Τα έσοδα από τον ΦΠΑ μόνο στο ψωμί είναι 200 εκατομμύρια ευρώ και από το κρέας είναι 500 εκατομμύρια ευρώ. Οι ανάλογοι υπολογισμοί δίνουν και παίρνουν το τελευταίο διάστημα στα αρμόδια στελέχη του οικονομικού επιτελείου της Κυβέρνησης που υπολογίζουν το κόστος για τον Προϋπολογισμό αν εφαρμόσουν τη μείωση του ΦΠΑ σε - βασικά έστω – τρόφιμα. Έχοντας και μία άλλη μεγάλη αγωνία: το αν η εν λόγω μείωση θα περάσει στον καταναλωτή…
Όπως επισημαίνουν αρμόδιες πήγες, ίσως το πιο σημαντικό ζήτημα που θα αναδειχθεί το επόμενο διάστημα (αν οι πληθωριστικές πιέσεις συνεχιστούν/ενταθούν), είναι το κατά πόσο λειτουργούν επαρκώς οι μηχανισμοί ελέγχου της αγοράς. Ούτως ώστε τα μέτρα στήριξης που ήδη λαμβάνονται (για τον περιορισμό του κόστους ενέργειας στη βιομηχανία, για το αγροτικό πετρέλαιο, αλλά και η πρωτοβουλία της Παρασκευής για το ρεύμα και τη μείωση ΦΠΑ στα λιπάσματα και στις ζωοτροφές, θα αποδώσουν πραγματικά. Δηλαδή αν θα περάσει στο καταναλωτή μόνο το κομμάτι του «βάρους» που επωμίζεται ο πρωτογενής και ο δευτερογενής τομέας.
Το ζήτημα του ελέγχου της αγοράς είναι καίριας σημασίας και για την επόμενη ημέρα, εξηγούν αρμόδιες πήγες. Δηλαδή, ακόμα και αν μειωθεί ο ΦΠΑ σε βασικά τρόφιμα ή ληφθεί μία παρέμβαση στα καύσιμα, το μετρό θα είναι προσωρινό. Διότι το 2023 είναι ο χρόνος επαναφοράς σε πλεονάσματα και σε δημοσιονομική πειθαρχία. Άρα, επισημαίνουν, όταν ο φόρος θα πρέπει να αυξηθεί εκ νέου, τίθεται το ερώτημα αν η άνοδος των τιμών που τότε θα προκληθεί θα γίνει υπό ανταγωνιστικές συνθήκες…
Τα στοιχεία για τον πληθωρισμό Ιανουαρίου, δείχνουν πως στην Ελλάδα η άνοδος των τιμών σε τρόφιμα και σε βιομηχανικά είδη είναι από τις πιο υψηλές ανά την ΕΕ (για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία). Και αναμένεται πλέον η ανάλυση των μετρήσεων ανά είδος από την ΕΛΣΤΑΤ για να φανεί που «χτυπά» πιο πολύ η ακρίβεια.
Πληθωρισμός υποψήφιων μέτρων στήριξης
Σε κάθε περίπτωση, όπως ανέφερε η ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών τις προηγούμενες μέρες, η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα είναι στο τραπέζι. Θεωρείται μάλιστα θέμα προτεραιότητας σε σχέση με τη μείωση της φορολογίας στα καύσιμα.
Στο τραπέζι είναι και άλλες παρεμβάσεις που επίσης θα συζητηθούν αν η διπλή κρίση δεν αποκλιμακωθεί γρήγορα, όπως για παράδειγμα μία νέα αλλαγή στο κούρεμα της Επιστρεπτέας. Και όλα αυτά, ενώ υπάρχει η δέσμευση διατηρηθούν οι μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές και η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης (σ.σ. για την οποία έχει μάλιστα δεσμευτεί η κυβέρνηση για την επέκταση και σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους)...
Το ζήτημα είναι, επισημαίνουν αρμόδιες πήγες, ότι στους υπολογισμούς που γίνονται για όλα αυτά τα μέτρα πρέπει να συνυπολογισθούν οι αντοχές των κρατικών ταμείων. Με δεδομένο πως η ρήτρα διαφυγής λήγει στο τέλος του έτους.
