Στην ανάγκη να γίνουν προσεκτικά βήματα και υπολογισμοί πριν την όποια απόφαση για μέτρα μόνιμου χαρακτήρα, παρά το γεγονός ότι η οικονομία είναι βέβαιο πως ανακάμπτει πολύ ταχύτερα από ότι αναμενόταν, δίνει έμφαση το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Στην τριμηνιαία έκθεση που παρουσίασε ο Συντονιστής Φραγκίσκος Κουτεντάκης γίνεται επίσης σαφές πως η επαναφορά της δημοσιονομικής ισορροπίας είναι αναγκαία και πως παραμένουν μία σειρά από αβεβαιότητες και σε σχέση με την πορεία της πανδημίας, και με τις αποφάσεις της ΕΚΤ, αλλά και της ΕΕ για αλλαγή στους δημοσιονομικούς κανόνες.
Παράλληλα, συστήνεται στενή παρακολούθηση των οικονομικών εξελίξεων πριν τη λήψη αποφάσεων, ενώ αναφέρεται πως η «χώρα πρέπει να σχεδιάσει τη διαδικασία επαναφοράς στη δημοσιονομική ισορροπία προκειμένου να απορροφήσει μεσοπρόθεσμα τους κραδασμούς που προκάλεσε η πανδημία, χωρίς να επιβραδύνει την ανάκαμψη της οικονομίας».
Σε ειδικά κεφάλαια καταγράφεται η μείωση των οφειλών προς τους ιδιώτες, αλλά και η επιτάχυνση στη διαδικασία απονομής των συντάξεων.
«Δεν είμαστε ακόμη στην επόμενη ημέρα», ανέφεραν πηγές του Γραφείου, «καθώς ένα μεγάλο μέρος του κόστους το επωμίσθηκε το κράτος. Αυτή τη ζημιά της πανδημίας θα πρέπει να την υποκαταστήσουμε στο μέλλον. Αν λοιπόν σε αυτό το μονοπάτι προς τη δημοσιονομική ισορροπία χωρούν μόνιμα μέτρα, τότε μπορούν να ληφθούν».
Πηγές του γραφείου, εξάλλου, ήταν αισιόδοξες για την ταχεία ανάκαμψη της οικονομίας αν και είπαν ότι ακόμη δεν είναι βέβαιο πως θα γίνει φέτος η επαναφορά (απαιτείται ρυθμός 9% φέτος). Εξήγησαν ωστόσο πως προς το παρόν δεν είναι σαφές, αν και είναι πολύ πιθανό, ένα μέρος από την ισχυρή ανάκαμψη του 2021 να έχει μόνιμα χαρακτηριστικά. Και άρα αν θα δημιουργεί.
Η ανάπτυξη και τα περιθώρια
Αναλυτικά, αναφέρεται πως η πορεία των βραχυχρόνιων δεικτών οικονομικής δραστηριότητας και προσδοκιών υποδηλώνουν ότι η ανάκαμψη θα συνεχιστεί και το γ’ τρίμηνο του 2021. Ωστόσο, «η σχετικά γρήγορη επαναφορά της ελληνικής οικονομίας δεν θα πρέπει να λειτουργήσει καθησυχαστικά καθώς στηρίζεται σε έκτακτους παράγοντες που δεν είναι βέβαιο ότι θα διατηρηθούν μεσοπρόθεσμα, όπως η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω της πανδημίας (PEPP) της ΕΚΤ». Επίσης, η επαναλειτουργία των περισσότερων οικονομικών δραστηριοτήτων, από την πλευρά της προσφοράς, σε συνδυασμό με τις συσσωρευμένες αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, από την πλευρά της ζήτησης, λειτούργησαν συμπληρωματικά προς την κατεύθυνση της επιτάχυνσης του ρυθμού μεγέθυνσης.
Ωστόσο, «αφενός οι αποταμιεύσεις είναι πεπερασμένες, αφετέρου η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα αναστραφεί με την λήξη των έκτακτων μέτρων. Επιπρόσθετα, ο κίνδυνος μιας αναζωπύρωσης της πανδημίας δεν έχει εκλείψει οριστικά. Με αυτά τα δεδομένα, «τονίζουμε την ανάγκη παρακολούθησης των βασικών μεγεθών πριν τη λήψη αποφάσεων συνέχισης της επεκτατικής οικονομικής πολιτικής με μέτρα μόνιμου χαρακτήρα», επισημαίνεται.
