Για σημαντικές πιέσεις που θα αντιμετωπίσουν στο δημόσιο χρέους τους μακροπρόθεσμα οι χώρες μέλη του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) λόγω των μέτρων που ελήφθησαν από τις κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο προειδοποιεί η διοίκηση του Οργανισμού.
Σε έκθεση του ΟΟΣΑ που δόθηκε στη δημοσιότητα, σημειώνεται πως οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τα κόστη που συνδέονται με τη γήρανση του πληθυσμού και τις αυξημένες τιμές στις δημόσιες υπηρεσίες.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό, εάν τα τρέχοντα επίπεδα επιτοκίων παγκοσμίως διατηρηθούν, τότε οι χώρες θα μπορούν να συνεχίσουν να ξοδεύουν μέσω της αύξησης του δημοσίου χρέους. Αλλά οι δημοσιονομικές πιέσεις στο μέσο όρο των κρατών του ΟΟΣΑ θα μπορούσαν να αυξηθούν έως και 8 μονάδες βάσης σε σχέση με το ΑΕΠ μέχρι το 2060 εάν οι κυβερνήσεις προσπαθήσουν να διατηρήσουν τα κόστη του δημοσίου τομέα και των επιδομάτων στα σημερινά τους επίπεδα.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές του ΟΟΣΑ, μια αύξηση των παγκοσμίων επιτοκίων από τα σημερινά ιστορικά χαμηλά που βρίσκονται θα μπορούσε να αυξήσει από 1% έως 1,5% τη δημοσιονομική πίεση στις χώρες με το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ιαπωνία.
Ο ΟΟΣΑ προτείνει για την αντιμετώπιση της παραπάνω αύξησης την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα ενισχύσουν την απασχόληση, ανεβάζοντας το κατά κεφαλή εισόδημα στο ΑΕΠ.
«Μία μόνιμη αύξηση των παγκόσμιων επιτοκίων κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το βασικό σενάριο θα αύξανε τη δημοσιονομική πίεση έως και κατά 1 με 1,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στις χώρες του ΟΟΣΑ με τις υψηλότερες καθαρές θέσεις χρέους, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ιαπωνία», αναφέρει ο ΟΟΣΑ.
Ωστόσο, όπως αναφέρει ο ΟΟΣΑ, η τάση του ελληνικού χρέους έως το 2060 είναι ευνοϊκή, παρά την αύξησή του στη διάρκεια της πανδημίας, σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, καθώς σύμφωνα με το βασικό σενάριο της μελέτης, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα του ΟΟΣΑ, η οποία δεν χρειάζεται να λάβει δημοσιονομικά μέτρα για να αποτρέψει μία αύξηση του χρέους της.
«Με εξαίρεση την Ελλάδα, όπου μία μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή έχει ήδη πραγματοποιηθεί μετά τη Μεγάλη Ύφεση, όλες οι χώρες του ΟΟΣΑ θα έπρεπε να αυξήσουν τα φορολογικά έσοδα στο σενάριο αυτό για να αποτρέψουν μία αύξηση του δημόσιου χρέους διαχρονικά. Η διάμεση χώρα θα έπρεπε να αυξήσει τα διαρθρωτικά πρωτογενή έσοδά της κατά σχεδόν 8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ από το 2021 έως το 2060, αλλά η προσπάθεια θα έπρεπε να υπερβαίνει τις 10 ποσοστιαίες μονάδες σε 11 χώρες», αναφέρει η έκθεση.
Το αποτέλεσμα αυτό, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οφείλεται εν μέρει στη μείωση της δημόσιας συνταξιοδοτικής δαπάνης μετά τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις και εν μέρει στο σχετικά υψηλό αρχικό διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα της χώρας. Η δημοσιονομική πίεση λόγω των υψηλότερων δαπανών που θα κάνει η Ελλάδα στο μέλλον για τόκους του δημόσιου χρέους καθώς και λόγω των υψηλότερων δαπανών για υγειονομική περίθαλψη αντισταθμίζεται από τη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και άλλων παραγόντων που επηρεάζουν τη δυναμική του δημόσιου χρέους.
Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη
Η πρόβλεψη για την ελληνική οικονομία είναι ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξής της στη δεκαετία 2020-2030 θα διαμορφωθεί στο 1,3% και στην περίοδο 2030-2060 στο 1,2% έναντι 1,3% και 1,1%, αντίστοιχα, για την οικονομία της Ευρωζώνης. Η πρόβλεψη για επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης ισχύει συνολικά για τις χώρες του ΟΟΣΑ και αντανακλά εν μέρει την επιβράδυνση της αύξησης του πληθυσμού τους, σύμφωνα με τη μελέτη.
Ο ΟΟΣΑ σημειώνει ότι στην περίπτωση που τα επιτόκια αυξηθούν σημαντικά σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, η δημοσιονομική πίεση από τις αυξημένες δαπάνες για τόκους θα είναι σημαντικά υψηλότερη στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες με υψηλό χρέος. «Μία μόνιμη αύξηση των παγκόσμιων επιτοκίων κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το βασικό σενάριο θα αύξανε τη δημοσιονομική πίεση έως και κατά 1 με 1,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στις χώρες του ΟΟΣΑ με τις υψηλότερες καθαρές θέσεις χρέους, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ιαπωνία», αναφέρει ο ΟΟΣΑ.