Το ΕΣΠΑ ως εργαλείο κάλυψης του κόστους των μέτρων στήριξης εξαντλείται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι με δυσκολία φαίνεται πως θα βρεθούν τα 100 εκατομμύρια ευρώ που θα καλύψουν το νέο πρόγραμμα επιδότησης μέρους του κόστους αγοράς κλιματιστικών, ψυγείων και καταψυκτών. Και τούτο όταν το 2020 - 2021 με κονδύλια του ΕΣΠΑ καλύφθηκαν μέτρα στήριξης αξίας 9,28 δισεκατομμυρίων ευρώ, (κάποια από τα οποία ακόμα υλοποιούνται), με μεγαλύτερο την Επιστρεπτέα (καλύφθηκε από το ΕΣΠΑ 1,7 δισ. ευρώ επί του συνολικού της κόστος), αλλά και 2 δισ. που δόθηκαν για εγγυήσεις δανείων για κεφάλαιο κίνησης και 935 εκατ. ευρώ για επιχορηγήσεις μέσω των Περιφερειών σε πληττόμενες επιχειρήσεις.
Η αλλαγή πλεύσης
Από τα μέτρα στήριξης των 43,8 δισ. ευρώ της προηγούμενης 2ετίας (τα 3α πιο υψηλά ανά την ΕΕ), η κυβέρνηση θα πρέπει φέτος να «πείσει» οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά, πως πρέπει να περάσει σε παρεμβάσεις στοχευμένου τύπου, εξηγούν αρμόδιες πηγές. Έχοντας κατά νου ότι το 2023 θα πρέπει να μετατρέψει το έλλειμμα σε πλεόνασμα. Και όλα αυτά, ενώ διαπραγματεύεται την ομαλή έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία και επιχειρεί να διασφαλίσει την πορεία της χώρας προς την επενδυτική βαθμίδα, παρά τους κλυδωνισμούς που προκαλεί πλέον ο υψηλός πληθωρισμός στην στάση της ΕΚΤ ενισχύοντας τον κίνδυνο απόσυρσης του φθηνού χρήματος .
Σε όλο αυτό το σκηνικό, επισημαίνουν κοινοτικές πηγές, είναι πολύ σημαντική η διατήρηση της ροής των εσόδων αλλά και της πλήρους επιτυχίας στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης. Με το συνολικό στόχο να διανεμηθούν στην αγορά 11 δισ. ευρώ μαζί με τα κονδύλια του ΕΣΠΑ.
Καμπανάκι από ΙΟΒΕ
Στο θέμα του πληθωρισμού και των πλεονασμάτων αναφέρεται και η τελευταία τριμηνία έκθεση του ΙΟΒΕ. Όπως επισημαίνει, η εξέλιξη του πληθωρισμού θα έχει κεντρική οικονομική και πολιτική σημασία. «Αυξήσεις τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες είναι αναμενόμενες όταν οι οικονομίες ανακάμπτουν έντονα μετά από βαθιά ύφεση και η ζήτηση αυξάνεται. Μπορεί, όμως, να οδηγήσουν σε ισχυρή και επικίνδυνη ανοδική περιδίνηση τιμών και μισθών που θα υποσκάψει την πραγματική ανάπτυξη. Φυσικά, μπορούν να μειώσουν τα πραγματικά εισοδήματα και πολλά νοικοκυριά να έχουν μείωση ευημερίας αντί για αύξηση, μετά την κρίση της πανδημίας».
Κομβικός είναι όμως και ο ρόλος των πληθωριστικών προσδοκιών, επισημαίνει. «Ήδη, σημαντικό μέρος της ευρωπαϊκής οικονομίας πιέζει για γρήγορη αύξηση επιτοκίων για να αμβλυνθεί ο πληθωρισμός. Πέρα από την επιβάρυνση, ειδικά για οικονομίες με υψηλό χρέος όπως η δική μας, υπάρχει ο κίνδυνος μια υπερβολικά γρήγορη αύξηση του κόστους χρήματος να υποβιβάσει συνολικά τις προοπτικές ανάπτυξης».
Το ΙΟΒΕ αναφέρεται και στην ανάγκη κατά τη λήξη της πανδημίας οι οικονομίες «να τονώσουν την παραγωγική τους βάση, να προσελκύσουν φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο εκμεταλλευόμενες τις αλλαγές στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και να μειώσουν τις τιμές με αύξηση της προσφοράς και του ανταγωνισμού». Εξηγεί πως υπάρχει ισχυρή ανάκαμψη και ομαλή πρόσβαση σε χρηματοδότηση, με κέντρο το ταμείο ανάκαμψης. Αλλά «οι συνθήκες αυτές δεν διασφαλίζουν πως λύνονται τα συστηματικά προβλήματα που χαρακτηρίζουν την οικονομία τα τελευταία πολλά χρόνια, σε συνέχεια και της προηγούμενης δεκαετούς κρίσης. Συνεπώς, το πώς θα εξελιχθεί η οικονομική πολιτική, όχι μόνο στις καταρχήν αποφάσεις της αλλά και ως προς την επιτυχία εφαρμογής, στη διάρκεια της χρονιάς θα είναι κρίσιμης σημασίας».