Με την πιθανή ολοκλήρωση της COP26 σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα βασικό πρόβλημα που δεν έχει λυθεί την τελευταία 10ετία, από την COP16 και τη Συμφωνία του Παρισιού (2015). Πάνω από 53 κράτη είτε δεν έχουν υποβάλει κάποια νέα δέσμευση για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου είτε δεν έχουν αυξήσει τη φιλοδοξία των αρχικών δεσμεύσεων, όπως απαιτείται από τη συμφωνία του Παρισιού. Συνεπώς, όσα κι αν διακηρύξει τελικά η COP26 η αλήθεια είναι ότι υπάρχει ακόμη ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ της τρέχουσας σειράς δεσμεύσεων και του στόχου που τέθηκε στο Παρίσι για περιορισμό της θέρμανσης στους 1,5 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο στις περιβαλλοντικές πολιτικές αλλά και στην κυκλοφορία του χρήματος. Βρισκόμαστε μπροστά στη δεύτερη φορά -μετά το Bretton Woods το 1972- που ο παγκόσμιος καπιταλισμός επιχειρεί να ξαναορίσει κάποιους βασικούς κανόνες κυκλοφορίας του χρήματος και των κεφαλαίων. Το ερώτημα είναι αν βοηθούν στην αντιστροφή της κλιματικής αλλαγής.
Φορολογική πολιτική = περιβαλλοντική πολιτική
Θυμίζουμε ότι σε επίπεδο χωρών έχει υπάρξει προσπάθεια φορολόγησης της χρήσης άνθρακα, που εντάσσεται στις απευθείας περιβαλλοντικές πολιτικές, ενώ υπάρχει και το γνωστό εμπόριο δικαιωμάτων εκπομπών καυσαερίων το οποίο (στη θεωρία) αντισταθμίζει περιβαλλοντικές πολιτικές. Όμως, στην πραγματικότητα, η σημερινή κυκλοφορία του χρήματος και των κεφαλαίων και τα συστήματα που την φορολογούν εντάσσονται και αυτά στην περιβαλλοντική πολιτική.
Ας πάρουμε το πιο «χτυπητό» παράδειγμα. Όπως έχουμε γράψει στο insider.gr τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλη αύξηση στην κίνηση κεφαλαίων μέσω off-shoring. Αυτό το περίπλοκο σύστημα κίνησης κεφαλαίων από τα εθνικά φορολογικά συστήματα σε υπεράκτιους φορολογικούς παραδείσους συμβάλλει τόσο άμεσα όσο και έμμεσα στην κλιματική αλλαγή. Ο άμεσος τρόπος είναι σχετικά απλός. Μέσω του off-shoring πολυεθνικές εταιρείες μπορούν να διοχετεύουν κεφάλαια για να στηρίζουν μαζική παραγωγή προϊόντων που προκαλούν οικολογικές καταστροφές (υπεραλίευση στον αρκτικό κύκλο, αποψίλωση του Αμαζονίου κλπ.).
Ο έμμεσος τρόπος συνδέεται με την διατήρηση της παντοδυναμίας του «λόμπι του άνθρακα», μέσω της αποφυγής της βαριάς φορολόγησης και της διατήρησης ισχυρής ρευστότητας. Οι εταιρείες παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα πρωτοστατούν και στην άρνηση της κλιματικής αλλαγής αλλά και στην πίεση σε επιμέρους εθνικούς και υπερεθνικούς οργανισμούς για ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις υπέρ τους ή για καταψήφιση ενεργών πολιτικών για την αντιστροφή της κλιματικής αλλαγής.
Το να δημιουργείται μια τέτοια εύνοια υπέρ του «λόμπι του άνθρακα» στερεί από τα κράτη κρίσιμους πόρους σε χρήματα (λόγω της μειωμένης φορολογίας) που -αν υπήρχαν- θα μπορούσαν να λειτουργήσουν αντισταθμιστικά ως προς τις πολιτικές για την αντιστροφή της κλιματικής κρίσης.
