Περιορισμούς στις προοπτικές αναβάθμισης της ελληνικής οικονομίας θέτουν τόσο ο υψηλός δείκτης δημοσίου χρέους όσο και η χαμηλή ποιότητα των assets των εγχώριων συστημικών τραπεζών, όπως επισημαίνει η Scope, έχοντας προβεί από την άλλη σε αναβάθμιση της οικονομίας στο «BB+» από «BB» τον Σεπτέμβριο.
Ο Dennis Shen, αναλυτής της Scope επισημαίνει πως, η Ελλάδα πρέπει να μειώσει το χρέος της από τα επίπεδα του 200% του ΑΕΠ, να ανακεφαλαιοποιήσει το τραπεζικό της σύστημα και να περιορίσει τα δομικά προβλήματα της οικονομίας για να διευκολύνει ουσιαστικά τους περιορισμούς που υφίστανται ως προς το σκέλος των rating actions. Ενώ η Scope εκτιμά ότι το δημόσιο χρέος θα υποχωρήσει ελαφρώς στο 199,1% του ΑΕΠ έως το τέλος του 2021, από το 205,6% πέρυσι, παρόλα αυτά παραμένει σημαντικά υψηλότερα από προ κρίσης επίπεδα, ήτοι στο 180,5% το 2019.
«Ο υψηλός όγκος του χρέους στην Ελλάδα αφήνει το κράτος ευάλωτο σε μία επανεκτίμηση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους και των ελλειμμάτων που συσσωρεύτηκαν στην κρίση της πανδημίας, ειδικά καθώς η στήριξη της ΕΚΤ σταδιακά μειώνεται. Η ευάλωτη θέσης της χώρας σε μία διόρθωση της αγοράς παραμένει ένας από τους βασικούς παράγοντες που λειτουργούν αποτρεπτικά για την πιστοληπτική ικανότητά της», επισημαίνει ο Shen.
Επιπλέον, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται από την αντιμετώπιση δομικών προβλημάτων όπως η περαιτέρω μείωση των NPLs στο τραπεζικό σύστημα, με τον Shen να αναγνωρίζει τη σημαντική πρόοδος που έχει καταγραφεί. Τα αυξημένα NPLs (21,3% επί των συνολικών δανείων τον Ιούνιο αλλά μειωμένα από 40% στο τέλος του 2019) επηρεάζουν την κερδοφορία του τραπεζικού συστήματος και την ικανότητα στήριξης της ανάκαμψης. Η Τράπεζα Πειραιώς, η Alpha Bank και η Εθνική Τράπεζα έχουν αναλάβει δράσεις και ενέργειες για την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας για την κάλυψη του κόστους των επικείμενων τιτλοποιήσεων και τη σταδιακή κατάργηση των μεταβατικών ρυθμίσεων προληπτικής εποπτείας. Ο δείκτης Tier I του κλάδου έχει υποχωρήσει στο 13,8% από 16,4% που ήταν το δ' τρίμηνο του 2019, αντικατοπτρίζοντας την κακή εικόνα κερδοφορίας και την ποιότητα των assets. Επιπλέον, στο δυσμενές σενάριο των stress tests της European Banking Authority οι δείκτες Tier I σε τρεις εκ των τεσσάρων συστημικών υποχώρησαν στο 8% ή και χαμηλότερα, όπως υπενθυμίζει ο Shen.
Σύμφωνα με τη Scope, «βαρίδια» του κλάδου αποτελούν το υψηλό ποσοστό των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTC), οι αυξημένες αγορές ελληνικών κρατικών ομολόγων, η συμμετοχή του κράτους στο μετοχικό κεφάλαιο και οι εγγυήσεις του προγράμματος Ηρακλής που δημιουργούν μία ισχυρή αλληλεξάρτηση του κράτους με τις τράπεζες, αυξάνοντας τον κίνδυνο για το Δημόσιο αλλά και επηρεάζοντας την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Όπως επισημαίνει η Shen, η κυβέρνηση έχει εστιάσει στην ανελαστικότητα της αγοράς εργασίας, τις χαμηλές επενδύσεις και τα ληξιπρόθεσμα χρέη του ιδιωτικού τομέα. Η ανεργία παραμένει σε υψηλό επίπεδο και πιο συγκεκριμένα στο 14,2% τον Ιούλιο, αν και έχει μειωθεί σημαντικά από το 17,2% που ήταν τον Απρίλιο. Επιπλέον, η φορολογική συμμόρφωση παραμένει μια αδυναμία, αν και έχει βελτιωθεί, ενώ οι δαπάνες για συντάξεις και μισθούς του Δημοσίου είναι υψηλότερες από το μέσο όρο της Ευρωζώνης, περιορίζοντας τον δημοσιονομικό χώρο για δαπάνες που ενισχύουν το σκέλος της ανάπτυξης.