Τα δημόσια οικονομικά δείχνουν διεύρυνση του πρωτογενούς ελλείμματος στο πρώτο 7-μηνο του έτους, από τα 7,5 δισ. περίπου πέρυσι σε πάνω από 10,5 δισ. φέτος, «αντανακλώντας την επιβάρυνση των έκτακτων δημοσιονομικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας». «Η εξέλιξη μέχρι το τέλος του έτους είναι αβέβαιη καθώς, από τη μια πλευρά, λήγουν σταδιακά τα έκτακτα μέτρα ενώ, από την άλλη, προστίθενται οι νέες παρεμβάσεις, ύψους περίπου 1,1 δισ., που δεν περιλαμβάνονταν στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα», αναφέρεται.
Ωστόσο εκτιμάται πως «με τα σημερινά δεδομένα δεν αναμένεται σημαντική απόκλιση από τις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου (πρωτογενές έλλειμμα 12,3 δισ. ή 7,2% του ΑΕΠ). Σημειώνεται ακόμα ότι ενδεχόμενη απόκλιση του ελλείμματος σε ονομαστικούς όρους, πιθανότατα θα αντισταθμιστεί σαν ποσοστό του ΑΕΠ εξαιτίας της ταχύτερης του αναμενόμενου οικονομικής μεγέθυνσης».
Οι σημαντικότερες αβεβαιότητες είναι μεσοπρόθεσμες και αφορούν τα έτη από το 2022 και μετά, αναφέρει το Γραφείο και τις απαριθμεί.
*Οι αποφάσεις της ΕΚΤ σχετικά με το έκτακτο πρόγραμμα αγορών κρατικών ομολόγων και η αναθεώρηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας θα καθορίσουν το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθεί η ελληνική οικονομία και ειδικότερα η δημοσιονομική πολιτική. Η στάση της ΕΚΤ θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πορεία του πληθωρισμού, όπως αναφέραμε παραπάνω. Σημειώνουμε ωστόσο ότι το PEPP έχει ημερομηνία λήξης, τον Μάρτιο του 2022, και μένει να διευκρινιστούν τα επόμενα βήματα.
*Το Σύμφωνο Σταθερότητας – που βρίσκεται σε αναστολή μέχρι το τέλος του 2022 – αποτελεί ήδη αντικείμενο συζήτησης. «Όπως υποστηρίξαμε στη γνώμη που καταθέσαμε σχετικά με την αναθεώρησή του, οι κανόνες πρέπει να κινηθούν προς την κατεύθυνση της απλούστευσης και της μεγαλύτερης ευελιξίας ώστε να λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές συνθήκες που αντιμετωπίζει κάθε κράτος-μέλος» αναφέρει το Γραφείο. «Επιμένουμε, ωστόσο, ότι ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες, η χώρα πρέπει να σχεδιάσει τη διαδικασία επαναφοράς στη δημοσιονομική ισορροπία προκειμένου να απορροφήσει μεσοπρόθεσμα τους κραδασμούς που προκάλεσε η πανδημία, χωρίς να επιβραδύνει την ανάκαμψη της οικονομίας. Για το λόγο αυτό, απαιτείται η γρήγορη απορρόφηση και αποδοτική αξιοποίηση των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Τομείς όπου θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν οι ανωτέρω πόροι περιλαμβάνουν τις επενδύσεις στη μακροπρόθεσμη ενίσχυση της δημόσιας υγείας (πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας), τις επενδύσεις βελτίωσης του περιβάλλοντος και καταπολέμησης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής (‘πράσινες’ επενδύσεις), τις επενδύσεις σε εφαρμογές ψηφιακού μετασχηματισμού, τις επενδύσεις στην ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, και σε επενδύσεις ενίσχυσης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας» αναφέρεται.
Η πορεία της οικονομίας
Στην έκθεση αναφέρεται πως η ελληνική οικονομία κατέγραψε υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης 16,2% κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους (έναντι 14,3% στην Ευρωζώνη) επιστρέφοντας ουσιαστικά στο επίπεδο του 2019. «Συγκρίνοντας και τα υπόλοιπα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη με το 2019, διαπιστώνουμε ότι η ανεργία έχει μειωθεί, ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχει διευρυνθεί. Αξίζει, επίσης, να τονιστεί ότι ο επιτυχής δανεισμός του δημοσίου από τις διεθνείς αγορές συνεχίστηκε και κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2021, ενώ αναβαθμίστηκε και η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου».