Με συντηρητικούς υπολογισμούς οι off-shore στερούν στις κυβερνήσεις κάπου 500 δισ. δολάρια τον χρόνο από φόρους. Το τραγικό είναι ότι πολλοί φορολογικοί παράδεισοι αλλά και χώρες μεσαίου ή χαμηλού εισοδήματος, που πλήττονται από την πολιτική των off-shore είναι και οι πιο ευάλωτες στις άμεσες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Θα βοηθήσει ο παγκόσμιος ελάχιστος εταιρικός φόρος;
Χρειάστηκαν πολλά χρόνια διαπραγματεύσεων για να καταλήξουμε τον Οκτώβριο που μας πέρασε σε μια καταρχήν πρώτη παγκόσμια συμφωνία για τη θέσπιση ενός ελάχιστου φορολογικού συντελεστή 15%. Μέχρι να οριστικοποιηθούν «τα ψιλά γράμματα», η συμφωνία αναμένεται να ισχύσει από το 2023.
Ο παγκόσμιος, ελάχιστος εταιρικός φόρος είναι ένα σημαντικό εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει πάρα πολύ σε μια κοινή πολιτική για το κλίμα, ακόμα κι αν υπάρχουν διαφωνίες μέσα στην COP26 και τον τρόπο (ή και την ταχύτητα) επίτευξης των στόχων.
Ο ΟΟΣΑ που πρωτοστατεί στην εφαρμογή του παγκόσμιου ελάχιστου εταιρικού φόρου, εκτιμά ότι η ανακατανομή των κερδών από φόρους ανά έτος θα είναι κάπου 125 δισ. δολάρια, τα οποία μπορούν να γίνουν σημαντικό εργαλείο πολιτικών για την κλιματική αλλαγή στις χώρες που τώρα πλήττονται από αυτή και παράλληλα πλήττονται και από τα διαφυγόντα φορολογικά κέρδη των πολυεθνικών.
Το αποτέλεσμα του παγκόσμιου ελάχιστου εταιρικού φόρου θα είναι ένα «επιπλέον έσοδο» το οποίο οι κυβερνήσεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να επενδύσουν σε φιλικές προς το κλίμα τεχνολογία και υποδομές, καθώς και να αυξήσουν τις δαπάνες σε τομείς χαμηλών εκπομπών άνθρακα, όπως η υγεία, η φροντίδα ηλικιωμένων και η φροντίδα των παιδιών.
Υπάρχουν δύο εγγενή προβλήματα, βέβαια. Το πρώτο είναι ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση από τα κράτη ότι οι κυβερνήσεις τους θα διαθέσουν τους ειπλέον πόρους με αυτόν τον τρόπο και όχι, πχ. Χτίζοντας εργοστάσια παραγωγής άνθρακα (για να καλυφθεί η ενεργειακή ανισορροπία που σήμερα υπάρχει). Το δεύτερο εγγενές πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει κάποια πρόβλεψη μέσα στην αρχική συμφωνία του ελάχιστου φορολογικού συντελεστή για επιπλέον φορολόγηση των εξορυκτικών δραστηριοτήτων. Βασικά, ο κλάδος των εξορύξεων εξαιρείται (σκανδαλωδώς) από τον παγκόσμιο ελάχιστο φορολογικό συντελεστή.
Αυτό σημαίνει ότι οι αναπτυσσόμενες οικονομίες, που σε πολλές από αυτές το «λόμπι του άνθρακα» έχει ισχυρή οικονομική παρουσία, θα συνεχίσει να ασκεί την πολιτική της δύναμη για να επιβραδύνει την πρόοδο της απαλλαγής από τον άνθρακα.
Η μελλοντική πρόοδος στους φορολογικούς κανόνες, πέρα από την πρόσφατη συμφωνία του ελάχιστου εταιρικού φόρου, θα πρέπει να επικεντρωθεί στη μεγιστοποίηση της είσπραξης εσόδων από τον κλάδο των εξορύξεων καθώς δεν αρκεί μόνο η «πράσινη μετάβαση», αλλά και μια αναγκαία ισορροπία.