Οι τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο της ουκρανικής κρίσης και οι – προφανείς - παρενέργειες που όλοι φοβούνται για τις τιμές της ενέργειας, αλλά και τα νέα δεδομένα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας που αποτυπώθηκαν από την Κομισιόν, μαζί με την αντίδραση της αγοράς ομολόγων, αναμορφώνουν τις προτεραιότητες στην ασκούμενη πολιτική στο οικονομικό πεδίο και όχι μόνο. Αυξάνοντας δραστικά την ανάγκη για διασφαλισθεί προς τα «έξω» η εικόνα πως διατηρείται η δέσμευση για δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά αυξάνοντας και το βάρος που επιχειρείται να δοθεί στη θωράκιση των εισοδημάτων από την ακρίβεια.
«Η υλοποίηση του προϋπολογισμού είναι αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα και εφόσον -το τονίζω- εφόσον πάρουμε μέτρα, τα μέτρα αυτά δεν θα είναι οριζόντια, δεν συζητάμε δηλαδή για οριζόντιες μειώσεις φόρων» ήταν το μήνυμα που ήθελε να περάσει ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην σημερινή του δημόσια τοποθέτηση μέσω του ΣΚΑΙ. Απευθυνόμενος προφανώς στο «εσωτερικό» ακροατήριο, αλλά ενδεχομένως και «εκτός» συνόρων. Επισφραγίζοντας τη θέση που μεταφέρει όλες τις προηγούμενες ημέρες το οικονομικό επιτελείο: πως μέτρα στήριξης θα ληφθούν μόνο αν διασφαλίζεται ο στόχος συρρίκνωσης του ελλείμματος, ο οποίος δεν θα αλλάξει. Δηλαδή τα περιθώρια μπορεί να προκύψουν από υψηλότερα έσοδα λόγω της ανάπτυξης.
Ο Πρωθυπουργός παρ' όλα αυτά, περιέγραψε τον οδικό χάρτη των επόμενων - στοχευμένων ή μικρού σχετικά κόστους - κινήσεων που στρέφονται σε επιδόματα και σε εισφορές: Ο λόγος για ένα έκτακτου χαρακτήρα επίδομα σε ευάλωτες ομάδες που θα αποφασισθεί (όπως είπε) από τον Μάρτιο και (αν θα ληφθεί) θα βασίζεται στο πρότυπο των επιδομάτων του προηγούμενου Δεκεμβρίου, αλλά και την πρόθεση μίας ακόμη κίνησης μείωσης των εισφορών (σ.σ. εκκρεμεί η μείωση των εισφορών επικουρικής ασφάλισης κατά 0,5%, ισόποσα για εργοδότες και εργαζόμενους και δεν θεωρείται μέτρο μεγάλου κόστους λόγω της αντιστάθμισης από πλευράς ανόδου εισφορών που δέχονται οι θεσμοί). Και αυτά παράλληλα με τη διατήρηση, τουλάχιστο έως τον Μάιο, του πακέτου σε ρεύμα – αέριο και με την ισχυρή άνοδο του κατώτατου, και πάλι από τον Μάιο.
Τα μηνύματα της Επιτροπής
Τα νέα δεδομένα για την οικονομία αποτυπώθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα μέσα από τις ανακοινώσεις της Επιτροπής προκάλεσαν έκπληξη προς δύο κατευθύνσεις: η ανάπτυξη της Ελλάδας το 2021 αλλά και φέτος αναμένεται πλέον να είναι πολύ πιο υψηλή από ότι αναμενόταν (7,5% το 2020 και 4,9% φέτος), ακόμη και στα πιο αισιόδοξα σενάρια. Αλλά και η προσδοκώμενη άνοδος των τιμών θα είναι επίσης εκτός του βεληνεκούς κάθε «κακού» σεναρίου (παρά το ότι αναμένεται και πάλι άνοδος τιμών πιο αργή από το μέσο όρο της ΕΕ, στο 4,6% το α τρίμηνο σε όρους εναρμονισμένου δείκτη).
Το δεδομένο είναι πως ο Προϋπολογισμός που ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο (με άνοδο ΑΕΠ 6,9% και πληθωρισμό 1%) ουσιαστικά τελεί υπό αναθεώρηση. Με τελικό σταθμό την σχετική υποχρέωση κατάθεσης 3ετών προβλέψεων στο τέλος Απριλίου. Και καθώς το τελευταίο διάστημα οι προβλέψεις των θεσμών (Επιτροπή, ΕΚΤ και όχι μόνο) αλλάζουν… συχνά και δραστικά, κανείς δεν μπορεί ακόμη να υπολογίσει τα δεδομένα με τα οποία θα φτάσει η χώρα στον Απρίλιο, αναπτυξιακά, πληθωριστικά αλλά και από πλευράς κρατικών εσόδων (που είχαν πιέσεις τον Ιανουάριο λόγω της Ελπίδας), επισημαίνουν χαρακτηριστικά αρμόδιες πηγές. Βάζοντας και την πανδημία στο «κάδρο» των αβεβαιοτήτων.