Σημαντικό είναι επίσης πως η ανεργία τον μήνα Ιούλιο, σε εποχικά διορθωμένους όρους, ήταν στο 14,2%, δηλαδή τρεις μονάδες κάτω από τον Ιούλιο του 2019. «Αυτό αποτελεί μια ιδιαίτερα θετική εξέλιξη, κυρίως αν ληφθεί υπόψη ότι οι περισσότερες αναστολές εργασίας είχαν ήδη αποσυρθεί στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο».
Από την άλλη πλευρά, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παραμένει υψηλό κατά το δεύτερο τρίμηνο (7,5 δις) και έχει διευρυνθεί από το ήδη αυξημένο επίπεδο που είχε καταγράψει το 2020 (7,1 δις) σε σχέση με το 2019 (4,1 δις). Ο πληθωρισμός έχει περάσει σε θετικό έδαφος από τον Ιούνιο φτάνοντας το 1,2% τον Αύγουστο. «Η αυξητική τάση που παρουσιάζει διεθνώς δεν είναι ακόμα σαφές αν θα περιοριστεί στη βραχυχρόνια περίοδο ή θα υπάρξει διάρκεια. Στην πρώτη περίπτωση – και εφόσον δεν αναπροσαρμοστούν ανάλογα τα εισοδήματα – θα υπάρξει μια μείωση της αγοραστικής δύναμης που θα πλήξει περισσότερο τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά. Στη δεύτερη περίπτωση, η μείωση της αγοραστικής δύναμης θα επιδεινωθεί και επιπρόσθετα θα αυξηθεί η πιθανότητα μεταστροφής της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ – χάρη στην οποία το ελληνικό δημόσιο αντιμετωπίζει ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια δανεισμού» αναφέρεται».
Οι αβεβαιότητες
Για τις μεγάλες αβεβαιότητες που «περιβάλλουν σχεδόν κάθε πτυχή της πανδημίας και καθιστούν δύσκολη τη συνολική ποσοτική και ποιοτική αξιολόγηση της μεταβολής των οικονομικών μεγεθών» επισημαίνεται πως αν και η ανάπτυξη θα μπορούσε να αποδειχθεί ισχυρότερη από την προβλεπόμενη, οι αρνητικοί κίνδυνοι κυριαρχούν βραχυπρόθεσμα.
Προς τη θετική πλευρά:
• Η καλύτερη παγκόσμια συνεργασία για τα εμβόλια θα μπορούσε να βοηθήσει στην πρόληψη νέων κυμάτων μόλυνσης και την εμφάνιση νέων παραλλαγών του ιού, να τερματίσει την υγειονομική κρίση νωρίτερα από ότι αναμένεται και να επιτρέψει ταχύτερα την ομαλοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας, ιδιαίτερα μεταξύ των αναδυόμενων αγορών και των αναπτυσσόμενων οικονομιών. Επιπλέον, η ριζική αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης θα μπορούσε να οδηγήσει σε ταχύτερη από την αναμενόμενη αποδέσμευση των συσσωρευμένων αποταμιεύσεων από τα νοικοκυριά, σε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και σε περισσότερες επενδυτικές δαπάνες από τις επιχειρήσεις.
Προς την αρνητική πλευρά:
• H ανάπτυξη θα είναι ασθενέστερη από την προβλεπόμενη εάν τα υλικοτεχνικά εμπόδια στην προμήθεια και διανομή εμβολίων στις αναδυόμενες αγορές και στις αναπτυσσόμενες οικονομίες οδηγήσουν σε ακόμη πιο αργό ρυθμό εμβολιασμού από τον αναμενόμενο. Τέτοιες καθυστερήσεις θα επέτρεπαν την εξάπλωση νέων παραλλαγών του ιού, με πιθανώς υψηλότερο κίνδυνο λοιμώξεων στον εμβολιασμένο πληθυσμό. Επιπλέον, οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις των νοικοκυριών ενδέχεται να αποδεσμευτούν με βραδύτερο ρυθμό από τον αναμενόμενο, εάν τα νοικοκυριά εξακολουθούν να ανησυχούν για τις προοπτικές απασχόλησης και την ασφάλεια του εισοδήματος τους, με συνέπεια να περιοριστούν οι συνολικές δαπάνες.
• Εκτός από τους παράγοντες που σχετίζονται με την πανδημία, η υποτιθέμενη δημοσιονομική ώθηση στις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να είναι ασθενέστερη από την αναμενόμενη, εάν τα νομοθετημένα πακέτα υποδομών και οικογενειακής στήριξης αποδειχθούν μικρότερα από τα ανακοινωθέντα ή εάν η πολλαπλασιαστική επίδραση στη δραστηριότητα είναι ασθενέστερη από την αναμενόμενη. Αυτό θα οδηγούσε σε χαμηλότερη από την αναμενόμενη ανάπτυξη στις ΗΠΑ, με μικρότερες δευτερογενείς επιπτώσεις στους εμπορικούς εταίρους.
