιο χρέος, οι κανόνες πρέπει να αναπροσαρμοσθούν με φόντο τις αγορές.
Για να σε πάρουν σοβαρά οι αγορές, είπε, θα πρέπει να πεισθούν και πως οι στόχοι που θέτεις είναι εφικτοί (δηλαδή δεν πρέπει να είναι υπερβολικοί), αλλά και ότι επαρκούν για να υπάρχει βιωσιμότητα στα δημοσιονομικά.
«Θα υπάρξουν αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο» είπε και κανονικά πρέπει να είναι έτοιμες πριν το 2023» ανέφερε. Είπε πως διαφωνεί με τα κράτη του Βορρά που λένε να περιμένουμε. Γιατί οι αγορές έχουν ανάγκη μία ξεκάθαρη εικόνα. «Πρέπει να ξέρουμε ποια θα είναι αυτή η κατεύθυνση» επισήμανε. Και εξήγησε πως το 2023 θα έχει τελειώσει η Ενισχυμένη Εποπτεία και η χώρα θα κρίνεται όπως όλα τα κράτη. Άρα, προς το παρόν θα πορεύεται δημοσιονομικά με αυτά που ισχύουν. Ανέφερε πως η ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί μία συνετή δημοσιονομική πολιτική η οποία στηρίζεται στις αντοχές της οικονομίας. Η πολιτική της κυβέρνησης είναι να προχωρά σε δημοσιονομικά βήματα τα οποία αφενός μεν δικαιολογούνται από τα οικονομικά μεγέθη και αφετέρου έχουν ισχυρό αναπτυξιακό χαρακτήρα. Είπε πως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των είναι η μείωση των βαρών στην εργασία και στο εισόδημα από αυτή όπως είναι οι εισφορές και η εισφορά αλληλεγγύης.
Επίσης είπε για τους κανόνες πως «σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητούμε ότι θα πρέπει η δημοσιονομική πολιτική σε περιόδους ανάκαμψης να υποστηρίζει την βιωσιμότητα του χρέους ούτως ώστε να έχουμε δημοσιονομικά περιθώρια σε κακές περιόδους να εξομαλύνουμε μια κρίση» αλλά «η εμπειρία του παρελθόντος έχει δείξει ότι αν πάμε πολύ νωρίς σε επιθετική δημοσιονομική προσαρμογή παραπάνω από αυτό το οποίο επιτρέπει η δυναμική της οικονομίας» τότε θα υπάρξουν επιπτώσεις όπως αυτές της διπλής ύφεσης της περιόδου 2010 2012 στην Ευρώπη. Εκτιμά πως αυτό το έχει πλέον εμπεδώσει η ΕΕ και ξέρει πως μία απότομη δημοσιονομική προσαρμογή δεν πρέπει να επαναληφθεί. «Νομίζω ότι μάθαμε, αυτό έδειξε η διαχείριση της πρόσφατης κρίσης σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, από τα λάθη διαχείρισης που είχανε γίνει στην προηγούμενη κρίση» είπε.
Μίλησε επίσης για θέμα αλλαγής τρόπου μέτρησης των πλεονασμάτων (πχ διαθρωτικά) με τάση προς δείκτες που αποτιμώνται πιο γρήγορα χρονικά. «Δεν θα πρέπει να οδεύσουμε με υπερβολική ταχύτητα στην προσαρμογή γιατί τότε αυτό θα είναι εις βάρος της ανάπτυξης και της βιωσιμότητας του χρέους» είπε.
Φυσικές καταστροφές και πληθωρισμός
Έδωσε επίσης έμφαση στο κόστος των φυσικών καταστροφών και της κλιματικής μετάβασης ως μία μεγάλη πρόκληση για το μέλλον. Είπε πως προϋποθέτει μεγάλες επενδυτικές δαπάνες, προϋποθέτει ανάπτυξη τεχνολογιών και πολλές άλλες τομές. Και η Ελλάδα καθυστέρησε λόγω της δημοσιονομικής κρίσης. Εξήγησε πως πρέπει να δούμε ποιοι είναι αυτοί που θα επηρεαστούν και πώς αυτό συνδέεται με την αγορά εργασίας, με την επανεκπαίδευση του εργατικού δυναμικού. Τα θέματα αυτά θα μας απασχολήσουν την επόμενη εικοσαετία, εξήγησε.
