Σε εγρήγορση έχει θέσει τις τράπεζες η άνοδος του πληθωρισμού και η επίπτωσή της στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Μαζί με το τέλος της εποχής των χαμηλών επιτοκίων, η εδραίωση του ανοδικού πληθωρισμού εξαιτίας της έντασης στην Ουκρανία και της ενεργειακής κρίσης θα μπορούσε να απειλήσει την ομαλή εξυπηρέτηση των δανείων.
Τον Ιανουάριο ο πληθωρισμός σημείωσε νέα, μεγάλη επιτάχυνση και αυξήθηκε με ρυθμό 6,2% έναντι ανόδου 5,1% τον Δεκέμβριο, καταγράφοντας υψηλό 25ετίας από τον Φεβρουάριο του 1997. Άλμα 154% κατέγραψαν οι τιμές του φυσικού αερίου, οδηγώντας μαζί με τις αυξήσεις σε ηλεκτρισμό, πετρέλαιο θέρμανσης και ενοίκια το κόστος για στέγαση σε αύξηση 22,6%, ενώ ανατιμήσεις 5,2% σημειώθηκαν στα τρόφιμα.
Στενή παρακολούθηση των ρυθμισμένων δανείων
Η πίεση στο πορτοφόλι των νοικοκυριών είναι σημαντική, χωρίς ωστόσο να έχει επηρεάσει ακόμη τις ροές αποπληρωμών στα δάνεια και οι τράπεζες δεν δηλώνουν επί του παρόντος ανήσυχες. Αυτό έχει να κάνει με το ότι τα μακροοικονομικά δεδομένα για την οικονομία είναι θετικά και λειτουργούν ως αντίβαρο στις ανησυχίες που εγείρει ο πληθωρισμός.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, οι τράπεζες βρίσκονται σε εγρήγορση και παρακολουθούν πολύ στενά ειδικά τα ρυθμισμένα δάνεια και μεταξύ αυτών, πρωτίστως τα στεγαστικά. Όπως αναφέρουν στελέχη τραπεζών στο insider.gr, η κατηγορία των δανειοληπτών που έχουν ρυθμίσει τα δάνειά τους είναι η πιο ευάλωτη κατηγορία. Οι ρυθμίσεις αυτές που έχουν γίνει στο παρελθόν, δεν αφήνουν πολλά εισοδηματικά περιθώρια στους δανειολήπτες εφόσον χειροτερεύσει δραστικά το διαθέσιμο εισόδημά τους.
Ειδικότερα, οι ρυθμίσεις των δανείων έχουν γίνει με βάση την αξία του ακινήτου (πρώτη κατοικία) των δανειοληπτών και με την υπόθεση του τι θα εισέπραττε η τράπεζα σε περίπτωση που κατήγγειλε το δάνειο και αποφάσιζε πλειστηριασμό για την είσπραξη της οφειλής. Με βάση και την πρόβλεψη του νόμου, ο πιστωτής δεν μπορεί να έρθει σε χειρότερη θέση με τη ρύθμιση, συγκριτικά με αυτά που θα εισέπραττε από τον πλειστηριασμό. Επομένως, οι ρυθμίσεις έχουν διαμορφωθεί ώστε να μην είναι χειρότερες για τον πιστωτή από τον πλειστηριασμό.
Αυτό σημαίνει ότι οι ρυθμίσεις που έχουν δώσει οι τράπεζες στους δανειολήπτες έχουν δομηθεί υπολογίζοντας τις ελάχιστες δαπάνες διαβίωσης και μάλιστα στη στενή τους περίμετρο. Στην πράξη, η μηνιαία δόση ενός ρυθμισμένου δανείου προκύπτει από το εισόδημα που απομένει στο νοικοκυριό, αφού καλυφθούν πρώτα οι ανάγκες του για τροφή, στέγαση, εκπαίδευση, ιατρικές δαπάνες και ρυθμίσεις οφειλών προς το Δημόσιο.
Επομένως, τα περιθώρια επιδείνωσης του εισοδήματος του δανειολήπτη με ρυθμισμένο δάνειο είναι σχεδόν ανελαστικά και καθιστούν επισφαλή την συνέχιση της ομαλής αποπληρωμής του δανείου.
Για τους δανειολήπτες που βγήκαν από την κρίση χωρίς να έχουν ρυθμίσει τα δάνειά τους αφού συνέχισαν να τα εξυπηρετούν, τα πράγματα είναι καλύτερα. Εφόσον μειωθεί τώρα το εισόδημά τους, θα μπορούν να συμφωνήσουν με την τράπεζα επιμήκυνση της χρονικής διάρκειας του δανείου, ώστε η μηνιαία δόση να διαμορφωθεί σε χαμηλότερα επίπεδα.
Κατόπιν αυτού, όλη η προσοχή των τραπεζών στρέφεται στους ρυθμισμένους δανειολήπτες, με το πιο «ευαίσθητο» κομμάτι να αφορά στα στεγαστικά δάνεια.
Σημειώνεται ότι οι τράπεζες έχουν στο «μικροσκόπιο» και τους δανειολήπτες που ως πληγέντες από την πανδημική κρίση, έλαβαν την κρατική συνεισφορά των προγραμμάτων «Γέφυρα» για να μπορέσουν να εξυπηρετούν τα δάνειά τους. Στην «Γέφυρα 1» που συνδέεται με τα στεγαστικά δάνεια, για το 90% των επιδοτήσεων οι καταβολές ολοκληρώθηκαν Δεκέμβριο – Ιανουάριο. Σταδιακά θα λήξουν και οι καταβολές του «Γέφυρα 2» που αφορά επιχειρηματικά δάνεια, αν και η πορεία αυτών δεν φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα. Αυτό διότι η οικονομία αναμένεται να πάει καλύτερα και κάποιοι τομείς μπορεί να μην επηρεαστούν καθόλου από την αύξηση του πληθωρισμού και των τιμών των καυσίμων.
Ανησυχία δεν υπάρχει επίσης για τα καταναλωτικά δάνεια, καθώς τα μεν παλαιότερα προβληματικά καταναλωτικά δάνεια έχουν πουληθεί από τις τράπεζες ή έχουν κουρευτεί σε ποσοστά ακόμη και 90%, ενώ τα νέα δόθηκαν με πολύ αυστηρά κριτήρια.
Έτσι, η επιφυλακή υπάρχει στα στεγαστικά και δη τα ρυθμισμένα, των οποίων η εξυπηρέτηση θα μπορούσε να πάει μετά τις πληρωμές των νοικοκυριών σε σούπερ – μάρκετ, λογαριασμούς ΔΕΚΟ κ.λπ. αναλόγως της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος.