Τον αντίκτυπο που ενδέχεται να έχει μια περαιτέρω ανάφλεξη και διένεξη μεταξύ Ρωσίας - Ουκρανίας, Δύσης, στην ευρύτερη αναπτυξιακή δυναμική της Ευρωζώνης, μέσω πολλαπλών «καναλιών» εξετάζει η Barclays.
Ο βρετανικός οίκος εστιάζει κυρίως στο ενεργειακό σκέλος, καθώς πάνω από το 60% των συνολικών εισαγωγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προέρχονται από τη Ρωσία καλύπτουν την ενέργεια και επίσης περίπου το 30% των συνολικών προϊόντων ενέργειας που αγοράζει από χώρες εκτός ΕΕ. Κατά το πρώτο εξάμηνο του περασμένου έτους, η Ευρώπη εισήγαγε από τη Ρωσία περίπου το 50% του φυσικού της αερίου και περίπου το 25% των εισαγωγών σε πετρελαϊκά προϊόντα, υπογραμμίζοντας έτσι τη σημαντική εξάρτηση των ευρωπαϊκών κρατών από τη Ρωσία. Παράλληλα, η αξία και ο όγκος των εισαγωγών ενεργειακών αγαθών από τη Ρωσία επανέρχονται επίσης στα προ πανδημίας επίπεδα. Δεδομένου του παγκόσμιου ισοζυγίου ζήτησης/προσφοράς για φυσικό αέριο και πετρέλαιο, θα ήταν δύσκολο να αντικατασταθούν μεγάλες ποσότητες ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου με εναλλακτικές πηγές ενέργειας από άλλες χώρες, ιδίως σε σύντομο χρονικό διάστημα, όπως σημειώνει η Barclays. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε επιδείνωση πιθανότατα θα μεταφραστεί σε υψηλότερες τιμές που θα επιβαρύνουν τη βιομηχανική παραγωγή καθώς και την κερδοφορία των επιχειρήσεων και τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών.
Φυσικά, το μέγεθος του αντίκτυπου θα διαφέρει από χώρα σε χώρα και θα εξαρτηθεί επίσης από τα δημοσιονομικά μέτρα που θα μπορούσαν να λάβουν οι κυβερνήσεις για να περιορίσουν τη μετάδοση αυτού του πρόσθετου ενεργειακού σοκ στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τη Barclays, η Ισπανία θα ήταν πιθανότατα η χώρα που θα επηρεαζόταν περισσότερο από μια περαιτέρω αύξηση των τιμών ενέργειας, δεδομένης της εντατικής παραγωγής ενέργειας και της υψηλής μετακύλισης του κόστους προς τους καταναλωτές. Ωστόσο, πιο απρόβλεπτος θα ήταν ο αντίκτυπος ενός πολέμου στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με άγνωστες συνέπειες γύρω από την απώλεια ανθρώπινων ζωών και τις μελλοντικές γεωπολιτικές ισορροπίες.
Από την άλλη, σε ότι αφορά τον εμπορικό «κανάλι», η Ρωσία και η Ουκρανία αντιπροσωπεύουν μόνο μερικές μικρές εξαγωγικές αγορές για την πλειονότητα των κρατών μελών της Ευρωζώνης, ενώ πολλές εξ αυτών εισάγουν μεγαλύτερο ποσοστό αγαθών από τη Ρωσία και την Ουκρανία από ότι εξάγουν. Η Φινλανδία εισάγει περίπου το 14% των συνολικών αγαθών από τη Ρωσία, αλλά μόλις το 5% περίπου των εξαγωγών της διοχετεύεται σε αυτή. Η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία είναι πολύ πιο εκτεθειμένες στη Ρωσία και την Ουκρανία μέσω εξαγωγών και εισαγωγών από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Επιπλέον, μια κλιμάκωση της έντασης θα μπορούσε να επηρεάσει άμεσα και τις τράπεζες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω της έκθεσής τους στη Ρωσία. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία από την BIS, η έκθεση των αυστριακών τραπεζών στη Ρωσία είναι αρκετά μεγάλη στο 4,6% του αυστριακού ΑΕΠ, ενώ του γαλλικού και του ιταλικού τραπεζικού κλάδου είναι επίσης σχετικά υψηλή στο 1% περίπου του αντίστοιχου ΑΕΠ (χαμηλότερα ποσοστά για τα υπόλοιπα τραπεζικά συστήματα). Αν και είναι δύσκολο να εκτιμηθεί τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό για την πραγματική οικονομία, ένας πιθανός αρνητικός αντίκτυπος θα αφορά στην πιο «συνετή» δανειοδοτική συμπεριφορά και ικανότητα των τραπεζών που είναι πιο εκτεθειμένες σε ρωσικές εταιρείες εάν η κερδοφορία τους επηρεαστεί από την επιβολή κυρώσεων ή τις συνέπειες μιας πολεμικής σύρραξης.
Ως προς το σκέλος της νομισματικής πολιτικής μια νέα ανάφλεξη μεταξύ Ρωσίας - Ουκρανίας, Δύσης θα σήμαινε μεγαλύτερες αυξήσεις στις τιμές ενέργειας και έναν πιο επίμονα υψηλό πληθωρισμό. Αυτό πιθανότατα θα οδηγούσε σε δευτερογενείς επιπτώσεις στους μισθούς, αλλά και έναν αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη. Αυτό ασφαλώς θα περιέπλεκε τους συμβιβασμούς εντός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σχετικά με το μέγεθος και τον ρυθμό της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής, σύμφωνα με τον βρετανικό οίκο.
Επιπλέον, σε ένα χειρότερο σενάριο, μιας πολεμικής σύρραξης με μεγάλες αρνητικές συνέπειες στην εμπιστοσύνη και την ανάπτυξη, η Barclays εκτιμά ότι η ΕΚΤ θα εξέταζε επίσης το όφελος ενός νομισματικού - δημοσιονομικού συντονισμού για να αποτρέψει την αισθητή αποδυνάμωση της εγχώριας ζήτησης. Αυτός ο συντονισμός θα τάσσονταν υπέρ των δημοσιονομικών πολιτικών για την αντιμετώπιση του «σοκ». Ωστόσο, για να συμβεί αυτό σε χώρες με υψηλό χρέος, η ΕΚΤ θα πρέπει να δημιουργήσει ένα δημοσιονομικό «χώρο» διατηρώντας το ευέλικτο πλαίσιο στις συνθήκες χρηματοδότησης. Η ΕΕ θα μπορούσε επίσης να αντιμετωπίσει αυτό το κοινό σοκ με ασύμμετρο αντίκτυπο σε χώρες παρόμοιο με το σοκ της πανδημίας και να διαθέσει ορισμένα από τα εργαλεία της έκτακτης ανάγκης (λειτούργησαν εν μέσω πανδημίας), όπως ο μηχανισμός SURE, οι πιστωτικές γραμμές του ESM και, ενδεχομένως, μια εξεύρεση πρόσθετων πόρων στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.