Εξ αποστάσεως λόγω της έκρηξης κρουσμάτων αποφασίσθηκε να γίνουν τις πρώτες μέρες του 2022 οι διαβουλεύσεις μεταξύ του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης και των εκπροσώπων των Θεσμών (Κομισιόν, EKT, ESM), για τη 13η αξιολόγηση της χώρας σε καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας. Σύμφωνα με πληροφορίες, προς το παρόν έχει οριστεί πως τα τεχνικά κλιμάκια θα αρχίσουν επαφές στις 10- 11 Ιανουαρίου, ενώ για τις 25 Ιανουαρίου (και αφού μεσολαβήσει η σύνοδος του Eurogroup) έχουν ορισθεί οι τηλε-συναντήσεις σε πολιτικό επίπεδο.
Η 13η αξιολόγηση θα πρέπει να οδηγήσει στη δημοσιοποίηση πορίσματος το Φεβρουάριο αλλά και σε πολιτική επικύρωση τον Μάρτιο από τη σύνοδο των ΥΠΟΙΚ. Δεν συνδέεται με πακέτο δόσεων (παρεμβάσεων στο χρέος), αλλά έχει ειδική σημασία διότι είναι θεωρητικά το τελευταίο βήμα πριν την «έξοδο» της χώρας από την Ενισχυμένη Εποπτεία.
Άρα, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν μία σειρά από εκκρεμότητες. Μεταξύ άλλων θα πρέπει να συμφωνηθούν (και να τηρηθούν), τα τελικά χρονοδιαγράμματα σε πεδία της ενισχυμένης εποπτείας τα οποία μεταφέρονται χρονικά. Για παράδειγμα η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Κράτους προς ιδιώτες (ειδικά στο πεδίο των συντάξεων) που αποτελούν κόκκινο πανί για τον ESM λόγω της ανάγκης να αποδείξει το ελληνικό δημόσιο (ειδικά το ευρύτερο), ότι μπορεί να νοικοκυρέψει τα οικονομικά του. Επίσης, ζήτημα υπάρχει με την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, αλλά και στους δασικούς χάρτες.
Βεβαίως και οι δανειστές δέχονται ως «ελαφρυντικό» την πανδημία που έχει καθυστερήσει πολλές διαδικασίες αλλά και παράγοντες όπως οι πυρκαγιές και άλλες φυσικές καταστροφές. Επίσης, κάποια από τα προαπαιτούμενα έχουν μεταφερθεί ως ορόσημα και στόχοι στο Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, (πχ στελέχωση και ενίσχυση ΑΑΔΕ, πτωχευτικό πλαίσιο). Οπότε οι θεσμοί «βλέπουν» τη συνέχεια.
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση επιχειρεί να αντισταθμίσει αστοχίες που υπάρχουν με το «καλό πρόσωπο» σε άλλα πεδία όπως το ενεργειακό, οι ιδιωτικοποιήσεις (σ.σ. υπάρχει ισχυρή ικανοποίηση για το θέμα της Εγνατίας). Επίσης έχει δεχτεί πολύ καλά σχόλια το εθνικό πακέτο μεταρρυθμίσεων και κυρίως ο τομέας της ψηφιοποίησης ως απόδειξη ότι υπάρχει εθνική προσπάθεια για μεταρρυθμίσεις.
Τα δημοσιονομικά και η εκκρεμής «δόση»
Οι δανειστές σε συζητήσεις που θα έχουν με την Ελληνική πλευρά θα κοιτάξουν και το δημοσιονομικό πεδίο. Δηλαδή τις αντοχές του προϋπολογισμού και τα μέτρα στήριξης που τότε θα έχουν αρχίσει να συντάσσονται και να προωθούνται για την κάλυψη από την «Ο» αλλά και από την ενεργειακή κρίση.
Επίσης θα προσμετρηθούν οι «εντολές» που θα αρχίσουν να διαμορφώνει τους επόμενους μήνες για την ευελιξία του 2022. Αλλά και για το πώς θα γίνει επιστροφή σε δημοσιονομικούς κανόνες από το 2023 και μετά.
Η «καλή εικόνα» στην 13η αξιολόγηση έχει σχέση και με το «εισιτήριο» που επιχειρεί να λάβει η Αθήνα για την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα, αλλά και για μία καθαρή έξοδο από το καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας. Και τούτο γιατί εκκρεμούν 2 δόσεις από τη συμφωνία του 2018 εκ των οποίων τυπικά η 1 προβλέπεται να δοθεί τον Ιούνιο με την 14η αξιολόγηση.
Η εκκρεμής «δόση» μαζί με τον τρόπο «εξόδου» θα είναι ουσιαστικά το αντικείμενο πολιτικής διαπραγμάτευσης η οποία ξεκινά. Το ένα σενάριο είναι να υπάρξει μία απόφαση 2πλής «δόσης» τον Ιούνιο του 2022 (κανονικά προβλέπεται απόσταση 6μηνών για κάθε πακέτο, άρα η τελευταία που εκκρεμεί από το 2018 θα πρέπει να έρθει έξι μήνες μετά δηλαδή τον επόμενο Δεκέμβριο). Από τον Ιούνιο και μετά η χώρα - θεωρητικά – θα τελεί σε καθεστώς μετά-προγραμματικής παρακολούθησης (στην «Post Programme Surveillance» που διενεργείται ανά εξάμηνο και είναι η παρακολούθηση στα κράτη που «πέρασαν» από μνημόνια.
Προς το παρόν η κυβέρνηση διαμορφώνει το «δρόμο». Και με το ελληνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων (), και με κινήσεις «κύρους» όπως η πρόωρη εξόφληση του δανείου του ΔΝΤ, αλλά και των διμερών δανείων που δρομολογούνται επίσης τις επόμενες ημέρες.