• Οι πληθωριστικές πιέσεις αποτελούν κρίσιμο στοιχείο αβεβαιότητας καθώς, εάν επιμείνουν, θα οδηγήσουν στην υιοθέτηση περιοριστικής νομισματικής πολιτικής και αύξησης των επιτοκίων. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, πέρα από την αρνητική επίπτωση στους παγκόσμιους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, θα μπορούσε να διαταράξει τις προοπτικές οικονομικής βιωσιμότητας επιχειρήσεων και κρατών με υψηλά επίπεδα χρέους.
• Τέλος, κοινωνικές αναταραχές, γεωπολιτικές εντάσεις και φυσικές καταστροφές που σχετίζονται με τις καιρικές συνθήκες - οι οποίες έχουν αυξηθεί σε συχνότητα και ένταση λόγω της κλιματικής αλλαγής - θα μπορούσαν να επιβαρύνουν περαιτέρω την ανάκαμψη.
Ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις και συντάξεις
Αναφέρεται πως τον Ιούλιο του 2021 καταγράφηκε μείωση των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου κατά 141 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τον Ιούλιο του 2020. Επίσης σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο στο τέλος του Ιουλίου του 2021, διαμορφώθηκε στα 109 δις ευρώ, αυξημένο κατά 3,6 δις ευρώ σε σχέση με τον Ιούλιο του 2020.
Σύμφωνα με την 2η Τριμηνιαία Έκθεση Προόδου Έτους 2021 του ΚΕΑΟ, το σύνολο των ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών οφειλών στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2021 διαμορφώθηκε στα 38 δις ευρώ, δηλαδή παρουσίασε αύξηση κατά 251,4 εκατ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Η αύξηση αυτή προέρχεται από την αύξηση των πρόσθετων τελών (κατά 361,8 εκατ. ευρώ), καθώς οι κύριες οφειλές σημείωσαν μείωση κατά 110,4 εκατ. ευρώ.
Η εκτέλεση του προϋπολογισμού των ασφαλιστικών ταμείων για το δεύτερο τρίμηνο του 2021 εμφανίζει έλλειμα 375 εκατ. ευρώ, αυξημένο κατά 202 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020 (έλλειμμα 173 εκατ. ευρώ), καθώς τα έσοδα είναι αυξημένα κατά περισσότερο από 1,2 δις ευρώ και οι δαπάνες αυξημένες κατά περισσότερο από 1,4 δις ευρώ, κυρίως λόγω των αυξημένων δαπανών για καταβολή συντάξεων, γεγονός που σε μεγάλο βαθμό εξηγείται από τη μείωση του πλήθους των εκκρεμών και ληξιπρόθεσμων αιτήσεων συνταξιοδότησης και κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021 έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2020.
Στο τέλος Ιουνίου 2021 ο e-ΕΦΚΑ κατέβαλλε 2.707.392 συντάξεις (που αντιστοιχούν σε 2.433.921 συνταξιούχους), αριθμός οριακά αυξημένος σε σχέση με τον Μάρτιο 2021 που καταβλήθηκαν 2.703.848 συντάξεις (σε 2.433.926 συνταξιούχους), αλλά μειωμένος σε σχέση με τον Μάρτιο 2020 (2.712.694 συντάξεις σε 2.460.535 συνταξιούχους).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του e-ΕΦΚΑ και τα στοιχεία της έκθεσης “ΑΤΛΑΣ” για τον Ιούνιο 2021, ο συνολικός αριθμός των εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης μειώθηκε από 142.134 στο τέλος του 1ου τριμήνου 2021 (και εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 528,5 εκατ. ευρώ) σε 130.510 (και εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 393,5 εκατ. ευρώ) στο τέλος του 2ου τριμήνου 2021. Οι ληξιπρόθεσμες (εκκρεμείς πάνω από 90 ημέρες) αιτήσεις συνταξιοδότησης μειώθηκαν από 108.893 στο τέλος Μαρτίου 2021 (εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 509,7 εκατ. ευρώ) σε 100.107 στο τέλος Ιουνίου 2021 (εκτιμώμενη δαπάνη περίπου 377,4 εκατ. ευρώ).