Τελευταίο απτό παράδειγμα της ρευστότητας που υπάρχει είναι οι ραγδαίες εξελίξεις στο Ρωσο-Ουκρανικό μέτωπο. Τη στιγμή που τα «φρέσκα», βασικά σενάρια της Επιτροπής, αλλά και της κυβέρνησης στο πακέτο Φεβρουαρίου για το ρεύμα (αλλά και για τον κατώτατο) βασίζονται σε σταδιακή αποκλιμάκωση της ενεργειακής κρίσης μετά το 1ο τρίμηνο με ορόσημο τον Μάιο.
Το βλέμμα στις αγορές και το «μαξιλάρι» για το «κακό» σενάριο
Το ζήτημα είναι, εξηγούν αρμόδιες πηγές, πως ακόμη και αν τελικά επικρατήσουν τα «καλά» σενάρια, σε επίπεδο ΕΕ αναμένεται πιο υψηλό κόστος δανεισμού. Φέτος αλλά και το 2023. Εξηγώντας και την εντεινόμενη ανησυχία της κυβέρνησης όπως αυτή μεταφέρεται από επίσημες δηλώσεις του Πρωθυπουργού αλλά και του οικονομικού επιτελείου για «συμμάζεμα» των δημοσιονομικών. Ο στόχος για περιορισμό των ελλειμμάτων έχει σχέση με την ανάγκη συρρίκνωσης του δανεισμού, αλλά και με τον στόχο της εξόδου από την εποπτεία φέτος και της κτήσης της επενδυτικής βαθμίδας το 1ο εξάμηνο του 2023, κάτι που πλέον γίνεται όλο και πιο φανερό πως δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένο.
Εξηγούν οι ίδιες πηγές πως η ανάγκη «νοικοκυρέματος» των προσδοκιών πηγάζει και από το γεγονός πως αν η ενεργειακή κρίση ενταθεί, τότε έγινε σαφές από τον ΥΠΟΙΚ Χρήστο Σταικούρα πως μπορεί να χρειασθεί να συνδράμει και ο κρατικός προϋπολογισμός. Τα έσοδα 2 δισ. ευρώ από τις δημοπρασίες ρύπων αρκούν για να καλύψουν το πακέτο ρεύματος και αερίου φέτος μόνο στο σενάριο αποκλιμάκωσης. Με το πακέτο στα 395 εκατ. ευρώ τον Ιανουάριο και στα 350 εκατ. ευρώ τον Φεβρουάριο, ο «κουμπαράς» των ρύπων φτάνει περίπου για 6 μήνες, ανάλογα με το αν θα υπάρξει αποκλιμάκωση ή όχι. Κάτι που θα φανεί ανάλογα με τις διεθνείς εξελίξεις.
Σε επίπεδο θεσμών επίσης, σύμφωνα με πληροφορίες, επιχειρείται να περάσει όλο και πιο έντονα το «μήνυμα» προς την Αθήνα περί ανάγκης συγκράτησης των προσδοκιών για «ακριβά» μέτρα στήριξης, όπως για την πιθανότητα μείωσης φόρων (πχ σε τρόφιμα και καύσιμα). Μάλιστα, στις ανακοινώσεις της Κομισιόν για τις χειμερινές εκτιμήσεις διακριτικά τέθηκε και το θέμα της 2ης ανόδου του κατώτατου. Και τούτο, όπως εξηγούν αρμόδιες πηγές, αφού οι πολύ εντυπωσιακές αναπτυξιακές επιδόσεις μπορεί να οδηγούν ενδεχομένως και σε πιο υψηλές προσδοκίες…
Έκτακτο επίδομα, αποφάσεις από Μάρτιο και μετά
Σε κάθε περίπτωση, το «στίγμα» που έδωσε σήμερα ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είναι για προσεκτικές κινήσεις με διασφάλιση των δημοσιονομικών στόχων. «Κανένα μέτρο χωρίς μέτρημα», ανέφερε χαρακτηριστικά., γιατί «έχουμε συγκεκριμένους δημοσιονομικούς στόχους για το 2022, είναι απολύτως κρίσιμο να τους πετύχουμε». «Εγώ θέλω από τους πρώτους μήνες του 2023 να έχουμε επανέλθει στην επενδυτική βαθμίδα» γιατί ξεκλειδώνει «δισεκατομμύρια πόρων τα οποία θα μπορούν να επενδυθούν πια στην Ελλάδα», είπε. Έδωσε επίσης έμφαση στην ανάπτυξη, Γιατί «όσο η ανάπτυξη είναι πιο ρωμαλέα», συνδράμει σε πιο πολλά μέτρα.