Για διεθνή οικονομία ανέφερε πως η κρίση του κορονοϊού ήταν ανεπανάληπτο σοκ. Όλες οι οικονομίες υπέστησαν βαθιά ύφεση το 2020 και στην αρχή της κρίσης οι προβλέψεις δεν ήταν καλές για το 2021. Αλλά, επισήμανε πως, τα πράγματα πήγαν καλύτερα σε Ελλάδα και εξωτερικό σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις.
Ανέφερε πως μια παρενέργεια από την ταχύτερη της αναμενόμενης ανάκαμψη, είναι οι τάσεις ανατιμήσεων στις διεθνείς αγορές σε βασικά προϊόντα, όπως η ενέργεια. Φαινόμενο, σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενο και από ό,τι φαίνεται παροδικό. Εκτίμησε πως δεν θα επεκταθεί πολύ μέσα στο 2022 και πως θα υπάρχει αποκατάσταση το 2ο τρίμηνο. Επισήμανε πως οι ανατιμήσεις είναι παροδικού χαρακτήρα και οφείλονται στο ότι η παγκόσμια ζήτηση ανακάμπτει ταχύτερα από την προσφορά, δημιουργείται δηλαδή υπερβάλλουσα ζήτηση. Μετέφερε την εκτίμηση πως η προσφορά θα προσαρμοστεί σταδιακά, αναφερόμενος στη θέση ΕΚΤ και Fed και οι ανατιμήσεις θα αποκλιμακωθούν. Επίσης, οι αυξημένες αποταμιεύσεις με τη σειρά τους οδήγησαν στην αύξηση της ζήτησης που προκαλεί τις πιέσεις των ανατιμήσεων, είπε.
Επισήμανε πως πλέον αφήνουμε πίσω μας το διάστημα της συμπόρευσης της οικονομίας με τις υγειονομικές εξελίξεις και το ζητούμενο είναι να έχουμε μια ομαλή μετάβαση, με προσεκτική διαχείριση του συνολικού μείγματος πολιτικής, δημοσιονομικής και νομισματικής. Ώστε και οι 2 να είναι υποστηρικτικές της ανάκαμψης. Στο δημοσιονομικό πεδίο μίλησε για σταδιακή μετάβαση από τα οριζόντια μέτρα στήριξης, σε πιο στοχευμένες δημοσιονομικές παρεμβάσεις, που θα έχουν στόχο να στηρίξουν πιο βιώσιμες επιχειρήσεις.
Ισχυρή ανάκαμψη - Επανεκκίνηση βιομηχανίας
Για την Ελλάδα αναφέρθηκε στα στοιχεία που δείχνουν ισχυρή τάση ανάκαμψης και είπε πως το ζήτημα είναι η μακροχρόνια ανάπτυξη που περνά μέσα από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Στην Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια έχουν γίνει πάρα πολύ σημαντικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες αποτελούσαν για χρόνια ζητούμενο, είπε. Τούτο δημιουργεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης ότι η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια θα πάει καλά. «Νομίζω ότι έχουμε καλούς λόγους να είμαστε αισιόδοξοι πως τα πράγματα πηγαίνουν στη σωστή κατεύθυνση» ανέφερε και πρόσθεσε πως υπάρχει πολιτική βούληση, υπάρχει πολιτική σταθερότητα το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό.
Έδωσε έμφαση και στη βιομηχανία λέγοντας πως παρατηρείται σημαντική επανεκκίνηση με τον κλάδο να αυξάνει το ποσοστό του στο ΑΕΠ, αλλά και τις εξαγωγές. «Θέλουμε να αναπτύξουμε και άλλα συγκριτικά πλεονεκτήματα και βλέπουμε με μεγάλη χαρά ότι στον τομέα της μεταποίησης και της βιομηχανίας γενικότερα έχουμε πολύ καλές εξελίξεις».