Έμφραγμα στην αγορά των παιγνίων προκαλεί η πολιτεία αφού αιφνιδίως και χωρίς καμία προηγούμενη ενημέρωση ή διαβούλευση ο Υφυπουργός Οικονομικών κ. Απόστολος Βεσυρόπουλος εξέφρασε την πρόθεσή του, να επιβάλει επιπλέον φορολογία στους παίκτες των διαδικτυακών παιγνίων.
Πρόκειται για επιλεκτικό χτύπημα κάτω από τη ζώνη, δεδομένου ότι από την έναρξη ισχύος του νέου, σταθερού πλαισίου των διαδικτυακών παιγνίων στην Ελλάδα το 2021, για δεύτερη φορά μέσα σε έξι μήνες, το Υπουργείο Οικονομικών επιλέγει να επιβάλει επιπλέον φορολογία στα διαδικτυακά παίγνια αγνοώντας άλλες μορφές τυχερών παιχνιδιών.
Είναι κοινός τόπος ότι το αρμόδιο υπουργείο στην κατεύθυνση κάλυψης των δημοσιονομικών του αναγκών, αλλάζει για ακόμη μια φορά τους όρους λειτουργίας της αγοράς, σε εταιρείες που πλήρωσαν για την νόμιμη αδειοδότηση τους γνωρίζοντας από την αρχή την ύπαρξη συγκεκριμένων «όρων παιχνιδιού».
Όπως επισημαίνουν σε ανακοίνωση τους οι 9 κορυφαίες εταιρείες διαδικτυακών παιγνίων, «η φορολογία έρχεται επιπρόσθετα στο υψηλό κόστος των 5 εκατ. ευρώ που καταβάλουν οι εταιρείες για την απόκτησης της άδειας λειτουργίας στην Ελλάδα και της φορολογίας ύψους 35% επί των εσόδων τους, έναν από τους υψηλότερους φόρους στην Ευρώπη, ενώ οι εταιρείες δημιουργούν συνολικά έσοδα για το κράτος από την φορολογία -άμεση και έμμεση- που ξεπερνούν τα 350 εκατομμύρια ετησίως».
Όπως προσθέτουν στην επιστολή τους για την επί θύραις στρέβλωση της αγοράς: «Επιπλέον, η επιβολή πρόσθετης φορολογίας, όπως τεκμηριώνεται από όλα τα σχετικά ευρωπαϊκά παραδείγματα, οδηγεί έμμεσα στην ενίσχυση της παράνομης αγοράς, την οποία μέχρι σήμερα τόσο το ίδιο το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο όσο και οι ενέργειες της ΕΕΕΠ έχουν περιορίσει έως εκμηδενίσει».
Υπογραμμίζεται ότι η απώλεια παικτών από τις αδειοδοτημένες εταιρείες / παρόχους προς την παράνομη αγορά, ως αποτέλεσμα της πρόσθετης φορολογίας, συνεπάγεται αυτόματη μείωση των δημοσίων εσόδων και ταυτόχρονα σημαντικό πλήγμα στη λειτουργία και στην ανταγωνιστικότητα της αγοράς και των εταιρειών. Σημειώνεται επίσης ότι οι εταιρείες που λειτουργούν στην Ελλάδα, είναι οι βασικοί αιμοδότες του ελληνικού αθλητισμού, με την πλειονότητα των επαγγελματικών ομάδων, των επαγγελματικών πρωταθλημάτων και των αθλητών που εκπροσωπούν τη χώρα στις διεθνείς διοργανώσεις και στους Ολυμπιακούς Αγώνες να στηρίζονται οικονομικά από αυτές, καλύπτοντας σε πολλές περιπτώσεις την αδυναμία του κράτους να χρηματοδοτεί τους Έλληνες πρωταθλητές.
Στην ανακοίνωση τους οι 9 κορυφαίες εταιρείες αναφέρουν ότι: «Υποστηρίζουν τις αθλητικές υποδομές, έχοντας μόνο τον τελευταίο χρόνο, με ιδιωτική πρωτοβουλία, κατασκευάσει και εκσυγχρονίσει περισσότερους από 20 αθλητικούς χώρους, στηρίζουν οργανισμούς και φορείς με κοινωνική παρέμβαση ενώ ταυτόχρονα αποτελούν βασικούς διαφημιζόμενους, δαπανώντας περισσότερα από 100 εκατομμύρια ετησίως, δημιουργώντας πολλαπλά οφέλη για την ελληνική οικονομία».
Καταλήγοντας αναφέρουν ότι: «Οι εταιρείες της αγοράς είναι από τους πλέον σημαντικούς εργοδότες στη χώρα, απασχολώντας χιλιάδες νέους, κυρίως, ανθρώπους, σε ευαίσθητους τομείς όπως αυτός της τεχνολογίας, ενώ βρίσκονται στη λίστα των κορυφαίων Ελλήνων εργοδοτών στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Η αγορά των διαδικτυακών παιγνίων είναι από τις πλέον αναπτυσσόμενες στην Ελλάδα και παράγει συνεχώς αυξανόμενα οφέλη για τα δημόσια έσοδα, τον αθλητισμό, την αγορά εργασίας και την κοινωνία. Η αλλαγή στους κανόνες της λειτουργίας της, χωρίς προηγούμενη διαβούλευση ή σχετική μελέτη, με αυθαίρετες πράξεις, αμφιβόλων μάλιστα αποτελεσμάτων, όπως αυτή της επιβολής της επιπλέον φορολογίας, στερείται γνώσης της πραγματικότητας και αποδεικνύει ότι οι κλάδοι που αναπτύσσονται υγιώς, αποτελούν την εύκολη λεία μιας διοίκησης που στα χαρτιά ευνοεί την επιχειρηματικότητα και τον ανταγωνισμό».