Έκανε σαφές πως «δεν θα υπάρχουν οριζόντια μέτρα», αλλά μπορούμε να συζητήσουμε αυτή τη στιγμή «μόνο στοχευμένα μέτρα για τους πιο αδύναμους» και «όταν έχουμε τη δημοσιονομική δυνατότητα». Φέροντας ως παράδειγμα το έκτακτο επίδομα του Δεκεμβρίου και το διπλασιασμό στο κοινωνικό επίδομα αλληλεγγύης. Έθεσε ως χρονικό «ορόσημο» αποφάσεων από τον Μάρτιο και μετά, λέγοντας πως «πρέπει να δούμε την εκτέλεση του προϋπολογισμού σίγουρα και τον μήνα Φεβρουάριο και από εκεί και πέρα με το οικονομικό επιτελείο θα δούμε τι θα κάνουμε». Ανάλογα με το αν θα υπάρχει υπέρβαση στόχων. Ερωτηθείς για μια εφάπαξ παροχή σε όσους έχουν ανάγκη είπε πως «οι συμπολίτες μας, έχουν εμπιστοσύνη να υλοποιήσουμε μια πολιτική με κοινωνικά χαρακτηριστικά» αλλά «δεν θέλω σε καμία περίπτωση- και θα επιμείνω σε αυτό- να καλλιεργηθεί στην ελληνική κοινωνία μία εικόνα εύκολων και ανέξοδων παροχών». Πρόσθεσε πως «δεν υπάρχουν «λεφτόδεντρα».
Αναφέρθηκε στον οδικό χάρτη εφαρμογής των μόνιμων ελαφρύνσεων, αφήνοντας στην «άκρη» μετά την μείωση του ΕΝΦΙΑ το σκέλος των φόρων, και δίδοντας πλέον έμφαση στις εισφορές. «Εάν είχαμε μία δυνατότητα -δεν την έχουμε αυτή τη στιγμή- αλλά αυτό το οποίο θα επεδίωκα, θα ήταν να μειώσω κι άλλο τους φόρους στην εργασία. Δηλαδή, να μειώσω κι άλλο τις εργοδοτικές εισφορές με όφελος και για την επιχείρηση και για τον εργαζόμενο. Και βέβαια να μπορέσουμε -και πιστεύω ότι θα μπορέσουμε να το κάνουμε, δεν έχω καμία ανησυχία- να μονιμοποιήσουμε την κατάργηση της έκτακτης εισφοράς» και στο δημόσιο και στους συνταξιούχους το 2023.
Κατώτατος πολύ μεγαλύτερη από το 2% αλλά «τόσο, όσο αντέχουν οι δυνατότητες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων»
Για την αύξηση του κατώτατου μισθού είπε πως «θα είναι πολύ μεγαλύτερη από την αύξηση του 2% που δώσαμε, που είναι μία μικρή αύξηση, δεν θα έλεγα ότι είναι αμελητέα, αλλά είναι μία μικρή αύξηση. Δεν κάνει μία τεράστια διαφορά στα εισοδήματα των εργαζομένων. Άρα η δική μου επιθυμία θα είναι να πάμε τόσο, όσο αντέχουν οι δυνατότητες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων». Εξήγησε πως «δεν μπορεί σήμερα ο κατώτατος μισθός να πάει στα 800 ευρώ» γιατί θα ήταν ότι θα είχαμε μία απότομη αύξηση της ανεργίας. Θα έκλειναν επιχειρήσεις». Και συνέδεσε την επιλογή της 1ης Μαΐου ως χρόνο έναρξης γιατί τότε «εκτιμούμε ότι το κόστος της ενέργειας θα έχει πέσει πάλι» και έτσι δεν θα υπάρχει τότε κίνδυνος ανόδου της ανεργίας.
Για το ρεύμα και το φυσικό αέριο είπε πως «θα εξακολουθούμε να παρέχουμε αυτή τη στήριξη για όσο καιρό διαρκεί αυτή η αναταραχή στην αγορά ενέργειας, που ελπίζουμε ότι θα είναι προσωρινή». «Και τον Μάρτιο θα υπάρχει στήριξη και τον Απρίλιο θα υπάρχει στήριξη και ελπίζουμε πια ότι από την άνοιξη θα υπάρχει μία σημαντική αποκλιμάκωση στις τιμές της ενέργειας» ανέφερε. «Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τις ισχυρότερες πληθωριστικές πιέσεις στην παγκόσμια οικονομία εδώ και 40 χρόνια» και «έχω απόλυτη αίσθηση των δυσκολιών που υπάρχουν σήμερα στην ελληνική κοινωνία», είπε.